Ενας χρόνος χωρίς τη Λαμπράκη - Πλάκα
ΑΝΤΩΝΗ ΚΩΤΙΔΗ*
H περπατησιά της. Μονίμως σταθερή, με τη σιγουριά της κατεύθυνσης προς τη μεγάλη σύνθεση του οράματός της – να γίνει η τέχνη κοινό κτήμα για τους πολλούς.
Η κοψιά της. Mε τόνο άλλης εποχής, καπέλο, μικρογλυπτό στο πέτο, φουλάρια, σύνδεσμος, νομίζω, με τους δύο μεγάλους λόγιους που είχαν την τύχη να έχουν μια τέτοια μαθήτρια: τον άντρα της Δημήτρη Πλάκα και τον Παντελή Πρεβελάκη, παντοτινούς δασκάλους της, που δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Τόνος μιας άλλης εποχής, μα περπατησιά βέβαιη διαρκώς προς το μέλλον. Αγρυπνα επεδίωκε, και τόσο χειροπιαστά τεκμηρίωνε το δημόσιο όφελος που προσδοκούσε, ώστε οι δωρητές ένιωθαν τιμή τους να ανταποκριθούν σε ό,τι κι αν ζητούσε για την Εθνική Πινακοθήκη για τους πολλούς, επομένως για τον τόπο.
Χαμογελάει και στέκει σοβαρή: άλλαξε η Πινακοθήκη στα χέρια της, όχι στα τριάντα χρόνια που την κυβέρνησε, αλλά από τις πρώτες μέρες της παρουσίας της στο τιμόνι: το μουσείο άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του στην έρευνα και τη μελέτη από γενιές νεότερων μελετητών. Η ολκή της επιστημονικής εποπτείας του πεδίου που διέθετε και ο μεγαλόπρεπα γενναιόδωρος
χαρακτήρας της έκαναν αδιανόητη την παρεμπόδιση της έρευνας στα αρχεία, και στο φυλακείο των έργων του ιδρύματος που διοικούσε. Μόνον με του Αγγελου Δεληβορριά
τη συμβολή στην έρευνα μπορώ να την παραβάλω.
Οδηγούσε με σοφία και τόλμη μαζί. Είναι κάτι που διαπίστωσα σε βάθος στα πάνω από δέκα χρόνια που ήμουν κοντά της στο Διοικητικό Συμβούλιο και στην Καλλιτεχνική Επιτροπή της Εθνικής Πινακοθήκης. Κοντά της και στα ενδιάμεσα των τακτικών συνεδριάσεων του Συμβουλίου. Μαζί και ο Χρύσανθος Χρήστου, «ο δάσκαλος όλων μας» (έτσι τον αποκαλούσε αναγνωρίζοντας το τεράστιο διδακτικό του έργο, παρόλο που δικός της Ελληνας δάσκαλος στην τέχνη ήταν ο Πρεβελάκης), μαζί και η Ελένη Βακαλό, ο Στέλιος Λυδάκης και άλλοι άξιοι λειτουργοί του αντικειμένου. Ηταν εντυπωσιακά ρηξικέλευθη στους στόχους που έθετε και σχο
λαστικά προσεκτική στο πλαίσιο της πραγματοποίησης που προοικονομούσε. Για όλα αυτά τα χρόνια δοσμένη στη Σεφερικής επιμονής αυταπάρνηση μιας ψυχής, της ψυχής της που έγινε «ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς, με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης, με τ' αυλάκι του τιμονιού».
Δεν την είδα ποτέ θυμωμένη – ήταν βαθιά εμποτισμένη από την «ισοθυμία» του Δημήτρη Πλάκα και του Παντελή Πρεβελάκη: άχαρα και ξένα της ήταν τα σκαμπανεβάσματα του θυμικού. Είχε την ταπεινοσύνη και τη σοφία των πραγματικά μεγάλων.
Ηταν και θα παραμείνει κομμάτι του βίου των πολλών ανθρώπων που την αγάπησαν και αγάπησε. Η τελικότητα της απώλειάς της αφήνει τους περιλειπόμενους που γεύτηκαν το προνόμιο της φιλίας της να τη θυμούνται και να την κουβαλούν μέσα τους. «Μα δεν τελειώνουν τα ταξίδια». Επειδή μνήμη των ανθρώπων είναι οι άνθρωποι. H Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα ήταν ένα ευτύχημα για τους συγχρόνους της στην Ελλάδα, είτε τη γνώρισαν είτε όχι, καθώς για όλους άφησε πλούσια σοδειά και όλοι οι Ελληνες τη χάσαμε.
Aλλαξε η Πινακοθήκη στα χέρια της, όχι στα τριάντα χρόνια που την κυβέρνησε, αλλά από τις πρώτες μέρες της παρουσίας της στο τιμόνι.