Δημόσιο και ιδιωτικό μαζί
Ανήκω σε μια γενιά που δικαιολογημένα υπήρξαμε γκρινιάρηδες. Ξεκίνησα ως νέος καλλιτέχνης, χωρίς να υπάρχει ένα Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ενώ η Εθνική Πινακοθήκη ήταν ένα μοντερνιστικό αρχιτεκτόνημα μικρό και στριμωγμένο δίπλα στο Χίλτον. Ανήκαμε ως καλλιτέχνες σε μια χώρα απομονωμένη και περιφερειακή. Υπήρχε η πολιτική άποψη ότι η Ελλάδα είναι ταυτισμένη με την αρχαία ιστορία της, προφανώς και την τέχνη. Σε ένα κείμενο εκείνης της εποχής είχα γράψει ότι το υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να βρει τον ιμάντα μετάβασης του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό. Οσοι συμμετείχαμε στις διεθνείς εκθέσεις, νιώθαμε σαν φτωχοί συγγενείς καλλιτεχνών που κατέφθαναν έχοντας την υποστήριξη των θεσμών της χώρας τους. Θα παρέμενα απλώς γκρινιάρης, εάν επέμενα ότι στον τομέα του πολιτισμού, και δη των εικαστικών –που για μένα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας κοινής πολιτιστικής στρατηγικής– δεν έγιναν καθοριστικές αλλαγές στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων. Εχουμε μια υπέροχη Εθνική Πινακοθήκη και έχει βρεθεί ήδη μια εξαιρετική αντικαταστάτρια της αείμνηστης Λαμπράκη, η Συραγώ Τσιάρα. Εχουμε λειτουργικό ΕΜΣΤ με την Κατερίνα Γρέγου επικεφαλής. Ηδη από τις αρχές του 2000 στο ΕΜΣΤ έγιναν, από την Αννα Καφέτση, εξαιρετικές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης με πρωτοκλασάτα διεθνή ονόματα, και τώρα περιμένουμε τη συνέχεια. Οφείλω επίσης να αναφέρω τη σπουδαία συμμετοχή των ιδρυμάτων (Νιάρχου, Ωνάση, Γουλανδρή, οργανισμός ΝΕΟΝ) στην εξέλιξη. Οι μεγάλοι συλλέκτες με τις δωρεές τους, όπως ο Δασκαλόπουλος, είναι για μένα εφάμιλλοι των εθνικών ευεργετών. Δημιουργήθηκε το MOMus στη Θεσσαλονίκη, μεγάλες γκαλερί του εξωτερικού όπως η Gagosian έχουν έρθει στην Αθήνα και ελληνικές γκαλερί ταξιδεύουν στο εξωτερικό Εκείνο το άνυδρο τοπίο έχει χαθεί. Θεωρώ ότι δεν πρέπει να αφήσουμε αυτές τις νέες ευκαιρίες να χαθούν. Ελπίζω