«Δεν νοείται ισότητα στην παρανομία»
Ο επίτιμος σύμβουλος Επικρατείας Θ. Αραβάνης εξηγεί γιατί είναι αντισυνταγματικά τα «παράθυρα» στην εκτός σχεδίου δόμηση
Η διάκριση των αγροτεμαχίων με βάση το πότε δημιουργήθηκαν ή πότε αγοράστηκαν δεν μπορεί να στηρίξει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της εκτός σχεδίου δόμησης. Ούτε μπορεί να επιτρέπεται η δόμηση στην ύπαιθρο με συμφωνία μεταξύ ιδιωτών, όπως είναι η δουλεία διόδου. Αυτό ξεκαθαρίζει ο επίτιμος σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Αραβάνης, εισηγητής σε πολλές από τις αποφάσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες «στοχοποιήθηκαν» από τον τεχνικό και πολιτικό κόσμο ότι περιορίζουν υπερβολικά την εκτός σχεδίου δόμηση. Επαναλαμβάνει, τέλος, ότι δεν μπορεί κάποιος να διεκδικήσει αποζημίωση επειδή δεν μπορεί να χτίσει, για κάτι ξεκαθαρισμένο εδώ και σχεδόν 30 έτη.
«Το Συμβούλιο της Επικρατείας επαναλαμβάνει και διευκρινίζει πάγια νομολογία για την εκτός σχεδίου δόμηση, η οποία είναι σαφής: η ύπαιθρος δεν προορίζεται από το Σύνταγμα για οικιστική ανάπτυξη, αλλά μόνο για γεωργική εκμετάλλευση, δασοπονία και αναψυχή. Η εκτός σχεδίου δόμηση επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες δεν μπορεί να είναι ευνοϊκότερες από αυτές που ισχύουν για τις εντός σχεδίου. Σε όλα τα πολιτισμένα κράτη ο κανόνας είναι ότι δεν χτίζεις όπου δεν απαγορεύεται, αλλά μόνο εκεί που το επιτρέπει ο χωροταξικός σχεδιασμός», τονίζει ο κ. Αραβάνης.
Oσον αφορά τις πρόσφατες εξαγγελίες του υπουργείου Περιβάλλοντος (που ενισχύουν την εκτός σχεδίου δόμηση, αλλά παρουσιάζονται εσχάτως –και σε αρμονία με τον τεχνικό κόσμο– ως «περιοριστικές»), ο κ. Αραβάνης θεωρεί εκ πρώτης όψεως ότι θέτουν ζήτημα συμφωνίας με το Σύνταγμα. «Κατά τη νομολογία, για τη δόμηση οποιουδήποτε ακινήτου είτε εντός είτε εκτός σχεδίου (όπου αυτό επιτρέπεται) υπάρχει ένας θεμελιώδης πολεοδομικός κανόνας, που απαιτεί το ακίνητο να έχει “πρόσωπο” σε αναγνωρισμένη κοινόχρηστη οδό. Θεμελιώδης είναι γιατί ανάγεται στην ορθολογική πολεοδόμηση που επιβάλλει το Σύνταγμα. Επομένως ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να παρακαμφθεί γιατί αυτό θα προσέκρουε στο Σύνταγμα».
Για τους διαχωρισμούς της δρομολογούμενης νομοθετικής ρύθμισης, με βάση το αν τα αγροτεμάχια δημιουργήθηκαν πριν από το 1985 ή το 2003 ή αγοράστηκαν την τελευταία πενταετία, ο κ. Αραβάνης εκτιμά ότι δεν μπορεί να διατυπωθεί άποψη χωρίς συγκεκριμένο κείμενο. «Πάντως, η διάκριση των γηπέδων (σ.σ. αγροτεμαχίων) –γιατί δεν συζητούμε για οικόπεδα στην
εκτός σχεδίου περιοχή– με βάση την περίοδο που δημιουργήθηκαν ή το πότε αγοράστηκαν δεν στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια και συνεπώς δεν μπορεί να στηρίξει παρέκκλιση από τον παραπάνω κανόνα. Ακούστηκε επίσης ότι μπορεί να επιτραπεί σε κάποιες κατηγορίες η οικοδόμηση βάσει δουλείας διόδου, δηλαδή η δόμηση στην ύπαιθρο να εξαρτάται από μια συμφωνία μεταξύ ιδιωτών. Παρόμοιες θέσεις δεν είναι υποστηρίξιμες και ελπίζω να μείνουν στο επίπεδο των ιδεών και των σχεδίων. Σίγουρα ορισμένοι άνθρωποι θεωρούν ότι αδικούνται γιατί στο παρελθόν οι πολεοδομίες στην περιοχή τους χορηγούσαν άδειες χωρίς τις προϋποθέσεις
του νόμου. Oμως, όλοι οι κανόνες σε ένα ευνομούμενο κράτος ενδέχεται να θίγουν μια μερίδα του πληθυσμού. Αυτό δεν είναι επιχείρημα για τη μη εφαρμογή τους. Ούτε βέβαια νοείται ισότητα στην παρανομία».
Oσον αφορά το επιχείρημα περί αγωγών αποζημίωσης, από όσους δεν θα μπορούν να χτίσουν, ο κ. Αραβάνης εκτιμά ότι και το θέμα αυτό έχει αντιμετωπιστεί. «Oταν υπάρχει μια πάγια νομολογία, δεν μπορεί ο πολίτης να ισχυριστεί ότι δεν το γνώριζε. Δεν μπορεί ο νομοθέτης και τα δικαστήρια να επικοινωνούν με κάθε πολίτη ξεχωριστά για να τον ενημερώσουν. Αν οι τεχνικοί και οι νομικοί τους σύμβουλοι δεν ενημερώνουν σωστά τους πελάτες τους, υποσχόμενοι οικοδομησιμότητα, αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει το κράτος να αναλάβει την ευθύνη. Θα πρέπει εξάλλου να ερευνηθούν τυχόν ευθύνες των υπηρεσιών που εξέδιδαν άδειες χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και, αν στοιχειοθετηθούν να αποδοθούν στους ενεχόμενους, γιατί δεν μπορεί να τις αντιμετωπίζουμε ως συλλογική ευθύνη του κράτους και της κοινωνίας».
Τι χαρακτηρίζει τις προτάσεις
που είδαν το φως της δημοσιότητας, κατά τον κ. Αραβάνη; «Η έλλειψη μελέτης. Το Σύνταγμα (στο άρθρο 24 παράγραφος 2) επιβάλλει οι χωροταξικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις να γίνονται στη βάση επιστημονικής μελέτης. Η μελέτη αυτή δεν αναπληρώνεται από την αιτιολογική έκθεση του νόμου προς τη Βουλή, που λέει απλά ότι υπάρχει ένα πρόβλημα προς επίλυση και προτείνεται η τάδε λύση. Χρειάζονται συγκεκριμένα στοιχεία, εξέταση των επιπτώσεων στο φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον και εναλλακτικών λύσεων, ώστε να καταλήξει κανείς στην πιο ενδεδειγμένη λύση. Αυτό που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες στην ύπαιθρο είναι μια καταστροφή. Με το παρωχημένο διάταγμα του 1985 όλη η ύπαιθρος, από την Ορεστιάδα έως το Ταίναρο, θεωρείται οικιστική περιοχή και μπορεί να δομηθεί με βάση ελάχιστες διαστάσεις και αρτιότητα του γηπέδου. Διατηρούμε μια νομοθεσία ενός αιώνα (από το Π.Δ. του 1928), η οποία είναι πλέον ανεπίκαιρη επιστημονικά και τη διευρύνουμε, για να συνεχίσει να χτίζει ο καθένας ό,τι θέλει και όπου θέλει. Απαιτείται αλλαγή παραδείγματος. Επιβάλλεται η θέσπιση και ρητώς του κανόνα ότι απαγορεύεται η διάσπαρτη εκτός σχεδίου δόμηση (πράγμα που αποτελούσε ήδη κατεύθυνση όλων των περιφερειακών σχεδίων του 2003), η οποία επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό αυστηρές προϋποθέσεις σε ορισμένες, σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις».
«Η διάκριση των γηπέδων (αγροτεμαχίων) με βάση την περίοδο που δημιουργήθηκαν ή το πότε αγοράστηκαν δεν στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια».
«Μη αναστρέψιμη ζημιά»
Ο κ. Αραβάνης εκτιμά ότι η ευθύνη όλων μας –και προπαντός όσων λαμβάνουν τις σχετικές αποφάσεις– είναι μεγάλη: «Ας σκεφτούμε, όχι τόσο εμάς και το πρόσκαιρο συμφέρον μας όσο τα παιδιά μας. Η ζημιά που θα προκληθεί από τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος θα είναι μη αναστρέψιμη και θα πλήξει μια ύπαιθρο ήδη κακοποιημένη επί δεκαετίες. Αν γεμίσει ένας κάμπος, ένα βουνό, ένα νησί με οικοδομές, αυτό μετά είναι οριστικό. Αντί η πολιτεία να συντηρεί την παρούσα ανωμαλία, οφείλει να λάβει αμέσως δραστικά μέτρα για τη διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος και της υπαίθρου, που αποτελούν, εκτός από πολύτιμο οικονομικό και αναπτυξιακό πόρο, αναντικατάστατη πηγή αναψυχής».