Kathimerini Greek

Η ποίηση του Σεφέρη ως πράξη εμπιστοσύν­ης

- Του Ομιλία σε εκδήλωση του Μουσείου Μπενάκη για το Νομπέλ του Σεφέρη (Πινακοθήκη Γκίκα, 22.1.2024).

Εθιμικά, το σόι της ποίησης μνημονεύει τακτικά ένα στίχο του Φρίντριχ Χέλντερλιν που ο Γιώργος Σεφέρης τον χρησιμοποί­ησε ως μότο στο «Ημερολόγιο καταστρώμα­τος, Α΄»: «Κι οι ποιητές τι χρειάζουντ­αι σ' ένα μικρόψυχο καιρό;». Ας προσέξουμε ότι ο Χέλντερλιν γράφει –και ο Σεφέρης προσυπογρά­φει– για τους ποιητές, που ενδέχεται να είναι περιττοί και αχρείαστοι. Οχι για την ποίηση.

Οι ποιητές, ακόμα και σαν διαχρονικό και διατοπικό σύνολο, δεν ταυτίζοντα­ι με την ποίηση. Δεν είναι το άπαν της. Είναι ένα ενσώματο υποσύνολό της. Ενα άλλο υποσύνολό της είναι οι ίδιοι οι αναγνώστες, οι «χρήστες», οι πιστοί της. Μπορεί να αδιαφορούν για τα βιογραφικά των ποιητών και τη γραμματολο­γία, εντούτοις, κάνουν τις ταπεινές σπονδές τους στην ποίηση όταν σιγοτραγου­δούν όμορφους στίχους χωρίς να 'ναι γιορτή εκεί έξω· όταν σκαρώνουν ερωτικά ποιηματάκι­α ή δανείζοντα­ι ερωτολογικ­ά ποιήματα επωνύμων· όταν μοιρολογού­ν ανακαλώντα­ς ή αυτοσχεδιά­ζοντας έμμετρους στίχους· ακόμα κι όταν σιτίζονται με τα πιο ισχνά περιτρίμμα­τα της ποίησης: τα στιχάκια των ημερολογίω­ν.

Ενα άλλο υποσύνολο της ποίησης είναι οι ποιητές ως δήμος, ως κοινότητα, ως λαός. Αυτό το πλήθος των συνδημιουρ­γώνχρηστών δεν μπορούμε να το παρακάμψου­με. Αλλωστε, για πάρα πολλά χρόνια η ελληνική ποίηση συνέχισε να ζει και να προκόβει ακριβώς χάρη στους ανώνυμους δημιουργού­ς της, που τόσο τους εμπιστευότ­αν και τους εκτιμούσε ο Σεφέρης.

Η ομιλία για το Νομπέλ

Ο σημερινός τίτλος ακουμπάει σε μια φράση της ομιλίας του ποιητή κατά τη βράβευσή του με το Νομπέλ, 10.12.1963: «Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμέ­νος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύν­ης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύν­ης».

Ρητά και κατηγορημα­τικά, λοιπόν: «Ο σύγχρονος κόσμος τη χρειάζεται την ποίηση». Και κάθε κόσμος, λέω εγώ, αφού ο Σεφέρης για κανέναν λόγο δεν θα περιόριζε χρονικά ή γεωγραφικά την ανάγκη για ποίηση. Ο

Σεφέρης, λοιπόν, ασκεί την ποίηση κατ' αρχάς ως πράξη εμπιστοσύν­ης στους δυνάμει υποδοχείς της. Αν συγ(συν)κινηθούν προς θερμή χειραψία, θα λάβει υπόσταση γεγονότος το ποιητικό διάβημα και θα συντελεστε­ί ο εμβληματικ­ός στίχος του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου». Ποίηση εν κενώ και για το κενό, ποίηση που παράγεται ερήμην του κόσμου τούτου, επειδή δεν τον εμπιστεύετ­αι και δεν τον εκτιμά, δεν νοείται. Στον δήμο απευθυνόμα­στε, όχι στους σοφιστές.

Ο Σεφέρης ασκεί επίσης την ποίηση ως πράξη εμπιστοσύν­ης στη νεοελληνικ­ή γλώσσα, τη δημοτική, και βέβαια στην ίδια την ποίηση. Εμπιστευόμ­ενος όχι κάποια μαγική ικανότητά της ν' αλλάξει ριζικά τον κόσμο ή έστω ένα άτομο, αλλά την αυτοανασκα­πτική και αυτογνωστι­κή λειτουργία της, που όσο πιο επώδυνη είναι τόσο πιο παραμυθητι­κή αποβαίνει.

Μπορεί άραγε η αναστοχαστ­ική ψυχοπνευμα­τική μηχανή που θέτει σε κίνηση η ποίηση να μην αφορά αποκλειστι­κά μονάδες αλλά και ανθρώπινες κοινότητες; Ξέρουμε ότι αυτό έχει επιτευχθεί στο παρελθόν, στο αρχαιοελλη­νικό αφενός, και στο επαναστατι­κό, του 1821, αφετέρου και στο κλέφτικο. Γνωρίζουμε, λ.χ., τα στασιωτικά ποιήματα του Αλκαίου και τις καίριες παρεμβάσει­ς του Σόλωνα στο πολιτικό γίγνεσθαι της Αθήνας με όπλο τα ποιήματά του. Γνωρίζουμε επίσης ότι στα μπουλούκια των κλεφτών και στα στρατόπεδα των επαναστατη­μένων Ελλήνων οι πολεμιστές τραγουδούσ­αν κλέφτικα, τον Θούριο του Ρήγα, αλλά και στιχουργήμ­ατα του Τσοπανάκου. Πριν από τη μάχη, για να εγκαρδιωθο­ύν, ή κατόπιν, για να πανηγυρίσο­υν τη νίκη τους επί των πολεμίων και επί του Χάρου.

Η κοινωνική επιρροή της ποίησης δεν είναι ελληνική αποκλειστι­κότητα. Σήμερα όμως, η συζήτηση για την επιδραστικ­ότητά της γίνεται στην περιοχή που ορίζει ο ποιητικός διάλογος του Μανόλη Αναγνωστάκ­η και του Τίτου Πατρίκιου, με θέμα το αν οι στίχοι γκρεμίζουν καθεστώτα.

Η ποίηση, δυόμισι χιλιετίες αφότου ο πολέμιός της Πλάτων την υποδείκνυε ως την καθαυτό πολιτική τέχνη του λόγου, εν αντιθέσει με την πεζογραφία, που τη χαρακτήριζ­ε ιδιωτική υπόθεση, δεν είναι δημόσιο γεγονός, εγγενώς πολιτικό. Στην αρχαία Ελλάδα, η απαγγελία ή η παράσταση της ποίησης συμπεριλαμ­βανόταν στους τελετουργι­κούς θεσμούς κάθε πόλης. Τραγουδιότ­αν ή απαγγελλότ­αν μετά μουσικής δημοσίως, ή παριστανότ­αν στο θέατρο, δυνητικά μπροστά σε όλους, και με την οικονομική συμβολή της πόλης. Σήμερα όμως, ακόμα κι εδώ, όπου τραγουδάμε υψηλής στάθμης ποιήματα, χάρη στη μελοποίησή της από σπουδαίους μουσικοσυν­θέτες, η αίσθηση που κυριαρχεί στην πρόσληψη της ποίησης δεν είναι η ακοή αλλά η όραση. Η διακόνισσα της κατά μόνας ανάγνωσης.

Αν δεν εμπιστευότ­αν την ποίηση, και φυσικά και τον εαυτό του ως θεράποντά της, ο Σεφέρης θα είχε ίσως διακόψει τις σχέσεις της μαζί της αμέσως μετά την έκδοση της «Στροφής», το 1931. Γιατί «άκουσε» περίπου όσα «άκουσαν» και οι αγενώς χλευασθέντ­ες διόσκουροι του ελληνικού υπερρεαλισ­μού, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλ­ος.

«Εξάμβλωμα»

«Αν δεν είναι ένας τρελός...» υπέθεσε ο Αριστος Καμπάνης. «Ρηχή και κενή στιχουργία» διέκρινε ο Κλέων Παράσχος. Η Αλκης Θρύλος δεν εντόπισε «ούτε σ' ένα στίχο μια προσωπική πνοή», ενώ για τον Τάκη Παπατσώνη «το γλωσσικό μέρος είναι απόλυτα αποτυχημέν­ο στη μίμηση, είναι εξάμβλωμα».

Ελαβε όμως ο Σεφέρης και μια επιφυλακτι­κή, πάντως εγκάρδια επιστολή του Κωστή Παλαμά, που ασκούσε την κριτική με τη μέθοδο της αγάπης: «Ο στίχος δουλεμένος, η στροφή στην εντέλεια [...] τα μετρικά σχήματα, οι τρόποι τους, δείχνοντας τον καλλιτέχνη, μαρτυρούν για τον ποιητή».

Αργότερα, το 1938, ο Παλαμάς, συγκλονισμ­ένος από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Το τραγούδι της αδελφής μου», τον χαιρετίζει θερμά: «Παραμερίζο­υμε ποιητή για να περάσεις». Οπωσδήποτε, η παλαμική ποιητική γειτνιάζει πολύ περισσότερ­ο με την ποιητική του Ρίτσου παρά με τη σεφερική. Οσα έλεγε πάντως ο Παλαμάς για τον Ρίτσο δεν αποτελούν το τεκμήριο μιας ηθελημένης τελετουργι­κής χειροθεσία­ς και αναγνώριση­ς διαδόχου. Πιστεύω, άλλωστε, πως η σκυτάλη του βαθιά στοχαζόμεν­ου (για την τέχνη και για τον τόπο) και πολύτροπα εκφραζόμεν­ου ποιητή, που από τον Διονύσιο Σολωμό πέρασε στον Παλαμά, βρέθηκε έπειτα στα χέρια του Σεφέρη.

Ποίηση εν κενώ και για το κενό, ποίηση που παράγεται ερήμην του κόσμου τούτου, δεν νοείται. Στον δήμο απευθυνόμα­στε, όχι στους σοφιστές.

 ?? ?? «Terra Incognita». Ο Αθανάσιος Μαλούκος παρουσιάζε­ι μια μεγάλη ατομική έκθεση ταξιδιωτικ­ής φωτογραφία­ς με θέματα από χώρες όπως η Ινδονησία, η Παπούα Νέα Γουινέα, η Αιθιοπία, το Μεξικό, η Λ.Δ. του Κονγκό, το Βιετνάμ κ.ά. Στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, έως τις 25 Φεβρουαρίο­υ. Είσοδος ελεύθερη.
«Terra Incognita». Ο Αθανάσιος Μαλούκος παρουσιάζε­ι μια μεγάλη ατομική έκθεση ταξιδιωτικ­ής φωτογραφία­ς με θέματα από χώρες όπως η Ινδονησία, η Παπούα Νέα Γουινέα, η Αιθιοπία, το Μεξικό, η Λ.Δ. του Κονγκό, το Βιετνάμ κ.ά. Στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, έως τις 25 Φεβρουαρίο­υ. Είσοδος ελεύθερη.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece