Οι επενδυτές δεν ήθελαν να ρισκάρουν
Η απουσία διαθέσιμων χώρων και το κυνήγι εγγυημένων αποδόσεων από τους επενδυτές αποτελούν ορισμένες από τις αιτίες για τις οποίες τα μεγάλα πολιτιστικά έργα δεν έχουν πυροδοτήσει δευτερογενείς επενδύσεις, σύμφωνα με όσα αναφέρουν στην «Κ» παράγοντες της αγοράς ακινήτων.
Για το φαινόμενο αυτό υπάρχουν τρεις λόγοι, σύμφωνα με τον Ερρίκο Αρώνες, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας ανάπτυξης ακινήτων Hellenic Properties. «Πρώτον, στην Ελλάδα δεν έχουμε κρίσιμη μάζα developers, εταιρειών που επενδύουν στην ανάπτυξη ακινήτων. Οταν για παράδειγμα, το 2012 κατασκευαζόταν το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αυτό αποτελούσε το μοναδικό έργο σε εξέλιξη.
Ετσι, ο κλάδος των developers έχει παραμείνει αποδυναμωμένος, καθώς πριν από το 2016 όλες οι μεγάλες εταιρείες ακινήτων έκλεισαν.
Δεύτερον, ο κλάδος των ακινήτων βρισκόταν, επί μακρόν, σε βαθιά κρίση. Οι παίκτες δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν εάν θα είναι δυνατόν να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ενός κτιρίου γραφείων, το οποίο ως επένδυση έχει σαφείς μεταβλητές και προβλέψεις.
Αλλωστε, οι αποδόσεις που μας παρείχαν οι πρωτεύουσες αγορές ήταν τόσο καλές, που δεν υπήρχε ούτε λόγος ούτε κίνητρο ένας επενδυτής να αναλάβει μεγαλύτερο ρίσκο.
Τρίτον, ας μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα η ιδιοκτησία είναι κατακερματισμένη. Ως εκ τούτου, ακόμη και ένας developer να αναλάμβανε να υλοποιήσει μία επένδυση σε εγγύτητα με ένα πολιτιστικό κέντρο και με συναφή με αυτό χαρακτήρα, δεν θα μπορούσε να αποκτήσει το κατάλληλο μέγεθος ιδιοκτησιών. Ακόμη όμως κι αν υπήρχαν διαθέσιμες εκτάσεις, όπως αυτές των πρώην βιομηχανιών ΧΡΩΠΕΙ και ΒΕΛΚΑ, απαιτείται ένα ιδιαίτερα μακρύ χρονικό διάστημα, ωσότου αυτές περιέλθουν από το Δημόσιο στην κυριότητα του ιδιώτη επενδυτή», εξηγεί ο κ. Αρώνες.
Ο Κοσμάς Θεοδωρίδης, πρόεδρος της Ενωσης Ευρωπαίων Μεσιτών AC/CEPI, σημειώνει ότι στην Ελλάδα δεν εκδηλώθηκε το Bilbao effect επειδή, κατ’ αρχάς, δεν υπάρχουν διαθέσιμες κατάλληλες εκτάσεις.
«Και αν υπάρχουν, εμφανίζουν σύνθετα γραφειοκρατικά και πολεοδομικά προσκόμματα, που καθιστούν σχεδόν αδύνατη την αξιοποίησή τους. Θα πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι οι επενδυτές, οι οποίοι για πολλά χρόνια έδιναν μάχη επιβίωσης, επιλέγουν παραδοσιακά να τοποθετούνται σε ακίνητα με περισσότερο βέβαιες αποδόσεις.
Με τα δεδομένα αυτά, δεν προκαλεί απορία γιατί παρατηρούμε μια μονοκαλλιέργεια ως προς το είδος των αναπτύξεων που υλοποιούνται γύρω από μια πολιτιστικού χαρακτήρα υποδομή. Κυριαρχούν δηλαδή τα ξενοδοχεία, οι κατοικίες που διατίθενται προς βραχυχρόνια μίσθωση και τα κτίρια γραφείων, που συνδέονται με περιορισμένο ρίσκο για τους επενδυτές», καταλήγει.