Ακούγοντας τις ΗΠΑ στην Ελλάδα
Η ζωή του από το ’72 στη Θεσσαλονίκη και η συλλογή της προφορικής ιστορίας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων
Το φθινόπωρο του 2020 ο Ρίτσαρντ Λ. Τζάκσον βρέθηκε σε μια πρωτόγνωρη συνθήκη. Επειτα από 30 χρόνια διπλωματικής καριέρας, 10 χρόνια πρόεδρος του Κολλεγίου Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη και τρία χρόνια πρόεδρος του Κολλεγίου Αθηνών, τώρα που είχε ολοκληρωθεί η θητεία του δεν είχε τι να κάνει. Ταυτόχρονα, λόγω της δεύτερης καραντίνας, ήταν κλεισμένος στο σπίτι όπου μένει ακόμη στο Κολωνάκι. Για να απασχολήσει το μυαλό του και να γεμίσει τις μονότονες μέρες της πανδημίας, αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο.
Πριν από τις θητείες του στα ελληνοαμερικανικά σχολεία, ο κ. Τζάκσον ήταν μεταξύ άλλων διευθυντής του Association for Diplomatic Studies & Training (εταιρεία για διπλωματικές σπουδές και εκπαίδευση) του Ινστιτούτου του διπλωματικού σώματος των ΗΠΑ. Χάρη στο συγκεκριμένο πόστο γνώριζε καλά την ύπαρξη του αρχείου προφορικής ιστορίας Αμερικανών πρώην διπλωματών, και έτσι αποφάσισε η πνευματική του άσκηση να συσχετιστεί με αυτό.
Για τα επόμενα δύο χρόνια επεξεργάστηκε και κατέγραψε τις μαρτυρίες διπλωματών των ΗΠΑ που εργάστηκαν στην Ελλάδα από το 1940 μέχρι το 2020, χωρίζοντάς τες σε έξι χρονολογικά και θεματικά μέρη. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο «Μακριά κι αγαπημένοι, 80 χρόνια αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα, 1940-2020, με τα λόγια των ίδιων των Αμερικανών διπλωματών», το οποίο κυκλοφόρησε πέρυσι στα ελληνικά από το βιβλιοπωλείο της «Εστίας».
«Με εξέπληξε το πώς αυτό που ξεκίνησε ως άσκηση για να έχω να κάνω κάτι στην καραντίνα, εξελίχθηκε σε κάτι πραγματικού ενδιαφέροντος και αξίας, ελπίζω όχι μόνο για ακαδημαϊκούς και διπλωμάτες, αλλά και για νεότερους αναγνώστες, που μπορεί να τους ενδιαφέρει μια καριέρα στις διεθνείς σχέσεις», λέει στην «Κ» ο κ. Τζάκσον.
Παράλληλα, εμμένει στο γεγονός πως οι πηγές του βιβλίου –πολλούς εκ των διπλωματών που αναφέρονται ο ίδιος τους γνώρισε προσωπικά κατά τη διάρκεια της καριέρας του– προέρχονται από αρχείο προφορικής
ιστορίας. «Τα τελευταία 20 χρόνια η προφορική ιστορία έχει αρχίσει να θεωρείται πιο αξιόπιστη, μέχρι πρότινος θεωρούνταν ανέκδοτο», δηλώνει για την ιστορική σημασία των προφορικών μαρτυριών.
Η πρώτη φορά που ο κ. Τζάκσον ήρθε στην Ελλάδα ήταν το 1972. Εργάστηκε για τρία χρόνια στο αμερικανικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, όπου έμεινε μέχρι το 1977. Η χώρα ήταν τόσο διαφορετική τότε, δηλώνει.
Στη Θεσσαλονίκη των αρχών του ’70 περπατούσε στον Χορτιάτη. «Οι άνθρωποι ήταν τόσο φιλόξενοι – επέμεναν να πάμε στο σπίτι τους για φρούτα ή καφέ», αναφέρει, τονίζοντας πως τότε, όπως και τώρα, υπήρχε διαφορά ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. «Στη Θεσσαλονίκη επιστρέφεις ύστερα από 10 χρόνια και οι άνθρωποι σε καλωσορίζουν σαν να μη συνειδητοποιούν ότι έλειπες, συνεχίζεις τις φιλίες που είχες – στην Αθήνα η πραγματικότητα είναι άλλη, είναι μια τεράστια, πιο απρόσωπη, κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα 5 εκατ. κατοίκων».
Στο προξενείο στη Θεσσαλονίκη είχαν καλύτερη πληροφόρηση, λέει στην «Κ» – δεν άκουγαν
διαμετρικά διαφορετικές απόψεις από τις πηγές τους κι έτσι οδηγούνταν σε πιο ακριβή συμπεράσματα. «Ο τότε πρέσβης στην Αθήνα, ο Χένρι Τάσκα, δεν εκτιμούσε τις ανεξάρτητες απόψεις, οπότε στην πρεσβεία δυσκολεύονταν να κάνουν αναφορές για το τι πραγματικά συνέβαινε πολιτικά και οικονομικά στη χώρα – στη Θεσσαλονίκη είχαμε μεγαλύτερη ανεξαρτησία», εξηγεί. Οταν έπεσε η χούντα και έγιναν πάλι εκλογές στην Ελλάδα, προξενείο και πρεσβεία ανέπτυξαν έντονο ανταγωνισμό για τις προβλέψεις των αποτελεσμάτων, θυμάται ο κ. Τζάκσον. «Ημασταν πολύ περήφανοι γιατί πάντα κερδίζαμε εμείς».
Λίγο αργότερα, πηγαίνοντας στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, η εμπειρία του άλλαξε. «Ξαφνικά οι Ελληνες μπορούσαν να μιλούν ελεύθερα – πολλοί εξ αυτών ήταν θυμωμένοι με τις ΗΠΑ, κάποιοι πίστευαν ότι οι ΗΠΑ ήταν πίσω από τη χούντα, άποψη που δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια», τονίζει.
Μέσα στα 80 χρόνια ελληνοαμερικανικών σχέσεων, τα οποία καλύπτει το βιβλίο, η Ελλάδα άλλαξε πολύ και με ταχείς ρυθμούς. Λόγω της σχέσης του με τη χώρα, κάποιες από αυτές τις αλλαγές
ο κ. Τζάκσον τις έζησε καθώς συνέβαιναν, επομένως τα όσα έμαθε ή θυμήθηκε γράφοντας το βιβλίο δεν τον εξέπληξαν ιδιαιτέρως, εκτός από την ανικανότητα των κυβερνήσεων και των δύο χωρών σε στιγμές κρίσης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της χούντας και της εισβολής στην Κύπρο. «Οταν έγινε το πραξικόπημα τον Απρίλιο του 1967, παραδείγματος χάριν, έπιασε την αμερικανική κυβέρνηση εξαπίνης, και ήταν εντελώς διχασμένη ως προς το πώς να το διαχειριστεί», δηλώνει ο κ. Τζάκσον.
«Αυτά τα 80 χρόνια ήταν περίοδος τόσων αλλαγών, προκλήσεων και αναταραχών, οπότε οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις εξελίσσονταν διαρκώς, καθώς περνούσαν από διαφορετικά στάδια – από την ανοικοδόμηση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο μέχρι τη χούντα, την τρομοκρατία της 17Ν και φτάνοντας στον 21ο αιώνα», συμπληρώνει. Είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών η συνεργασία, τονίζει, σε διάφορους τομείς, από την άμυνα και τις εμπορικές επενδύσεις μέχρι την τεχνολογική και εκπαιδευτική ανταλλαγή. «Οι σχέσεις των δύο είχαν πολλά σκαμπανεβάσματα σε αυτά τα 80 χρόνια, αλλά κατά βάση βελτιώθηκαν».
ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του έκτου ορόφου όπου ο Ρίτσαρντ Λ. Τζάκσον ζει από το 2020. Για την ακρίβεια, όλη η συζήτηση έγινε στο μικρό γραφείο όπου ο Αμερικανός πρώην διπλωμάτης έγραψε το πιο πρόσφατο βιβλίο του μέσα στην πανδημία. Μπορεί να μη γευματίσαμε ακριβώς, αλλά ο κ. Τζάκσον ήπιε καφέ φίλτρου, τον οποίο είχε φτιάξει ο ίδιος, ενώ τα εδέσματα στο μικρό τραπεζάκι του καφέ ήταν pain au chocolat από τον φούρνο που βρίσκεται στη γωνία της πολυκατοικίας επί της Πατριάρχου Ιωακείμ.
Στη Θεσσαλονίκη επιστρέφεις ύστερα από 10 χρόνια και οι άνθρωποι σε καλωσορίζουν σαν να μη συνειδητοποιούν ότι έλειπες, συνεχίζεις τις φιλίες που είχες.