Δύο ατελέσφορες απόπειρες
Με τη Νεαρά 89 του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (τέλη 9ου αιώνα) ορίζεται η ιερολογία από ορθόδοξο κληρικό ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα του γάμου («[...] καί τά συνοικέσια τῇ μαρτυρίᾳ τῆς εὐλογίας κελεύομεν»). Αυτή η σύνδεση ιεροτελεστίας και σύναψης του γάμου, αφού διατηρείται σε όλη τη βυζαντινή περίοδο και την Τουρκοκρατία, περνάει στη νομοθεσία του νεότερου ελληνικού κράτους με το διάταγμα της Αντιβασιλείας της 23ης Φεβρουαρίου 1835 και εξακολουθεί να ισχύει αρχικώς μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα και αργότερα, με το παλαιό άρθρο 1367 ΑΚ, έως το 1982.
Πριν από την εισαγωγή του πολιτικού, δηλαδή ενός θρησκευτικά αποχρωματισμένου γάμου από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, είχαν προηγηθεί αντίστοιχες, πλην ατελέσφορες απόπειρες κατά το παρελθόν. Οι προσπάθειες για την κατακύρωση της συνένωσης μέσω της πολιτικής οδού είχαν ξεκινήσει ήδη το 1926 από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ιωσήφ Κούνδουρο, που απορρίφθηκαν όμως από τον δικτάτορα Θ. Πάγκαλο. Το ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα από τον Ελ. Βενιζέλο κατά την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον φιλελεύθερο πολιτικό. Ειδικότερα, κατά τη συνεδρίαση της Αναθεωρητικής Επιτροπής του
Αστικού Κώδικα στις 2 Δεκεμβρίου 1930 ο Ελ. Βενιζέλος εισηγείται την αθροιστική συνύπαρξη πολιτικού και θρησκευτικού γάμου, αντιδρώντας με έμφαση στη μονομερή υποχρεωτικότητα του πρώτου. Στο ερώτημα, πάντως, εάν μπορεί ένας ορθόδοξος χριστιανός να κάνει πολιτικό γάμο, απάντησε: «Ενώ είμαι πλήρως σύμφωνος υπέρ της ελευθερίας της συνειδήσεως, λέγω μόνον εις τον πολίτην να είναι και αυτός ειλικρινής. Του λέγω: Θέλεις την ελευθερίαν της συνειδήσεώς σου; Την έχεις. Αλλά να μη μου λέγη κανείς ότι θέλει και ορθόδοξος χριστιανός να είναι, αλλά να μη κάμη τον γάμον με ιεροτελεστία...».