«Η Τουρκία δεν πέτυχε τους στόχους της στα Ιμια»
Η αποστολή στρατευμάτων και ο ρόλος της διπλωματίας
Από τις πρώτες μέρες της κρίσης οι αμερικανικές δυνάμεις παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Ο υπεύθυνος της αμερικανικής διπλωματίας για τα θέματα Ευρώπης, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ βρισκόταν σε ανοικτή γραμμή με τα υπουργεία Εξωτερικών των δύο χωρών. «Τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ τον γνώριζα ήδη από τις προηγούμενες συνεργασίες μας», λέει ο Οϊμέν. «Κατά τις 3.00 τα ξημερώματα (31 Ιανουαρίου) μου τηλεφώνησε και είπε, “ακούσαμε ότι τα τουρκικά στρατεύματα πρόκειται να αποβιβαστούν στο Καρντάκ, είναι αλήθεια; Γιατί μια τέτοια πράξη δημιουργεί πραγματικά μια σοβαρή κατάσταση”. Του απάντησα “έχετε λάθος πληροφορία”. “Τώρα είμαι ανακουφισμένος”, μου λέει και του απαντώ: “Μην ανακουφίζεστε γιατί τα στρατεύματά μας είναι ήδη εκεί. Δεν σχεδιάζουν να αποβιβαστούν, αλλά είναι ήδη εκεί, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα επίλυσης του προβλήματος μέσω της διπλωματίας και ο μόνος τρόπος για να πείσουμε την ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει τα στρατεύματά της είναι να πάρει πίσω τη σημαία της”.
»Στην άλλη πλευρά της γραμμής, προφανώς ήταν και ο Θ. Πάγκαλος. Είχαμε 4 ή 5 τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Χόλμπρουκ. Στο τέλος της νύχτας, ο Χόλμπρουκ μας είπε, “σε περίπτωση που τα ελληνικά στρατεύματα αποσυρθούν και η ελληνική
σημαία απομακρυνθεί, η τουρκική κυβέρνηση θα είναι έτοιμη να πάρει πίσω τα στρατεύματά της και την παρουσία της;”».
Μία ώρα νωρίτερα (02.00), ο Ελληνας πρέσβης ειδοποιείται για την αποβίβαση των τουρκικών ειδικών δυνάμεων στη δυτική βραχονησίδα. Οπως εξιστορεί, «στις 2 το πρωί με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής του γραφείου Τύπου, κ. Στεφανόπουλος και με ενημέρωσε σχετικά, οπότε πήρα τηλέφωνο τους υπόλοιπους συνεργάτες, τους εξήγησα την κατάσταση και τους έφερα όλους στην πρεσβεία».
Στο τουρκικό επιτελείο οι συνεδριάσεις είναι συνεχείς, ο Οϊμέν βρίσκεται στο επίκεντρο των επαφών. «Εκείνες τις ώρες μίλησα με τον υπουργό και με τους ανωτέρους μου, οι οποίοι τόνισαν ότι αυτή ήταν η αρχική μας θέση, δηλαδή η απόσυρση των δυνάμεων και των σημαιών», αναφέρει στην αφήγησή του στην «Κ». «Δεν ήταν στις προθέσεις μας να εισβάλουμε σε κανένα νησί ή να στείλουμε στρατεύματα σε κάποιο νησί της περιοχής αυτής. Αλλά αναγκαστήκαμε από τους Ελληνες να προβούμε σε μια τέτοια ενέργεια», υποστηρίζει.
Σύμφωνα με τον Τούρκο διπλωμάτη, «από τις πρώτες ώρες της επόμενης ημέρας (1η Φεβρουαρίου) είχαμε επιστρέψει στην προηγούμενη κατάσταση στα Καρντάκ, δεν υπήρξε καμία περαιτέρω αντιπαράθεση και κανένα πρόβλημα, ενώ οι Ελληνες απέσυραν τα στρατεύματά τους και εμείς πήραμε πίσω τα δικά μας. Οπότε, δεν υπήρχε πλέον τοποθετημένη η ελληνική σημαία και αυτό μας επανέφερε στο “status quo ante”».
Το ελικόπτερο «Π.Ν. 21» και η θυσία των τριών ιπταμένων
Η κρίση των Ιμίων σημαδεύτηκε από την απώλεια των τριών μελών του πληρώματος του ελικοπτέρου «Π.Ν. 21», των υποπλοιάρχων Χριστόδουλου Καραθανάση και Παναγιώτη Βλαχάκου και του αρχικελευστή Εκτορα Γιαλοψού. Ο επίτιμος πρέσβης Οϊμέν και πρώην επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας σημειώνει: «Η πτώση του ελικοπτέρου ήταν προφανώς ένα ατύχημα. Λυπούμαστε πολύ για τους πιλότους, για τις οικογένειές τους και για την ελληνική κυβέρνηση. Η κατανόηση του συμβάντος και οι πληροφορίες που έχουμε είναι ότι πρόκειται για ατύχημα. Συνέβη κατά τη διάρκεια της νύχτας και πιθανόν να είχαν προβλήματα με τον εξοπλισμό νυχτερινής όρασης. Δεν ξέρω περισσότερα καθώς δεν έχουμε αναφορά για το ατύχημα από την ελληνική πλευρά, αλλά αυτή η κρίση ήταν μια περιττή κατάσταση και είναι κρίμα που οι τρεις αεροπόροι έχασαν τη ζωή τους». Στο ερώτημα
της αντίδρασης στην είδηση της πτώσης του ελικοπτέρου, ο κ. Νεζερίτης δήλωσε πως επιθυμεί να μην τοποθετηθεί.
Στη συνέχεια της συζητήσεως, ο Τούρκος πρώην υφυπουργός Εξωτερικών ερωτάται αν είχε δοθεί εντολή στους στρατιώτες να προσβάλουν ή να καταρρίψουν τα ελληνικά πτητικά μέσα: «Το ελικόπτερο δεν καταρρίφθηκε. Δεν είχαμε τέτοια πολιτική, ούτε τέτοια πρόθεση και φυσικά δεν δόθηκαν τέτοιες οδηγίες στους στρατιώτες μας».
Η αποκλιμάκωση και η απόσυρση των στρατευμάτων
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών, η πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό της Τουρκίας και η κυβερνητική αδυναμία της Τσιλέρ, που οδήγησε τον Ιούνιο του 1996 σε συνασπισμό με τον Νετσμετίν Ερμπακάν, συνηγόρησαν στην εξωτερίκευση της έντασης στο Αιγαίο.
Ο Οϊμέν απορρίπτει αυτήν την εκδοχή και υποστηρίζει: «Δεν ήταν τουρκική πρωτοβουλία αυτή η κρίση, δεν δημιουργήσαμε εμείς την κρίση και προσπαθήσαμε να την επιλύσουμε μέσω της διπλωματίας από την πρώτη μέρα. Αλλά η κ. Τσιλέρ ανέφερε στο τέλος πως τα ελληνικά στρατεύματα θα αποσυρθούν και θα πάρουν πίσω την ελληνική σημαία. Αυτό ήταν λοιπόν αυτό που είπε. Αλλά ξαναλέω πως η τουρκική κυβέρνηση δεν ήταν ο εμπνευστής αυτής της κρίσης και αυτού του προβλήματος».
«Ειλικρινά μιλώντας», συμπληρώνει ο Τούρκος διπλωμάτης, «δεν περίμενα έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας, γιατί ήμουν αρκετά σίγουρος ότι οι Ελληνες θα αντιλαμβάνονταν πως η Τουρκία είναι αποφασισμένη, και έκαναν αυτό που περιμέναμε να κάνουν, δηλαδή απέσυραν τα στρατεύματά τους και τη σημαία τους και έτσι δεν δημιουργήσαμε κανένα πρόσθετο πρόβλημα στον Τύπο ή στην κοινή γνώμη. Επομένως, η εκτίμησή μου είναι ότι επρόκειτο για μια σοβαρή κρίση εκείνη τη στιγμή, η οποία τώρα έχει τελειώσει».
Στη δική του εκτίμηση για τη βαρύτητα της κρίσης των Ιμίων, ο κ. Νεζερίτης αξιολογεί την κατάσταση ως «αρκούντως σοβαρή», υπογραμμίζοντας: «Κοιτάξτε, βρεθήκαμε αρκετά κοντά στον πόλεμο και οι στιγμές ήταν κρίσιμες, αλλά κατά τη γνώμη μου, δεν θα γινόταν ένας ολοκληρωτικός πόλεμος. Οι Τούρκοι επιδίωκαν να γίνει μια τοπική σύρραξη, να βουλιάξουν κάνα δυο καράβια, να σκοτωθούν γύρω στα εκατό άτομα, καθώς οι Τούρκοι δεν τους λογαριάζουν πολύ τους ανθρώπους και μετά να ασκηθούν πιέσεις προς τις δύο πλευρές για συνομιλίες».
Οι σχέσεις Ελλάδος Τουρκίας στη «μετα-Ιμια» εποχή
Ολοκληρώνοντας τις συζητήσεις με τους δύο διπλωμάτες, ο κ. Οϊμέν τονίζει πως η κρίση των Ιμίων δεν έληξε στο Αιγαίο, αλλά μεταφέρθηκε στη διπλωματική σκακιέρα. «Κοιτάξτε, μετά το πέρας
της κρίσης, οι Ελληνες συνέχιζαν να δημιουργούν προβλήματα, καθώς αποφάσισαν να μπλοκάρουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση τη βοήθεια που έπρεπε να παρασχεθεί στην Τουρκία για να αντισταθμίσει την τελωνειακή ένωση. Ετσι, δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση, ένα νέο πρόβλημα μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, το οποίο διήρκεσε αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ελληνας πρέσβης που χειρίστηκε την κρίση και τις σχέσεις των δύο κρατών μετά το πέρας αυτής τονίζει στην «Κ»: «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από την εποχή των Ιμίων ήταν μονίμως πια κακές. Ημασταν σε μια περίοδο συνεχούς κρίσεως, καθώς μετά τα Ιμια εμφανίστηκε η πολιτική των γκρίζων ζωνών. Τα τέσσερα χρόνια που παρέμεινα στην Τουρκία οι σχέσεις των δύο χωρών πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι η Τουρκία δεν πέτυχε τον επιδιωκόμενο στόχο της στα Ιμια, δηλαδή μια διαπραγμάτευση Ελλάδας - Τουρκίας για το καθεστώς του Αιγαίου».
«Συνοψίζοντας, το συμπέρασμα που λάβαμε», αναφέρει ο Τούρκος διπλωμάτης, «είναι ότι όλοι θα πρέπει να παίρνουν μαθήματα από τέτοιες κρίσεις και να συνειδητοποιήσουν ότι ο μόνος τρόπος για να λυθούν τα τουρκοελληνικά προβλήματα δεν είναι μέσω τετελεσμένων γεγονότων ή μέσω προκλήσεων και επιθέσεων, αλλά να δημιουργηθεί μια καλύτερη ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο χωρών μέσω του διαλόγου, ενώ η συμφιλίωση Τουρκίας και Ελλάδας μπορεί να έρθει και μέσω της βοήθειας του εκάστοτε γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ».
«Το ελικόπτερο δεν καταρρίφθηκε. Δεν είχαμε τέτοια πολιτική, ούτε τέτοια πρόθεση και φυσικά δεν δόθηκαν τέτοιες οδηγίες στους στρατιώτες μας», λέει ο Τούρκος διπλωμάτης.