Τα μυστικά ενός χαρισματικού πλαστογράφου
Θεωρείται ένας από τους πιο δεινούς πλαστογράφους παγκοσμίως. Επί τέσσερις δεκαετίες κατόρθωνε να παραπλανά ειδικούς και διεθνείς οίκους δημοπρασιών μιμούμενος την τεχνική κορυφαίων καλλιτεχνών όπως ο Μαξ Ερνστ και ο Φερνάν Λεζέ. Ωσπου προδόθηκε από μια απροσεξία. Χρησιμοποίησε τη λάθος μπογιά και αποκαλύφθηκε η δράση του. Το 2011, έπειτα από δίκη 40 ημερών, ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Μπελτράκι καταδικάστηκε σε κάθειρξη έξι ετών. Σήμερα παράγει τα δικά του έργα. «Η φυλακή είναι φρικτή», λέει στην «Κ». «Μετανιώνω για τα πλαστά, αλλά δεν μετανιώνω για τη ζωή μου».
Επικοινωνήσαμε μαζί του με αφορμή τις διαδοχικές υποθέσεις πλαστογραφίας έργων τέχνης που αποκαλύφθηκαν στη χώρα μας. Μετά την καταδίκη του και την αποφυλάκισή του ο Μπελτράκι μιλάει εδώ και χρόνια ανοιχτά για το παρελθόν, τις μεθόδους και τις επιλογές του. «Εάν κάποιος ζωγράφος με ενδιέφερε, τον ερευνούσα. Θα ήταν εύκολο να αναπαραγάγω έναν πίνακα που ήδη υπήρχε. Με ενδιέφερε περισσότερο όμως να μελετήσω όλο το σώμα του έργου του και την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη. Μόνο με αυτή τη γνώση μπορείς να δημιουργήσεις έναν νέο πίνακα που θα μπορούσε να είχε φιλοτεχνήσει και εκείνος», εξηγεί. «Πρέπει να είσαι την ίδια στιγμή πολύ καλός ζωγράφος, ιστορικός τέχνης και συντηρητής».
Για συνεργό είχε τη σύζυγό του, Ελεν, η οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Κάθε πίνακας υποτίθεται ότι προερχόταν από τη συλλογή του παππού της. Επρεπε να
συνοδεύεται από κάποια αληθοφανή ιστορία για να πείσει και να διακινηθεί πιο εύκολα στην αγορά. «Δεν πουλούσαμε ποτέ σε ιδιώτες. Οι πελάτες μας ήταν μόνο ειδικοί από τον χώρο της τέχνης και οίκοι δημοπρασιών, μόνο οι μεγαλύτεροι εξ αυτών. Κανένας φτωχός συνταξιούχος άλλωστε δεν έχει τα χρήματα για να αγοράσει πίνακες που στοιχίζουν εκατομμύρια», αναφέρει ο Μπελτράκι. Λέει ότι στα πρώτα του βήματα βελτίωνε αυθεντικούς πίνακες που δεν ήταν καλής ποιότητας ώστε να είναι πιο ελκυστικοί σε ενδιαφερόμενους αγοραστές. Αργότερα φιλοτεχνούσε εξαρχής τους πίνακες. «Μπορώ να ζωγραφίζω με όλες τις τεχνικές, κάθε εποχής», τονίζει. Τα πρώτα ψευδεπίγραφα δημιουργήματά του ήταν πίνακες του 17ου αιώνα. Καθώς ήταν πιο δύσκολο για τον ίδιο να προμηθευτεί υλικά τα οποία θα παρέπεμπαν σε εκείνη τη χρονική περίοδο αποφάσισε να επικεντρωθεί σε έργα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Οπως υπογραμμίζει, ήταν πιο εύκολο να βρει καμβάδες και χρώματα που αντιστοιχούσαν σε εκείνα τα χρόνια.
Η δράση του αποκαλύφθηκε όταν σε υποτιθέμενο πίνακα του 1914 βρέθηκαν ίχνη χρώματος τα οποία δεν είχαν χρησιμοποιηθεί από τον καλλιτέχνη που πλαστογραφούσε. Ο Μπελτράκι λέει στην «Κ» ότι συνήθιζε να φτιάχνει τις δικές του μπογιές, αλλά για εκείνο το έργο είχε επιλέξει ένα έτοιμο δείγμα. Ο κατασκευαστής δεν ανέφερε επακριβώς όλα τα συστατικά που περιείχε η μπογιά. Μόλις ο πίνακας κίνησε υποψίες, ερευνήθηκε σε βάθος και έγινε αντιληπτό ότι δεν ήταν αυθεντικός.
Εμπειροι συλλέκτες, καθώς και ιστορικοί τέχνης που έχουν μιλήσει στην «Κ», τονίζουν ότι η πλαστογραφία, πέρα από το σκέλος της οικονομικής εξαπάτησης, ζημιώνει κυρίως την πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου. Αλλοιώνει το έργο ενός καλλιτέχνη, καθώς σε αυτό εισέρχονται και άλλα ψευδεπίγραφα δημιουργήματα, βρίσκουν μια θέση στη διεθνή αγορά που δεν τους ανήκει. Θέτουμε το ερώτημα στον Μπελτράκι. Δεν συμφωνεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις το κοινό επιχείρημα που συνήθως ασπάζονται και άλλοι πρώην πλαστογράφοι, είναι ότι η τέχνη «εμπλουτίζεται» με τις δικές τους δημιουργίες.
Τον ρωτάμε εάν νιώθει ότι η δική του υπογραφή όλα αυτά τα χρόνια εξαφανίστηκε. Επί δεκαετίες άλλωστε παρήγε έργα που αποδίδονταν σε άλλους, ακολουθούσε δικές τους τεχνοτροπίες. «Γεννήθηκα ζωγράφος και θα πεθάνω ζωγράφος», λέει. «Οι υψηλές τιμές πώλησης των έργων που δημιουργώ πλέον είναι μια ένδειξη ότι η δική μου τέχνη δεν έχει εξαφανιστεί καθόλου».
Ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Μπελτράκι , που καταδικάστηκε σε κάθειρξη έξι ετών για πλαστογραφία διάσημων πινάκων και φυλακίστηκε, μιλάει στην «Κ» – Προδόθηκε από λάθος μπογιά.