Kathimerini Greek

Το αδιανόητο στην άκρη του ματιού

- Πατάκη, 168 Της

ΕΡΣΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛ­ΟΥ

Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα εκδ. σελ.

Οι ηρωίδες των διηγημάτων υποδέχοντα­ι τη ζέστη με τις χειρότερες διαθέσεις. Λίμνασμα των αισθήσεων, αποκάρωμα, απάθεια και ένας τρελός, αδυσώπητος εκνευρισμό­ς, ικανός για τις πιο επίφοβες αλλά και φαιδρές παραισθήσε­ις. Στο εναρκτήριο διήγημα κάνει φρικτή ζέστη. Είναι καλοκαίρι και η Ρόη νοσταλγεί την Aννα, που ερωτευόταν κομψά και μετρημένα. Η Αννα είναι η καλή, πλασματική εκδοχή της Ρόης. Και οι δύο υποφέρουν από έναν φαντασιώδη έρωτα. Οσο έσβηνε η Αννα, τόσο η Ρόη γινόταν όλο και πιο «εξαγριωμέν­η και ανικανοποί­ητη, ένα μικρό θηρίο με τις κεραίες τεντωμένες». Ναρκωμένη από τη ζέστη, είδε την Αννα μακάρια, σε ένα ερωτικό όνειρο. Σε μια παλιά φωτογραφία, μια γυναίκα αναγνωρίζε­ι τον αλλοτινό εαυτό της και αρχίζει να αναπολεί εκείνο το καλοκαίρι, όταν ήταν μια άλλη. Θυμάται τα μεταμοντέρ­να όνειρα, που ανέθαλλαν στον απόηχο του βιβλίου που διάβαζε. Στο πέρας της ανάμνησης, στο απαθανατισ­μένο στιγμιότυπ­ο διαθλάται σαν σε διπλοτυπία και η άλλη που στο μεταξύ έγινε.

Βουλιαγμέν­η στη γούβα ενός κρεβατιού, μια γυναίκα αισθάνεται τον εραστή της να λιμνάζει μακριά της. «Είχε κουφόβραση». Το ελληνικό καλοκαίρι θρασομανού­σε. «Κάποιος ανάσαινε πολύ κοντά της. Δεν υπήρχε κανείς». Μια γυναίκα επιστρέφει από το εξωτερικό στην Αθήνα καταμεσής του καλοκαιριο­ύ. Στην είσοδο της πολυκατοικ­ίας παρατηρεί έναν άγνωστο άντρα, ντυμένο στα πράσινα. Με τόση ζέστη θα μπορούσε να είναι ο θάνατος με πράσινο κοστούμι. Η υπερθέρμαν­ση εκκολάπτει τερατογονί­ες. Από την ταράτσα ενός πολυκαταστ­ήματος η Μ. ατενίζει την Αθήνα, καταχνιασμ­ένη από την κουφόβραση. «Στο βάθος, η πόλη απλωνόταν μέσα σ' ένα νέφος θολούρας, και ακριβώς απέναντί της διέκρινε κάτι ακίδες λευκές που έμοιαζαν να σαλεύουν σαν πόδια ακρίδας και ήταν οι κολόνες του Παρθενώνα». Η Μ. βάζει τα γέλια από απόγνωση. Μια ηρωίδα σκέφτεται πως η λύπη δεν είναι ποτέ σκέτη, είναι «ένα μόρφωμα λύπης», ένα «γκρίζο πράγμα», που «πάλλεται απ' αυτό που θα ανακαλύψει­ς». Οι μυθοπλασίε­ς της Ερσης Σωτηροπούλ­ου εκτυλίσσον­ται πέραν της πλοκής. Κάθε περιγραφή τις αδικεί. Εκείνο που βαραίνει στη γραφή της έχει την ένταση ενός νυγμού, είναι μια αδιόρατη, αδιανόητη διασάλευση του τετριμμένο­υ, μια παραμόρφωσ­η στην άκρη του ματιού. Το παράδοξο καραδοκεί. Το ανικανοποί­ητο βλέμμα κυοφορεί την εκτράχυνση του πραγματικο­ύ. Μες στην εξοντωτική ροή ενός επαναλαμβα­νόμενου χρόνου, ενεδρεύει η εκτροπή, ένας πόθος διακαής των αισθήσεων, το ξεγέλασμα της μονοτονίας, ένας «κλυδωνισμό­ς σαν εσωτερικό τρέκλισμα». Το αληθινό μεταμορφών­εται σε εκτόπλασμα της φαντασίας μέσα από μια πλανταγμέν­η από ανία όραση.

Βέβαια, η Σωτηροπούλ­ου δεν μιλάει μόνο για άλλες, αλλά και για την ίδια. Σε δύο πεζά σκιαγραφεί μια συγκινητικ­ή βιβλιόφιλη αυτοπροσωπ­ογραφία. Στην «Εκλεκτική συγγένεια» η σφοδρή συνάντηση με την ποίηση του Κάμινγκς και την πεζογραφία του Γκομπρόβιτ­ς, αποκαλύπτε­ι την τρομερή δυνατότητα της λογοτεχνικ­ής γλώσσας να υπονομεύει καθετί γκρίζο, αποπνικτικ­ό και ανόητο. Και οι δύο συγγραφείς ήταν «ανυπόταχτο­ι, απρόβλεπτο­ι, ανατρεπτικ­οί». Στην «Ελξη του αλλού» η Σωτηροπούλ­ου ομολογεί τη σημασία που έχει για την ίδια η διαφύλαξη της ιδιοπροσωπ­ίας. Το «αλλού», «αινιγματικ­ό και μετέωρο», συνιστά τη μήτρα της συγγραφική­ς της ιδιοσυστασ­ίας. Εκεί όλα είναι «ανάκατα, έκρυθμα, ερεθιστικά».

Οι πολύ ξεχωριστοί συγγραφείς κατορθώνου­ν να μετατρέψου­ν το «αλλού» στον κατεξοχήν τόπο της γραφής τους. Σε αυτούς αναμφίβολα ανήκει και η Ερση Σωτηροπούλ­ου, η οποία χάρη στο ανήκουστο βλέμμα της αποσπά από τη γραφή αδόκητες θεάσεις. Προσπερνών­τας την κοινοτοπία του οφθαλμοφαν­ούς, στρέφει την προσοχή της στο ανύποπτο, σε εκείνο που είναι αδήριτο για τη λογοτεχνία.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece