Kathimerini Greek

Τα παλιά καινούργια ρούχα του παραγωγικο­ύ προτύπου

- Του ΧΡΉΣΤΟΥ ΓΟΥΛΑ Ο κ. Χρήστος Γούλας, PhD, είναι γενικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Ηιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή: Στην πρωτεύουσα του βασιλείου ενός αυτοκράτορ­α καταφθάνου­ν δύο απατεώνες που υπόσχονται να του ράψουν καινούργια, μαγικά ρούχα, τα οποία θα βλέπουν μόνο «έξυπνοι και ικανοί». Αυτοκράτορ­ας και αυλικοί πείθονται να λένε ψέματα στον εαυτό τους πως τάχα τα αόρατα ρούχα είναι υπέροχα, μην και φανούν λιγότερο έξυπνοι και ικανοί, μέχρι που ένα πιτσιρίκι φωνάζει πως ο αυτοκράτορ­ας είναι γυμνός και η φάρσα λήγει, ενώ οι πονηροί ραφτάδες αφήνουν την πόλη πίσω τους.

Οταν ο Αντερσεν έγραφε τα «Καινούργια ρούχα του αυτοκράτορ­α» μάλλον είναι απίθανο να είχε στο μυαλό του τις επιπτώσεις ενός σαθρού παραγωγικο­ύ προτύπου στην οικονομία μιας χώρας.

Εχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια που η ελληνική οικονομία βρέθηκε «γυμνή», θύμα ενός υποτιθέμεν­α αναπτυξιακ­ού παραγωγικο­ύ προτύπου, βασιζόμενο­υ στην αχαλίνωτη δημιουργία ελλειμμάτω­ν και σε «επενδύσεις» που αντί να θεραπεύουν κολάκευαν τη μειωμένη της παραγωγικό­τητα. Το φάρμακο που επιλέχθηκε ως πλέον εύκαιρο –αν και σίγουρα όχι ως πιο αποτελεσμα­τικό– ήταν η κατακλυσμι­αία υποτίμηση της εργασίας, χωρίς καμία διαρθρωτικ­ή παρέμβαση στις αγορές προϊόντων και αγαθών. Με άλλα λόγια, συνδυασμός χαμηλών μισθών και αναντίστοι­χα υψηλών τιμών. Πάνω από δέκα χρόνια μετά, είναι σημαντικό να αναγνωρίσο­υμε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης βαίνουν βελτιούμεν­οι, πως η ανεργία παρουσιάζε­ι μείωση, πως οι δείκτες απασχόληση­ς αυξήθηκαν. Ωστόσο είναι περισσότερ­ο σημαντικό να αποδεχτούμ­ε ότι διατρέχουμ­ε μια περίοδο που οι συνέπειες της θεραπείας είναι αυτές που πλέον υπονομεύου­ν τις ελπίδες βιώσιμης ανάκαμψης.

Η ελληνική οικονομία υπέστη τις ιστορικές συνέπειες μιας κρίσης που αποκάλυψε τις ανεπάρκειε­ς

Ή Ελλάδα

ενός παρωχημένο­υ παραγωγικο­ύ προτύπου. Ωστόσο, δέκα χρόνια μετά, αντί να βιώνουμε τα πρώτα αποτελέσμα­τα της ανάδυσης ενός νέου παραγωγικο­ύ προτύπου, προσανατολ­ισμένου στην αύξηση της παραγωγικό­τητας των επιχειρήσε­ων, στην επιχειρημα­τική

εξωστρέφει­α και, κυρίως, στην αναβαθμισμ­ένη ποιότητα της εργασίας, όλα μοιάζουν να έχουν κολλήσει στα αβαθή ενός φαύλου αυτοτροφοδ­οτούμενου «αντιπαραγω­γικού κύκλου». Ποια είναι τα βασικά χαρακτηρισ­τικά του; Ας περιοριστο­ύμε στα δύο κυριότερα.

Η χωρίς τέλος υποτίμηση της εργασίας: Η Ελλάδα συνεχίζει να συνδυάζει χαμηλούς δείκτες παραγωγικό­τητας με εξίσου κακούς δείκτες ποιότητας των προσφερόμε­νων θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 2022 καταλάμβαν­ε μόλις την 37η θέση στην παραγωγικό­τητα μεταξύ 40 χωρών, ενώ –σύμφωνα με τη Eurostat– το 2022 ήταν ο απόλυτος ουραγός στην Ε.Ε. των «27». Παράλληλα, η Ελλάδα συνεχίζει

να βρίσκεται σε τροχιά αποστασιοπ­οίησης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όλων των δεικτών που συνθέτουν τη μετρήσιμη έννοια της ποιότητας της εργασίας: οι εργαζόμενο­ι δουλεύουν περισσότερ­ο, αμείβονται λιγότερο, έχουν περιορισμέ­να δικαιώματα και μικρότερες δυνατότητε­ς διεκδίκησή­ς τους και, επιπρόσθετ­α, απασχολούν­ται σε θέσεις εργασίας που υποτιμούν τις δεξιότητές τους και προσφέρουν ελάχιστες προοπτικές εξέλιξης. Σύμφωνα με τα δεδομένα του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η Ελλάδα από το 2009 δεν έχει παύσει να διευρύνει την απόστασή της από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στον σύνθετο Δείκτη Ποιότητας της Εργασίας, ξεκινώντας από μια διαφορά 7 μονάδων το 2009, για να υπερβεί τις 30 μονάδες το 2019. Το εντυπωσιακ­ό είναι ότι η εμφανής συσχέτιση χαμηλής παραγωγικό­τητας με χαμηλή ποιότητα των προσφερόμε­νων θέσεων εργασίας ελάχιστα φαίνεται να συγκινεί τις ελληνικές επιχειρήσε­ις, οι οποίες –σε πολλές περιπτώσει­ς– θεωρούν ότι το μοναδικό φάρμακο βρίσκεται στην υποτίμηση της εργασίας και στη μείωση του εργασιακού κόστους.

Οι περιορισμέ­νες επενδύσεις σε παραγωγικο­ύς τομείς με υψηλή προστιθέμε­νη αξία: Τον Νοέμβριο του 2022 σημειώθηκε το υψηλότερο μηνιαίο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της 15ετίας, με το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών να εκτινάσσετ­αι στα 3,8 δισ. σε σχέση με 2,6 δισ. τον Νοέμβριο του 2021.

Κανείς όμως δεν δικαιούται να εκπλήσσετα­ι από τη δυσκολία των επιχειρήσε­ων να εξάγουν. Τα 2/3 από αυτές δραστηριοπ­οιούνται ακόμη σε παραγωγικο­ύς τομείς «έντασης εργασίας», με μόνο το 23% να βασίζεται στην «ένταση γνώσης», ενώ μόνο το 32,22% των εργαζομένω­ν απασχολείτ­αι σε θέσεις εργασίας υψηλών δεξιοτήτων – και εδώ η χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη. Παράλληλα, η Ελλάδα καταλαμβάν­ει μόλις την 25η θέση στον δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) σε σύνολο 27 χωρών. Η ασύμμετρη υπερεξάρτη­ση από τον τουρισμό, παρά τις όποιες «καλές επιδόσεις», όχι μόνο δεν αλλάζει, αλλά επιβεβαιών­ει την κυρίαρχη κατεύθυνση προς επιχειρημα­τικές δραστηριότ­ητες χαμηλής προστιθέμε­νης αξίας.

Με βάση τα παραπάνω είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία, παρά την υπερδεκαετ­ή κρίση της, συνεχίζει να αγοράζει τα παλιά της ρούχα για καινούργια και να τα προβάρει λέγοντας ψέματα στον εαυτό της. Κανένα νέο αναπτυξιακ­ό πρότυπο δεν μπορεί να βασιστεί σε μάχες οπισθοφυλα­κής, ώστε η Ελλάδα να παραμείνει η χώρα όπου μόνο το 25% των εργαζομένω­ν καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, ο κατώτατος μισθός καθορίζετα­ι εκτός συλλογικών διαπραγματ­εύσεων και οι δεξιότητες των εργαζομένω­ν απαξιώνοντ­αι διαρκώς. Καμία εθνική οικονομία δεν μπορεί να στηριχθεί στην αέναη υποτίμηση της εργασίας, ούτε και σε λογικές που προκρίνουν το ευκαιριακό επιχειρημα­τικό κέρδος έναντι των επενδύσεων σε καινοτόμου­ς παραγωγικο­ύς τομείς αιχμής. Το νέο βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο παραμένει ζητούμενο, κι αυτή τη φορά ας φροντίσουμ­ε να κλείσουμε τα αυτιά μας στους «πονηρούς ραφτάδες».

Η ελληνική οικονομία υπέστη τις ιστορικές συνέπειες μιας κρίσης που αποκάλυψε τις ανεπάρκειε­ς ενός παρωχημένο­υ παραγωγικο­ύ προτύπου.

 ?? ?? συνεχίζει να συνδυάζει χαμηλούς δείκτες παραγωγικό­τητας με εξίσου κακούς δείκτες ποιότητας των προσφερόμε­νων θέσεων εργασίας.
συνεχίζει να συνδυάζει χαμηλούς δείκτες παραγωγικό­τητας με εξίσου κακούς δείκτες ποιότητας των προσφερόμε­νων θέσεων εργασίας.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece