Για έναν ενιαίο χώρο έρευνας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ) οργάνωσε στις 12 Ιανουαρίου μια ανοιχτή συζήτηση για τη σχέση έρευνας και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, στην αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Προηγήθηκαν σύντομες τοποθετήσεις 10 έμπειρων και καταξιωμένων ομιλητών από ερευνητικά κέντρα (Ε.Κ.) και πανεπιστήμια. Στη συζήτηση πήραν μέρος διά ζώσης περίπου 80 συνάδελφοι από όλο το ερευνητικό φάσμα, ενώ 50 ερευνητές την παρακολούθησαν διαδικτυακά.
Είναι επείγον σήμερα να υπάρξει διάλογος για το ποιος εισηγείται τη στρατηγική για την έρευνα και με ποια κριτήρια, πώς αποφασίζεται και πώς υλοποιείται η χρηματοδότησή της και για τους λόγους που επιβάλλουν η εποπτεία της έρευνας να είναι διαφορετική για τα Ε.Κ. και τα πανεπιστήμια.
Η εντυπωσιακά ταχεία εξέλιξη της έρευνας σε όλα τα πεδία απαιτεί μια ριζοσπαστική επανεξέταση της σχέσης της με την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η ελληνική έρευνα βρίσκεται σε κομβικό σημείο και πρέπει να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που την εμποδίζουν, ενώ έχει τις δυνατότητες, να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική. Η έρευνα είναι η πηγή καινοτομίας και, ως εκ τούτου, σημαντικότατο εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η υποστήριξη της έρευνας είναι, συνεπώς, μια πολλά υποσχόμενη επένδυση.
Σκοπός της συνάντησης ήταν να συζητηθούν κομβικά ζητήματα της ερευνητικής στρατηγικής της χώρας, μέσα από τον διάλογο
μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Ελπίδα όλων είναι τα όποια συμπεράσματα να εισακουστούν από την πολιτική ηγεσία. Τα αρνητικά της βαριάς γραφειοκρατίας και της απουσίας οργανωμένης στρατηγικής είναι μια από τις σοβαρότερες και δυστυχώς τις πιο αειθαλείς τροχοπέδες για την έρευνα. Η απλοποίηση, προφανώς, στην πολλαπλά παράλογη, περίπλοκη, ρευστή και απρόβλεπτη γραφειοκρατία, θα συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση της κατάστασης στα πανεπιστήμια και τα Ε.Κ.
Η σκληρή πραγματικότητα, ωστόσο, και ίσως ο πυρήνας της κακοδαιμονίας βρίσκεται στην έλλειψη στρατηγικής της ελληνικής έρευνας. Προτεραιότητες δεν υπάρχουν. Η ελάχιστη κρατική χρηματοδότηση είναι κατακερματισμένη και μη προβλέψιμη. Τα προγράμματα χρηματοδοτούνται συχνά –για να μην πει κανείς κατά κανόνα– χωρίς σοβαρή αξιολόγηση σε όλα τα επίπεδα. Τα αποτελέσματα της χρηματοδότησης δεν παρακολουθούνται ουσιαστικά. Τέλος, επικαλύψεις μεταξύ προγραμμάτων δεν εξετάζονται.
Ταυτόχρονα, η έλλειψη στρατηγικής οδηγεί αναπόφευκτα τα προγράμματα που ανακοινώνονται κατά καιρούς να είναι έρμαια ιθυνόντων χωρίς να καλύπτουν ανάγκες, ώστε να ενισχυθεί ουσιαστικά η έρευνα στη χώρα μας.
Χωρίς στρατηγικό πρόγραμμα, ένας μικρός τόπος σαν τον δικό μας, με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, αλλά με ανθρώπινο δυναμικό που έχει τη δυνατότητα να διαπρέπει διεθνώς, δεν μπορεί να προοδεύσει. Η απουσία στρατηγικής που να βασίζεται σε αντικειμενικά επιστημονικά κριτήρια, έχει ως συνέπεια να γίνονται επιπόλαιες επιλογές προγραμμάτων, με σπατάλη των λίγων χρημάτων που υπάρχουν και, εντέλει, έλλειψη αξιοκρατίας. Βέβαια, η έλλειψη κονδυλίων για την έρευνα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι ένα μεγάλο και παλαιό πρόβλημα. Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχουν πολλά χρήματα, αλλά είναι απαράδεκτο τον 21ο αιώνα, όπου η επιστημονική γνώση προχωράει με τεράστια ταχύτητα και το επιχειρείν που πηγάζει από την έρευνα καλπάζει, η Ελλάδα να είναι ουραγός χωρίς δυνατότητα να ηγηθεί τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς.
Ενα σταθερό κονδύλιο για την έρευνα από τον κρατικό προϋπολογισμό
είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ. Τα όσα χρήματα μπορούν να διατεθούν, όμως, πρέπει να κατανέμονται βάσει ορθολογικού σχεδίου, καταρτισμένου από επαγγελματίες του χώρου και, ιδίως, με προβλέψιμο τρόπο, ο οποίος να μην αλλάζει ριζικά με κάθε νέο υπουργό!
Ενα κεντρικό θέμα που κατά γενική ομολογία πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στην έρευνα που διεξάγεται στα πανεπιστήμια και εποπτεύεται από το υπουργείο Παιδείας και σε εκείνη που διεξάγεται στα Ε.Κ. και εποπτεύεται από το υπουργείο Ανάπτυξης. Η υφιστάμενη διάσπαση δημιουργεί ανισότητες όσον αφορά τους κανόνες διοίκησης, τη χρηματοδότηση, τη μισθοδοσία και τα δικαιώματα των ερευνητών. Ταυτόχρονα συντείνει στην απουσία κοινής στρατηγικής. Αυτό που δεν έχει εμπεδωθεί στη σκέψη των ιθυνόντων είναι ότι, σήμερα, η πανεπιστημιακή μόρφωση ταυτίζεται με την έρευνα και κατ' επέκταση με την καινοτομία. Ο διαχωρισμός που υφίσταται όχι μόνο στερείται νοήματος αλλά τουναντίον εμποδίζει τη δημιουργική ώσμωση και τον συγχρονισμό του βηματισμού πανεπιστημίων και Ε.Κ., δυσκολεύοντας την πολυπόθητη σύνδεση της έρευνας με την επιχειρηματικότητα.
Πρέπει να εμπεδώσουμε ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση και η έρευνα δεν διαχωρίζονται. Δεν είναι τυχαίο ότι τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο είναι συγχρόνως –και θα υποστήριζα γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο– και τα πιο σπουδαία ερευνητικά κέντρα. Για να πάω ακόμα πιο μακριά, είναι πυρήνες καινοτομίας και του έξυπνου επιχειρείν. Πανεπιστήμιο που προσφέρει υψηλής στάθμης διδασκαλία, δεν νοείται χωρίς έρευνα.
Η συζήτηση ανέδειξε μια πραγματικά εντυπωσιακή σύμπνοια για την άμεση ανάγκη ενοποίησης της έρευνας σε έναν ενιαίο χώρο, κάτι που η ερευνητική κοινότητα αναμένει αγωνιωδώς. Η σημερινή κυβέρνηση έχει κατά καιρούς μιλήσει για ριζοσπαστικές λύσεις, πράγμα που οι περισσότεροι στον χώρο, συμπεριλαμβανομένου του ΕΣΕΤΕΚ, συμμεριζόμαστε.
Η πιο σωστή και επιθυμητή λύση –και τολμώ να πω σε αρμονία με ένα πραγματικά «επιτελικό κράτος»– είναι η δημιουργία ενός νέου υπουργείου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Ερευνας και Καινοτομίας. Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, τη δυστοκία μιας τέτοιας λύσης, αλλά η πείρα μας δείχνει ότι μόνον ένα τέτοιο υπουργείο θα μπορέσει να καταρτίσει ένα σοβαρό και σφαιρικό στρατηγικό σχέδιο για τη χώρα. Μόνο ένα τέτοιο υπουργείο εξάλλου, θα έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει ένα τέτοιο σχέδιο. Δίχως άλλο η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχουν πράγματι τεράστια –και σε τελευταία ανάλυση ακόμη μεγαλύτερη ίσως– σημασία για την Ελλάδα, αλλά σίγουρα έχουν λιγότερη σχέση με την πανεπιστημιακή μόρφωση από ό,τι έχει η έρευνα. Η έκκληση για έναν ενιαίο χώρο έρευνας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πλέον εκκωφαντική!
Η ελληνική έρευνα βρίσκεται σε κομβικό σημείο και πρέπει να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που την εμποδίζουν, ενώ έχει τις δυνατότητες να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική.