«Ασπίδα» το χαμηλό ιδιωτικό χρέος
Από αριστερά,
από το υποστηρικτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, οι τρέχουσες και μελλοντικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας συνυπολογίζονται επίσης στις απόψεις της βρετανική τράπεζας, όπως εξηγεί. «Πιθανώς μια επίλυση των κινδύνων που απορρέουν από τις εκλογές μπορεί επίσης να οδηγήσει στην προσαρμογή της αντίληψη για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας», όπως προσθέτει.
Ρεαλιστικός στόχος είναι και κατά τον κ. Σαραβέλο η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα έπειτα από σχεδόν 13 χρόνια. «Η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ υπερβαίνει τις επιδόσεις της υπόλοιπης Ευρώπης, το χρέος/ΑΕΠ μειώνεται, οι ξένες άμεσες επενδύσεις αυξάνονται και η δημοσιονομική στήριξη μέσω των κεφαλαίων της Ε.Ε. είναι μεγάλη και ελπίζουμε ότι θα συμβάλει στην αύξηση του παραγωγικού δυναμικού της Ελλάδας», όπως εξηγεί στην «Κ» ο αναλυτής της Deutsche Bank, συμπληρώνοντας πως η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα συμβάλει στην προσέλκυση περαιτέρω εισροών κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία. Η αλλαγή του αφηγήματος της Ελλάδας σε σχέση με πριν από μερικά χρόνια είναι εντυπωσιακή. Ενώ στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν εθεωρείτο ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ευρώ αλλά και την Ευρώπη, σήμερα δεν αποτελεί πλέον βασική ανησυχία. Κατά τον κ. Βαμβακίδη, ο αδύναμος κρίκος αυτή τη στιγμή είναι η Ιταλία. Οπως επισημαίνει, «το δημόσιο χρέος της είναι το δεύτερο υψηλότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη μετά την Ελλάδα και μακράν το υψηλότερο σε απόλυτα επίπεδα. Η Ιταλία μπορεί να απέφυγε μια κρίση την τελευταία δεκαετία, αλλά δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις». Η BofA αναμένει ότι το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί στο 3,5%- 4%, γεγονός που θα μπορούσε να αυξήσει τις αποδόσεις των 10ετών ιταλικών ομολόγων στο 5%, από 4% που είναι σήμερα. «Με προβλέψεις για αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ στο 3% το πολύ, μακροπρόθεσμα, και με μέσο όρο 20ετίας στο 2%, η Ιταλία θα χρειαστεί πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ μόνο και μόνο για να διατηρήσει σταθερό το ποσοστό του χρέους της. Οι αριθμοί απλώς δεν βγαίνουν», όπως τονίζει.
Σύμφωνα πάντως με τον κ. Φιωτάκη, η Ευρώπη συνολικά είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία και καλείται να προσαρμοστεί σε ένα νέο οικονομικό και γεωπολιτικό σκηνικό: ενεργειακή ανεξαρτησία, πράσινη μετάβαση, υψηλός πληθωρισμός, ελλείψεις εργατικού δυναμικού, πόλεμος στην Ουκρανία, προκλήσεις σε βασικές εξαγωγικές αγορές, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, ανταγωνισμός από τις εμπορικές πολιτικές των ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Barclays θεωρεί ότι η εποχή της ευρωπαϊκής λιτότητας είναι πλέον
ξεκάθαρα πίσω μας. «Φυσικά η περιφέρεια είναι πιο ευάλωτη σε κινδύνους αγοράς, στα υψηλότερα επιτόκια και στον κατακερματισμό στις χρηματοοικονομικές συνθήκες. Αλλά το νέο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό βοήθησε τις περιφερειακές χώρες να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις από τις υψηλότερες παγκόσμιες αποδόσεις με αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα», σημειώνει. Κατά τον κ. Σαραβέλο, οι αδύναμοι κρίκοι στην Ευρώπη, από πλευράς ανάπτυξης, είναι εκείνες οι οικονομίες που έχουν δει μεγάλη άνοδο της ιδιωτικής πιστωτικής επέκτασης τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα η Σουηδία και η Νορβηγία. «Πολλοί σχολιαστές της αγοράς παραμένουν πολύ εστιασμένοι στο δημόσιο χρέος/ΑΕΠ. Ωστόσο, το ιδιωτικό χρέος/ΑΕΠ είναι η πιο σχετική μεταβλητή, καθώς επηρεάζεται πιο άμεσα από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ. Η περιφέρεια έχει πολύ χαμηλά επίπεδα ιδιωτικού χρέους και είναι ένας λόγος για τον οποίο η ανάπτυξη έχει διατηρηθεί τόσο καλά», όπως εξηγεί.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι η Ιταλία.