Πιο βιώσιμο το χρέος έπειτα από την «έξοδο» στις αγορές
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έφερε μακροπρόθεσμους επενδυτές
Η τιμολόγηση της έκδοσης του νέου δεκαετούς ελληνικού ομολόγου, η οποία και έγραψε «ιστορία» για τη χώρα, απέδειξε έμπρακτα ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έχει ήδη κάνει, μέσα σε λίγους μήνες, το ελληνικό χρέος πιο βιώσιμο, ενώ επισφράγισε παράλληλα την παρουσία νέων, ποιοτικών και μακροπρόθεσμων επενδυτών, με τη συμμετοχή αυτών που ονομάζονται «real money investors» να είναι 50% μεγαλύτερη από ό,τι σε εκδόσεις του ελληνικού Δημοσίου προ επενδυτικής βαθμίδας.
Αυτό οφείλεται τόσο στην ενισχυμένη εικόνα της Ελλάδας, όσο και στη γενικότερη τάση που κυριαρχεί από τις αρχές του έτους, οπότε οι επενδυτές, έχοντας και μεγάλη ρευστότητα στα χαρτοφυλάκιά τους όπως κάθε Ιανουάριο, έχουν επιδοθεί σε ένα κυνήγι αποδόσεων πριν ξεκινήσει ο κύκλος μείωσης των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ο Ιανουάριος «έγραψε» ιστορικό ρεκόρ στις εκδόσεις ομολόγων στην Ευρώπη –καθώς και
διεθνώς– αλλά και στη ζήτηση των επενδυτών, και η Ελλάδα έβαλε το δικό της λιθαράκι σε αυτή την εξέλιξη.
Συνολικά εκδόθηκαν ομόλογα ύψους 351 δισ. ευρώ στην πρωτογενή αγορά της Ευρώπης, με τους επενδυτές να προσφέρουν σχεδόν 1,9 τρισ. ευρώ. Οι κρατικές εκδόσεις πρωταγωνίστησαν με 124 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, με τα μεγαλύτερα βιβλία προσφορών να συγκεντρώνουν η Ιταλία (147 δισ. ευρώ σε διπλή έκδοση - νέο 7ετές ομόλογο και άνοιγμα 30ετούς), η Ισπανία (138 δισ. ευρώ για το 10ετές), η Γαλλία (98 δισ. ευρώ σε 25ετές πράσινο ομόλογο), το Βέλγιο (75 δισ. ευρώ για το 10ετές), η Γερμανία (74 δισ. ευρώ στο 30ετές), ενώ το βιβλίο προσφορών της Ελλάδας (35 δισ. ευρώ) ήταν το έκτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη (σε ό,τι αφορά κρατικούς εκδότες) τον Ιανουάριο. «Είδαμε πολύ ισχυρή ζήτηση για τις εκδόσεις ομολόγων έως τώρα παρά το σημαντικό ποσό που έχει εκδοθεί, και αυτό εξηγεί εν μέρει την πολύ καλή επίδοση της ελληνικής έκδοσης. Ωστόσο, παράλληλα, τα ρεκόρ που πέτυχε
το ελληνικό Δημόσιο στην πρώτη έξοδο για το έτος αποδεικνύουν ότι πλέον υπάρχουν πολύ περισσότεροι επενδυτές που νιώθουν άνετα να αγοράσουν Ελλάδα», όπως επισημαίνει στην «Κ» ο επικεφαλής αναλυτής της αγοράς ομολόγων της Danske Bank, Τζενς Πίτερ Σόρενσεν.
Αξίζει να σημειώσουμε πως το μέγεθος του νέου ελληνικού 10ετούς (4 δισ. ευρώ), το βιβλίο προσφορών (35 δισ. ευρώ) και η διαμόρφωση του spread (+80 μονάδες βάσης πάνω από το μέσω swap του ευρώ και 119 μ.β. πάνω από το δεκαετές γερμανικό ομόλογο) ήταν από τα καλύτερα που έχει πετύχει ποτέ το ελληνικό Δημόσιο.
Ισως το πιο σημαντικό από όλα είναι η τιμολόγηση. Κατ' αρχάς, η Ελλάδα πλήρωσε το χαμηλότερο premium νέας έκδοσης που έχει πληρώσει ποτέ, στις 5 μονάδες βάσης μόλις, και ανάλογο με αυτό που πλήρωσαν άλλες χώρες όπως η Ιταλία και
το Βέλγιο, και παρά το γεγονός ότι βγήκε στις αγορές μετά τις υπόλοιπες χώρες, στα τέλη του μήνα – αντί στα μέσα που συνήθως έκανε πρεμιέρα για το έτος το ελληνικό Δημόσιο.
Επιπλέον, η αρχική τιμολόγηση ήταν στις 85 μονάδες βάσης πάνω από το mid swap, η οποία μειώθηκε τελικά στις 80 μονάδες βάσης, ενώ διαμορφώθηκε στις 119,3 μονάδες βάσης πάνω από το δεκαετές γερμανικό ομόλογο. Αν συγκριθεί με το πιο πρόσφατο δεκαετές, αυτό που εκδόθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2023, η διαφορά, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην επενδυτική βαθμίδα, είναι τεράστια.
Το δεκαετές του 2023 είχε εκδοθεί με spread στις 165 μονάδες βάσης πάνω από το mid swap (έναντι 175 μ.β. που ήταν το αρχικό) και 220,5 μ.β. πάνω από το γερμανικό δεκαετές. Κοιτάζοντας την απόδοση αυτή καθαυτή, διαμορφώθηκε στο 3,478%. Και αυτή τη φορά, χάρη και στην ενεργή στρατηγική διαχείρισης χαρτοφυλακίου που έχει εφαρμόσει ο ΟΔΔΗΧ τα τελευταία χρόνια, καταφέρνοντας να υπερ-αντισταθμίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο (overhedging), το πραγματικό κόστος για το ελληνικό Δημόσιο από τη νέα έκδοση διαμορφώνεται πολύ χαμηλότερα από το 2,5%.
Η Ελλάδα πλήρωσε το χαμηλότερο premium νέας έκδοσης που έχει πληρώσει ποτέ στο νέο δεκαετές.