Τι σας κάνουν να μισείτε σήμερα;
Στις 4 Φεβρουαρίου του 2004, είκοσι χρόνια και έξι ημέρες πριν, δύο φοιτητές του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ ανέβασαν ένα καινούργιο σάιτ στο Ιντερνετ με το όνομα thefacebook.com. Ποιος φανταζόταν αυτό που θα ακολουθούσε; Οχι αυτοί οι πιτσιρικάδες, σχεδόν σίγουρα. Και οπωσδήποτε όχι οι αθώοι κι ανέμελοι πολίτες του κόσμου, που σιγά σιγά άρχισαν να γράφονται μέλη στο Facebook και τα επόμενα δωρεάν «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» που ακολούθησαν, ανεβάζοντας τις φωτογραφίες, τις εμπειρίες και τις σκέψεις τους για να τις βλέπουν όλοι. Η τεχνολογία θα μας έφερνε πιο κοντά, νομίζαμε τότε, μέσα από τις οθόνες των υπολογιστών μας και, αργότερα, στα κινητά που βάλαμε όλες και όλοι στις τσέπες μας. Ξαφνικά όλοι οι άνθρωποι του κόσμου ήταν ένα friend request μακριά και το απόσταγμα των σκέψεων και των εμπειριών του παγκόσμιου χωριού ήταν προσβάσιμο από σχεδόν τους πάντες. Θεωρητικά.
Γιατί στην πράξη αρκετά γρήγορα έγινε προφανές ότι η χρήση αυτών των δωρεάν εργαλείων δεν ήταν ακριβώς «δωρεάν». Εμείς δίναμε στοιχεία, δεδομένα, εικόνες, φωτογραφίες, αγορές, προτιμήσεις, ημερομηνίες και σχέσεις κι αυτά τα χρησιμοποιούσαν για να μας δείχνουν όσο πιο αποτελεσματικές, «στοχευμένες» διαφημίσεις γινόταν για να μας πουλάνε όσο το δυνατό περισσότερα πράγματα. Δεν ήμασταν οι χρήστες της δωρεάν υπηρεσίας. Ημασταν το προϊόν. Και μετά έγινε και κάτι άλλο οδυνηρά σαφές. Τα εργαλεία αυτά δεν ήταν πια απλές «πλατφόρμες». Δεν τους αρκούσε να μπαίνουμε πότε πότε για να κάνουμε λάικ στις φωτογραφίες των «φίλων» μας. Δεν κοιτούσαμε αρκετές διαφημίσεις για τα γούστα των μετόχων τους έτσι. Οπότε, από κάποιο σημείο και μετά έπαψαν να μας δείχνουν τις φωτογραφίες των «φίλων» ή τις απόψεις όσων κάνουμε «φόλοου». Οι αλγόριθμοι άρχισαν να μετράνε πού πέφτει το μάτι μας για περισσότερη ώρα, πότε διακόπτεται το σκρολάρισμα έστω και για λίγο, πού πατάμε και τι προτιμάμε και, σιγά σιγά, μας γνώριζαν. Οχι μόνο το πότε σχεδιάζουμε να πάμε ταξίδι ή πότε η σύντροφός μας είναι έγκυος για να μας δείξουν τις κατάλληλες διαφημίσεις, πια, αλλά και τι μας κάνει να αισθανόμαστε εντονότερα συναισθήματα, τι μας ερεθίζει τα μυαλά. Τι μας θυμώνει. Γι' αυτές τις εταιρείες που διαχειρίζονται αυτές τις πλατφόρμες, που έχουν μείνει λιγοστές, γιγάντιες κι ακλόνητες, δεν ήμασταν πια ούτε απλώς ένα προϊόν. Είμαστε θύματα.
Σήμερα ο δημόσιος διάλογος στα σόσιαλ μίντια είναι μια μηχανή παραγωγής οργής. Ξυπνάτε και το βλέμμα σας πηγαίνει κατευθείαν στις οθόνες και οι οθόνες επιτελούν ένα στόχο μόνο πια: να σας κάνουν να θυμώσετε. Οι αλγόριθμοι σας ξέρουν απέξω κι ανακατωτά και σας σερβίρουν ακριβώς αυτό που θα σας κάνει τώρα αμέσως τούρμπο, έξαλλη ή έξαλλο, φρενήρη, εκτός εαυτού. Για να μείνετε κι άλλο μέσα, για να διαβάσετε τα σχόλια από κάτω, για να πατήσετε λάικ, για να γράψετε τα δικά σας, για να είστε έξω φρενών ήδη πριν καν πιείτε τον πρώτο καφέ της ημέρας.
Με αυτόν τον τρόπο σε άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μιανμάρ ή η Βραζιλία, άνθρωποι έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί απολύτως και ο χαμός τους είναι πλέον σχεδόν σίγουρα μη αναστρέψιμος. Με ζέση που προσομοιάζει σε αυτή των πιστών θρησκευτικών αιρέσεων, έχουν αποκολληθεί εντελώς από την αντικειμενική αλήθεια και ζουν σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν, γεμάτο παλαβές συνωμοσίες και φανταστικούς εχθρούς. Ενα πράγμα τους οδήγησε εκεί: ο θυμός. Οι αλλεπάλληλες αφορμές για θυμό και για μίσος στις οθόνες τους. Ζωές ολόκληρες σπαταλημένες μέσα σε μια ανώφελη οργή για κάθε απίθανη αφορμή, από τα εμβόλια και τις μάσκες μέχρι το σε ποια τουαλέτα πάνε τα τρανς άτομα, κι από το τρέιλερ της «Μικρής Γοργόνας» μέχρι τον αθλητή του φούτμπολ που τα 'φτιαξε με την Τέιλορ Σουίφτ.
Είναι ένα φαινόμενο που το βλέπουμε και εδώ. Μπορεί στη δική μας χώρα το ποσοστό του πληθυσμού που έχει αποκολληθεί από την πραγματικότητα και έχει χαθεί να είναι μικρότερο, αλλά κι εδώ θυμός υπάρχει, παντού. Με αφορμή κάθε είδηση που, ανάλογα με την ιδεολογία και την ταυτότητα του καθενός, μπορεί να πυροδοτεί εντελώς άλλα, διαφορετικά νεύρα. Αλλά και τον παραδοσιακό τρόπο που εξαγριώνει αυτούς τους ευαίσθητους, ευέξαπτους, εύφλεκτους κι ευάλωτους, που ξυπνούν και τρέχουν στις οθόνες έτοιμοι (ή, σπανιότερα, έτοιμες) να εκραγούν, φτάνει να διαβάσουν κάτι για μια ροζ σημαία/ έργο τέχνης, ή για τα ομόφυλα ζευγάρια, ή για μια διαφήμιση σούπερ μάρκετ με ένα μπαμπά που το παιδάκι του βάφει τη μούρη με μακιγιάζ, ή για μια σειρά του Netflix που δείχνει τον Δία μαύρο, ή για ένα κουτάκι γάλακτος που δείχνει έναν μπαμπά να δίνει γάλα στο παιδί του, ή για ένα ντοκιμαντέρ του Netflix που δείχνει τον Μέγα Αλέξανδρο να φιλιέται με τον Ηφαιστίωνα. Να καταλαβαίνουν άραγε αυτοί οι άνθρωποι ότι εκείνη τη στιγμή κάποιος αλγόριθμος ή κάποιος απατεώνας τούς χειρίζεται, τους κοροϊδεύει; Να το υποπτεύονται σε κάποιο επίπεδο; Ή μήπως είναι τόσο πηγαία κι έντονη η οργή που τα καλύπτει και τα σβήνει όλα;