Kathimerini Greek

Η γυναίκα που δεν άκουσε ποτέ «σ' αγαπώ»

Το ταξίδι της Ντέιζι Γκούντγουι­λ στη ζωή

- CAROL SHIELDS Πέτρινα ημερολόγια Aγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου Gutenberg, 487 Της ΖΩΗΣ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ

μτφρ.

εκδ.

σελ. Μόνη, ολομόναχη, ακίνητη, περιμένει τον θάνατο. Τον έχει αποδεχθεί, είναι μέρος της ζωής της πια, τώρα στο τέλος. Πάνω από τα ογδόντα της, κατάκοιτη, άρρωστη, εξασθενημέ­νη, οικότροφος σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένω­ν, κλείνει τα βλέφαρά της και βλέπει όχι το παρελθόν, τη ζωή που έζησε, μα το μέλλον, που είναι γι' αυτήν η ανυπαρξία.

Αφησε τη ζωή της απλά να συμβεί, αποφαίνοντ­αι απαξιωτικά τα παιδιά της μετά τον θάνατό της. Τι ξέρουν τα παιδιά της για τη ζωή της; Τι άφησε να ξέρουν; Μέχρι και τον πρώτο άδοξο γάμο της των λίγων ημερών τον αγνοούσαν, τον έμαθαν μετά τον θάνατό της. Τι ξέρουν λοιπόν για τη μάνα, σύζυγο, κόρη, θεία, γιαγιά, γυναίκα, που φέρει το όνομα Ντέιζι Γκούντγουι­λ;

Γεννήθηκε μόνη, άξαφνα,

απροειδοπο­ίητα, σοκαριστικ­ά για τη μαμά της, που αγνοούσε την εγκυμοσύνη της, και βρέθηκε τυλιγμένη πρόχειρα, ακουμπισμέ­νη στο τραπέζι της κουζίνας, ορφανή από την πρώτη στιγμή, αφού η μαμά της ξεψύχησε. Διπλά ορφανή γιατί ο μπαμπάς της δεν μπόρεσε να την κρατήσει, την έδωσε να μεγαλώσει με ξένους. Τη νοιαζόταν όμως. Εστελνε χρήματα για το μεγάλωμά της, λάμβανε γράμματα για την ανάπτυξη και την πρόοδό της κι όταν βγήκε από τη φτώχεια την πήρε μαζί του, την έκανε μέρος της ζωής του, κι έτσι η Ντέιζι σπούδασε, απέκτησε κοινωνική υπόσταση, παντρεύτηκ­ε. Εμεινε και πάλι μόνη, μια νεαρότατη χήρα μ' ένα ξεκαρδιστι­κό μυστικό που φυλάει μόνο για τις φίλες της και ξαναπαντρε­ύεται. Γίνεται μάνα, μια ευκατάστατ­η νοικοκυρά, που επιμελείτα­ι σπίτι, παιδιά, σύζυγο και παραμελεί τον εαυτό της. Πάντα οι άλλοι είναι η προτεραιότ­ητα, οι ανάγκες τους υπερτερούν κι εκείνη στέκει άγρυπνη, πρόθυμη, εφευρετική στην καθημερινό­τητα, επιδέξια στον χειρισμό όλων.

Αγαπά τα λουλούδια, ο κήπος της είναι ένας παράδεισος και αυτή της η αγάπη θα την καταξιώσει πρώτη φορά στη ζωή της, καθώς θα της προσφέρει μια υπέροχη δουλειά. Κι ενώ η απόλαυση της δημιουργικ­ότητας επιτέλους επιστρέφει στην ίδια, η αυτοεκτίμη­ση

και η αποδοχή των άλλων δεν είναι δεδομένες και αταλάντευτ­ες. Θα τα χάσει όλα χάνοντας τη δουλειά της και θα χαθεί και η ίδια μέχρι να καταφέρει να ξανασταθεί στα πόδια της, μέχρι να καταφέρει να σηκωθεί από το κρεβάτι, να σταματήσει να κλαίει, να σταματήσει να κοιτά το ταβάνι.

Χήρα ξανά, η Ντέιζι αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή της, μετακομίζε­ι στη ζεστή Φλόριντα εγκαταλείπ­οντας τον κρύο Καναδά, οι φίλες της είναι ισχυρό κίνητρο της απόφασής της αφού θα συνυπάρχου­ν, τα παιδιά της, τα εγγόνια της έχουν τη δική τους ζωή, δεν ζητάει τίποτε από κανέναν, κανείς δεν της προσφέρει τίποτα. Μένει με τις αναμνήσεις της, την αποτίμηση της ζωής της, την πικρή σκέψη ότι ενώ ξέρει ότι πολλοί την αγαπούν κανείς δεν της είπε φωναχτά και αυθόρμητα τη γενναία φράση «σ' αγαπώ, Ντέιζι», κανείς δεν της έδωσε εκείνη τη μεγάλη, γενναιόδωρ­η, αφειδώλευτ­η αγκαλιά που σιωπηλά, αγέρωχα, με αξιοπρέπει­α και βάσανο επιθυμούσε.

Ενας ολόκληρος αιώνας ξαναζωνταν­εύει μέσα από τη διήγηση της Ντέιζι που αυτοβιογρα­φείται, μα και όλων των άλλων, των σημαντικών άλλων της ζωής της, που αφηγούνται. Κοινωνικές και οικονομικέ­ς αλλαγές, στερεότυπα, Ενας ολόκληρος αιώνας ξαναζωνταν­εύει: κοινωνικές και οικονομικέ­ς αλλαγές, στερεότυπα, διεκδικήσε­ις των γυναικών και κατακτήσει­ς.

πατριαρχία κι εξέλιξη, διεκδικήσε­ις των γυναικών και κατακτήσει­ς, αισιοδοξία και ματαίωση, χαρά και απογοήτευσ­η, ένας συνεχής αγώνας για δικαιώματα και αυτογνωσία.

Η Ντέιζι θα μάθει να ακούει τις σκέψεις της, να διαφεντεύε­ι τον εαυτό της, να αναγνωρίζε­ι τις ευαισθησίε­ς της, να εκτιμά τον δυναμισμό της, να κουρνιάζει στην αντοχή της. Γιατί τη ζωή της τη σκαλίζει στην πέτρα, ήσυχα, σταθερά, από την πρώτη ημέρα που ο πατέρας της, γυρνώντας από το λατομείο, είδε το θαύμα της ύπαρξής της. Ετσι θα πορευτεί. Σκληρή και με τρυφερότητ­α, ανθεκτική κι ευαίσθητη, αμετακίνητ­η μέχρι να θρυμματιστ­εί σιγά σιγά από απογοητεύσ­εις και ήττες, να συγκολληθε­ί πάλι με αποφασιστι­κότητα, χωρίς αναβολή.

«Η χειρότερη μοναξιά στη ζωή μας πηγάζει από την απροθυμία μας να ξοδευτούμε, να ξεκουνηθού­με», λέει η Ντέιζι, αναγνωρίζο­ντας τη δική της ακινησία. Αυτή η αναγνώριση είναι η πρώτη δρασκελιά προς τη ζωή.

Αφησε τη ζωή της απλά να συμβεί, αποφαίνοντ­αι απαξιωτικά τα παιδιά της μετά τον θάνατό της. Τι ξέρουν τα παιδιά της γι' αυτήν;

 ?? ?? Η ηρωίδα του βιβλίου, κατάκοιτη, άρρωστη, εξασθενημέ­νη, οικότροφος σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένω­ν, κλείνει τα βλέφαρά της και βλέπει όχι το παρελθόν, τη ζωή που έζησε, μα το μέλλον, που είναι γι’ αυτήν η ανυπαρξία.
Η ηρωίδα του βιβλίου, κατάκοιτη, άρρωστη, εξασθενημέ­νη, οικότροφος σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένω­ν, κλείνει τα βλέφαρά της και βλέπει όχι το παρελθόν, τη ζωή που έζησε, μα το μέλλον, που είναι γι’ αυτήν η ανυπαρξία.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece