O πληθωρισμός «τρώει» τις μειώσεις φόρων και εισφορών για μισθωτούς
ΘΑΝΟΥ ΤΣΙΡΟΥ
Οι 6 στους 10 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα έχουν μισθό κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά. Μόλις οι 9 στους 100 μισθοδοτούνται με περισσότερα από 2.000 ευρώ μεικτά και αυτοί αντιμετωπίζουν έναν από τους υψηλότερους συντελεστές κρατήσεων στον κόσμο, καθώς περίπου το 42% αυτού του μεικτού εισοδήματος καταλήγει σε φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές.
Σε μια ολόκληρη χώρα, μόλις 72.000 εργαζόμενοι εμφανίζονται με καθαρές μηνιαίες αποδοχές άνω των 2.000 ευρώ.
Ο,τι «χτίστηκε» τα τελευταία χρόνια με τις μειώσεις συντελεστών υπολογισμού του φόρου εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών, κινδυνεύει να το «γκρεμίσει» ο πολύ υψηλός πληθωρισμός.
Η πτωτική τάση στις ποσοστιαίες κρατήσεις που γίνονται στους μισθούς θα αντιστραφεί αν δεν προχωρήσει η τιμαριθμική αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας ή αν δεν δρομολογηθεί νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Το θέμα θα μπει στο τραπέζι ενόψει της προεκλογικής περιόδου, καθώς το πρόβλημα στην Ελλάδα παραμένει οξύτατο: δεν υπάρχουν πολλές καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα η συνδρομή του φόρου εισοδήματος στα συνολικά φορολογικά έσοδα της χώρας να είναι περιορισμένη. Ειδικά για τους –λίγους– έχοντες υψηλότερες αποδοχές από το μέσο εισόδημα
της χώρας, ο συντελεστής κρατήσεων παραμένει από τους υψηλότερους στον κόσμο και σαφώς υψηλότερος σε σχέση με τον μέσο συντελεστή των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Αυτό μάλιστα εξακολουθεί να λειτουργεί ως τροχοπέδη.
Οι πολύ υψηλές κρατήσεις αποθαρρύνουν τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας –κάτι που συνιστά εθνικό στόχο όχι μόνο για να ενισχυθεί η ζήτηση και η κατανάλωση, αλλά και για να δημιουργηθούν κίνητρα για το brain regain–, ενώ ωθούν τους εργοδότες σε άλλες πρακτικές, όπως η καταβολή μέρους της αμοιβής με «μαύρα» ή με παροχές σε είδος, που δεν αποδίδουν ούτε φόρο ούτε ασφαλιστικές εισφορές.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Τα ετήσια στατιστικά στοιχεία από την «Εργάνη»
αποτυπώνουν την κατανομή των μισθών για το 2022.
Σε σύνολο 2,249 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας –περισσότερες συγκριτικά με το 2021, καθώς η ανεργία μειώθηκε– προκύπτει ότι το 14,95% αμείβεται με λιγότερα από 500 ευρώ
μεικτά, το 22,36% (περίπου 1 στους 4) με 500 έως 800 ευρώ και το 23,19% με 800 έως 1.000 ευρώ. Αρα έχουμε 1,36 εκατομμύριο εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα που εισπράττουν κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά. Από αυτό το όριο και πάνω, τα «μερίδια» περιορίζονται. Ητοι: – Από τα 1.000 έως τα 1.200 ευρώ εντοπίζονται 279.887 εργαζόμενοι ή το 12,44% του συνόλου.
– Από 1.200 έως 1.500 ευρώ, 230.253 εργαζόμενοι ή μόλις το 10,24% του συνόλου.
– Από 1.500 έως 2.000 ευρώ εισπράττουν 180.945 εργαζόμενοι ή το 8% του συνόλου.
– Από 2.000 ευρώ και πάνω, 197.382 εργαζόμενοι ή μόλις το 8,77% του συνόλου. Η κατάσταση βελτιώθηκε σε σχέση με το 2021 (αν και σε μεγάλο βαθμό η σύγκριση γίνεται με μια ιδιαίτερη χρονιά λόγω της πανδημίας), ωστόσο και πάλι είναι ξεκάθαρη η έλλειψη θέσεων εργασίας με ικανοποιητικές καθαρές αμοιβές.
Οι κρατήσεις στον μισθό των 2.000 ευρώ ξεπερνούν τα 540 ευρώ και περιορίζουν τις καθαρές αποδοχές στα 1.457 ευρώ. Οσο για τον μισθό των 3.000 ευρώ, έχει κρατήσεις 975 ευρώ, οπότε τα καθαρά περιορίζονται στα 2.025 ευρώ. Κατά συνέπεια, στην Ελλάδα μόλις 72.000 εργαζόμενοι αμείβονται με περισσότερα από 2.000 ευρώ καθαρά.
Η ετήσια έρευνα του ΟΟΣΑ αποτυπώνει σημαντική πρόοδο στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τις κρατήσεις που επιβάλλονται στους μισθούς.
Αυτή η πρόοδος οφείλεται πρωτίστως στη μείωση των συντελεστών υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για εργοδότες και εργαζομένους και δευτερευόντως στην αλλαγή της φορολογικής κλίμακας, η οποία έγινε το 2020 και πλέον έχει «ξεπεραστεί» λόγω πληθωρισμού (από τη στιγμή που τα κλιμάκια έχουν παραμείνει «παγωμένα» εδώ και πολλά χρόνια, η όποια ονομαστική αύξηση του εισοδήματος ουσιαστικά αυξάνει και τον μέσο συντελεστή φορολόγησης). Παρά την πρόοδο, όμως, η χώρα εξακολουθεί να επιβάλλει πολύ υψηλές κρατήσεις, σαφώς υψηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.
Ο εργένης που δηλώνει μισθό ο οποίος υπερβαίνει κατά 67% τον μέσο μισθό της χώρας υπόκειται στην Ελλάδα σε κρατήσεις 41,82%, έναντι 38,95% που είναι ο μέσος όρος των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Για την οικογένεια με δύο παιδιά και δύο εργαζομένους που εισπράττουν ακριβώς τον μέσο μισθό (περίπου 1.000 ευρώ τον μήνα), οι κρατήσεις είναι 37,1%, από 31,2% στον ΟΟΣΑ, ενώ για τη μονογονεϊκή οικογένεια με δύο παιδιά και μισθό στο 67% του μέσου όρου, οι κρατήσεις πλησιάζουν στο 24,59%, από 15% στον ΟΟΣΑ.
Η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αναμένεται να μπει στο τραπέζι το επόμενο χρονικό διάστημα. Αργά ή γρήγορα θα τεθεί και το θέμα της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της φορολογικής κλίμακας, καθώς η διατήρηση των κλιμακίων στα επίπεδα του 2016-2017, όταν πλέον έχουμε πληθωρισμό 10% για το 2022 και πάνω από 5% για το 2023, ισοδυναμεί με περαιτέρω αύξηση των κρατήσεων αναλογικά με το εισόδημα.
Οι παρεμβάσεις αυτές έχουν δημοσιονομικό κόστος και θα εξεταστούν σε συνδυασμό με τις διαθέσεις αύξησης των ονομαστικών αποδοχών, οι οποίες με τη σειρά τους προσθέτουν φορολογητέα ύλη.
Ο,τι «χτίστηκε» τα τελευταία χρόνια, κινδυνεύει να χαθεί – Στο τραπέζι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή τους.