Πως έγινε η «καρδιά» του νομισματικού συστήματος
Επί αιώνες, χρυσός και ασήμι αποτελούσαν την εγγύηση της αξίας των περισσότερων νομισμάτων, είτε άμεσα, όταν αποτελούσαν την πρώτη ύλη για την κατασκευή τους, είτε έμμεσα, όταν τα χάρτινα τραπεζογραμμάτια μπορούσαν να μετατραπούν σε ορισμένα γραμμάρια μετάλλου. Ο φοίνικας του Καποδίστρια περιλάμβανε 3,747 γραμμάρια ασήμι.
Η δραχμή του Οθωνα ορίστηκε επίσης σε ασήμι, ενώ αυτή τη φορά εκδόθηκαν και λίγα χρυσά εικοσάδραχμα και σαραντάδραχμα. Τα χάρτινα τραπεζογραμμάτια της Εθνικής Τράπεζας, που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1842, ήταν εξαργυρώσιμα σε τέτοιες μεταλλικές δραχμές.
Χρυσός και ασήμι συνυπήρχαν διεθνώς και έως τα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσαν αρμονικά σε ένα διμεταλλικό σύστημα. Η τελική επικράτηση του χρυσού αποτελεί μάλλον σύμπτωση παρά ιστορική αναγκαιότητα. Κάτι το γεγονός ότι η πρωτοπόρος Αγγλία είχε –λόγω μιας παλαιότερης σύμπτωσης– καταλήξει στον χρυσό, κάτι η ήττα των Γάλλων από τους Γερμανούς το 1870, που συνοδεύτηκε από μεγάλες αποζημιώσεις σε χρυσό, κάτι η απόφαση των Γερμανών να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Αγγλων – στα τέλη του 19ου αιώνα οι περισσότερες χώρες βρέθηκαν δεμένες στο άρμα του χρυσού.
Tον Μάιο του 1928, η νεοσύστατη κεντρική τράπεζα ανέλαβε τότε την υποχρέωση να ανταλλάσσει τα τραπεζογραμμάτια δραχμών με αγγλικό συνάλλαγμα, σε σταθερή ισοτιμία 375 δραχμές ανά στερλίνα.
Γιατί στερλίνες και όχι χρυσές λίρες; Διότι τα 4/5 των διαθεσίμων της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως και των άλλων τραπεζών του Μεσοπολέμου, τηρούνταν σε συνάλλαγμα, όχι σε ράβδους χρυσού. Σε αντίθεση με τον χρυσό, που απαιτεί ακριβά θησαυροφυλάκια, οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα δεν έπιαναν χώρο, ενώ απέδιδαν και τόκους. Ετσι, οι κεντρικές τράπεζες περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα, δεν αγόραζαν τόσο χρυσό, όσο συνάλλαγμα από χώρες με μετατρέψιμα νομίσματα, όπως ήταν η Αγγλία, οι ΗΠΑ και η Ελβετία.
Η ιδέα ήταν καλή, υπό την προϋπόθεση ότι καμία από αυτές τις χώρες δεν θα υποτιμούσε το δικό της νόμισμα. Αυτό ακριβώς συνέβη τον Σεπτέμβριο του 1931, όταν η Αγγλία, κάτω από το βάρος της Μεγάλης Υφεσης, εγκατάλειψε τον κανόνα χρυσού. Εκείνη τη μέρα, η Τράπεζα της Ελλάδος, που διατηρούσε σημαντικά ποσά σε στερλίνες, έχασε σημαντικό μέρος των διαθεσίμων της.
Εκτοτε το πάθημα έγινε μάθημα, και τη δεκαετία του 1930 η Τράπεζα φρόντισε όχι μόνο να αποκαταστήσει τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, αλλά και να αυξήσει το ποσοστό που τηρούσε σε ατόφιο χρυσάφι. Πολλά από αυτά τηρούνταν στο εξωτερικό, για να μπορούν να αντιμετωπίσουν έκτακτες ανάγκες. Το ίδιο ισχύει και σήμερα.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο χρυσός κατέληξε να βαθαίνει την κρίση και να δημιουργεί προβλήματα στις οικονομίες των χωρών. Πάντα διορατικός, το 1924 ο Κέινς είχε αποκαλέσει τον κανόνα χρυσού «βάρβαρο απολίθωμα». Κι όμως, το 1944, στο συνέδριο του Bretton Woods, ο ίδιος συμφώνησε να τεθεί στην καρδιά του μεταπολεμικού νομισματικού συστήματος: οι χώρες θα σταθεροποιούσαν τα νομίσματά τους σε όρους δολαρίου, αλλά η Αμερική θα σταθεροποιούσε το δολάριο σε όρους χρυσού. Υπό μία έννοια, το μεταπολεμικό σύστημα αποτελούσε μια βελτιωμένη εκδοχή του μεσοπολεμικού κανόνα χρυσού-συναλλάγματος, με το δολάριο στον ρόλο της στερλίνας. Οπως και
στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, μάλιστα, οι περισσότερες χώρες συνέχισαν έως το 1970 να συγκεντρώνουν χρυσό στα θησαυροφυλάκιά τους. Θεωρητικά, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν λόγο να το κάνουν αυτό· πρακτικά, το έκαναν όλοι.
Γιατί αυτή η εμμονή με το κίτρινο μέταλλο; Μέρος της απάντησης είναι σίγουρα η εμπιστοσύνη. Ή, μάλλον, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητα των τότε κυβερνήσεων να διασφαλίζουν την αξία του χρήματος. Ενα χρυσό νόμισμα έχει σταθερή αξία. Ενα κομμάτι χαρτί, μάλλον όχι. Συνεπώς, ένα χαρτονόμισμα που εκδίδει μια κυβέρνηση έχει αξία μόνο αν μετατρέπεται σε χρυσό. Μετά την κατάρρευση του Bretton Woods, τη δεκαετία του 1970, πολλοί οικονομολόγοι προέβλεπαν ανεξέλεγκτη άνοδο του πληθωρισμού.
Η άνοδος ήρθε, αλλά δεν ήταν ανεξέλεγκτη. Στις περισσότερες χώρες, οι κυβερνήσεις έμαθαν να αποφεύγουν τις σειρήνες του πληθωρισμού και να διατηρούν την αξία των νομισμάτων τους, χωρίς να δένουν τα χέρια τους σε ένα χρυσό κατάρτι.
Η σημασία του χρυσού άλλαξε, αλλά δεν εξαλείφθηκε. Αντί για κάλυμμα της κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων, ο χρυσός σήμερα αποτελεί ένα ακόμα περιουσιακό στοιχείο, μέρος του χαρτοφυλακίου στο ενεργητικό
Σήμερα δεν αποτελεί πλέον μέσο συναλλαγών, αλλά καταφύγιο αξίας σε συνθήκες αβεβαιότητας και κρίσης.
της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο της επιτρέπει να ανταποκρίνεται σε διαφορετικές συνθήκες και απαιτήσεις. Για τους πολίτες, δεν αποτελεί πλέον μέσο συναλλαγών, αλλά καταφύγιο αξίας σε συνθήκες αβεβαιότητας και κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι η ζήτηση χρυσού εκτοξεύθηκε την περίοδο της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Αξίζει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι παρόμοια φαινόμενα δεν έχουν παρατηρηθεί ούτε μετά την πρόσφατη άνοδο του πληθωρισμού διεθνώς, η οποία αποδίδεται όχι σε λάθη της οικονομικής πολιτικής ή σε αυξημένη ζήτηση, αλλά σε εξωγενείς κλυδωνισμούς, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η άνοδος της τιμής των καυσίμων. Αυτό καταδεικνύει τη σταθερότητα των πληθωριστικών προσδοκιών των πολιτών και την αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών.