Το μη μισθολογικό κόστος παραμένει σε υψηλά επίπεδα
«Η πλειονότητα των επιχειρήσεων βλέπει την προοπτική βελτίωσης των μισθών, αλλά αυτή θα πρέπει να είναι διατηρήσιμη μακροπρόθεσμα, να συμβαδίζει με την ανταγωνιστικότητα. Οι καλύτεροι μισθοί δεν νομοθετούνται. Θα πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να παραγάγουμε καλύτερους μισθούς χωρίς να χάσουμε σε ανταγωνιστικότητα, και ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων πρέπει να γίνει σε αυτή τη βάση. Να μην περιορίζεται στον ελάχιστο μισθό, αλλά στο πώς θα βελτιώσουμε την ευελιξία, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα». Με αυτό το σχόλιο, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Παπαλεξόπουλος παρενέβη στη συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, που έχει ανοίξει με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, όταν ρωτήθηκε σχετικά κατά την παρουσίαση της ετήσιας έρευνας γνώμης των επιχειρήσεων «Ο σφυγμός του επιχειρείν».
Στην έρευνα που παρουσίασε ο γενικός διευθυντής του ΣΕΒ, Γιώργος Ξηρογιάννης, η αύξηση των πραγματικών διαθέσιμων εισοδημάτων και οι δράσεις στήριξης των εργαζομένων καταγράφονται ως οι πλέον σημαντικές αλλαγές για τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος, ενώ η φορολόγηση της εργασίας ως σοβαρό εμπόδιο για τη βελτίωση των απολαβών και παράγοντας που δυσχεραίνει την προσέλκυση και τη διατήρηση του ανθρώπινου δυναμικού, από το 84% των επιχειρήσεων. Το πρόβλημα του μη μισθολογικού κόστους, όπως το περιέγραψε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, αφορά τα μεσαία στελέχη οργανωμένων επιχειρήσεων και θα πρέπει το αρμόδιο υπουργείo να βρει τον βέλτιστο τρόπο για να περιορίσει αυτό το δυσανάλογο φορολογικό βάρος.
Το 67% των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την έρευνα του ΣΕΒ, αναγνωρίζει την ανάγκη βελτίωσης των αποδοχών ως προϋπόθεση βελτίωσης του εργασιακού περιβάλλοντος, ενώ το 69% θεωρεί δεδομένη την εκτεταμένη καθημερινή εργασία με τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο, ελάχιστες επενδύουν (μόλις 12%) ή σκοπεύουν να επενδύσουν (20%) στην τεχνητή νοημοσύνη. Οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν επίσης ότι τα ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο μέλλον, αλλά δεν τα εντάσσουν στη στρατηγική τους (40%),
ενώ ένα ποσοστό 52% δεν είναι καν ενημερωμένο για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Στην έρευνα διαπιστώνεται ότι οικονομία και επιχειρήσεις βρίσκονται σε τροχιά βελτίωσης. Μάλιστα, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τη δική τους οικονομική πορεία βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο τους από το 2017 (53%). Μία στις δύο επιχειρήσεις αύξησε τον τζίρο το 2023 (το υψηλότερο ποσοστό περιόδου
των επιχειρήσεων θεωρεί σοβαρό εμπόδιο για τη βελτίωση των απολαβών τη φορολόγηση της εργασίας.
Θα πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να παραγάγουμε καλύτερους μισθούς χωρίς να χάσουμε σε ανταγωνιστικότητα.
2017-2023) και το ίδιο εκτιμάται και για το 2024. Για πρώτη φορά επίσης οι θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της χώρας και της οικονομίας υπερβαίνουν τις αρνητικές (28% vs 23%). Το σταθερό φορολογικό πλαίσιο και το ενεργειακό κόστος αναδεικνύονται από τις επιχειρήσεις ως οι τομείς που χρήζουν κατά προτεραιότητα βελτιώσεις. Οι μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν και την κρίσιμη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, είναι η κατηγορία που σύμφωνα με την έρευνα εμφανίζεται αντιμέτωπη με τις πιο σοβαρές προκλήσεις παρότι η πορεία διαφαίνεται θετική.
Το 52% των επιχειρήσεων κρίνει πως η μείωση του κόστους ενέργειας αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της βιώσιμης ανάπτυξης και το 75% κρίνει ότι η πολιτεία θα πρέπει να παρέμβει στο ζήτημα.