Τρίτοι από το τέλος
Ητης φίλης µε ξάφνιασε. «Στη διαδροµή µε το τρένο καταλαβαίνεις τη διαφορά µε την υπόλοιπη Ευρώπη. Εχουµε φτωχύνει και φαίνεται». Τι εννοούσε; Με ενδιέφερε να ακούσω τη συνέχεια. Η ίδια ζει τα τελευταία χρόνια στο Εδιµβούργο ή, όπως το έθεσε στην κουβέντα µας, «στο κέντρο µιας πόλης που καταλαβαίνεις ότι οι κάτοικοί της ανήκουν στην ανώτερη µεσαία τάξη ή απλώς είναι ιδιαίτερα εύποροι».
Αν και επισκέπτεται την Αθήνα αρκετά συχνά, το θέµα της οικονοµικής απόστασης που χωρίζει την πατρίδα της µε το µέρος που έχει αποφασίσει να ζήσει δεν την είχε απασχολήσει στο παρελθόν. «∆εν ξέρω γιατί, αλλά αυτή τη φορά, επειδή ίσως χρησιµοποιώ συχνά µέσα µαζικής µεταφοράς, το βλέπω συνέχεια µπροστά µου». Θα µπορούσε να το προσδιορίσει καλύτερα; «∆εν είναι µόνο τα ρούχα ή η εξωτερική εµφάνιση, αλλά µια γενικότερη αίσθηση κατήφειας, µειωµένων προσδοκιών και περιορισµένων οριζόντων». Μάλιστα. Μήπως είναι επειδή χρησιµοποιεί κυρίως τον Ηλεκτρικό; Γελάει και µε επιπλήττει για
υφέρποντα ρατσισµό. Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, η εγκατάλειψη των υποδοµών της γραµµής 1 του µετρό είναι σαν να απλώνεται και στους επιβάτες του, δικαιολογούµαι. «Σου λέω, το βλέπω παντού», επιµένει. Της αντιτείνω εξίσου αµυντικά ότι µπορεί να υποφέρουµε από την ακρίβεια αλλά το κυρίαρχο αφήγηµα είναι ότι οικονοµικά τα πάµε αρκετά καλά και πως τα χειρότερα βρίσκονται πίσω µας. «Ο κόσµος δεν
περνάει καλά, εγώ αυτό βλέπω». Επαιξα το τελευταίο µου χαρτί: «Φταίει, ίσως, ότι είναι χειµώνας και νυχτώνει νωρίς». «Μα έξω έχει 20 βαθµούς!».
Η αλήθεια είναι ότι η στατιστική και τα νούµερα επιβεβαιώνουν τη φίλη µου. Το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε µονάδες ισότιµης αγοραστικής δύναµης (PPS) ήταν στο τέλος του 2022 το τρίτο χαµηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Υπερτερούµε µε µία, µόλις, µονάδα της Σλοβακίας και µε εννέα της Βουλγαρίας. Αντίθετα, βλέπουµε µε τα κιάλια χώρες τού πάλαι ποτέ ανατολικού µπλοκ, όπως η Σλοβενία (-24 µονάδες), η Τσεχία (-23), η Λιθουανία (-22), η Εσθονία (-19) και η Ρουµανία (-9). Στη µεγαλύτερη εικόνα, η αγοραστική ισχύς των Ελλήνων το διάστηµα 2011-2022 έπεσε κατά 7 µονάδες (από τις 75 στις 68), όταν των Ρουµάνων απογειώθηκε από τις 55 στις 77 και των Λιθουανών από τις 66 στις 89. Η εκτός Ε.Ε. Τουρκία µάς περνάει πλέον κατά µία µονάδα, όταν το 2011 το σκορ ήταν 75-57 υπέρ ηµών.
Σε μια άλλη κατάταξη (Eurostat, ∆εκ. 2023), που µετράει τον βαθµό ικανοποίησης των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη ζωή τους, επίσης µετρηθήκαµε τρίτοι από το τέλος. Τουλάχιστον είχαµε καλή παρέα (Γερµανία), που σηµαίνει ότι τα χρήµατα δεν φέρνουν την ευτυχία. Στον Παγκόσµιο ∆είκτη Ευτυχίας η Ελλάδα βρέθηκε το 2023 στην 58η θέση, µε άλλες µεσογειακές χώρες (Ισπανία, Ιταλία) να απολαµβάνουν σηµαντικά καλύτερες επιδόσεις (32η και 33η θέση, αντίστοιχα). Μόνο η Πορτογαλία (56η) µας «ανταγωνιζόταν». Φαίνεται ότι η σκιά της κρίσης µάς ακολουθεί, όσο κι αν θέλουµε να την ξορκίζουµε µε ατάκες για τα «γεµάτα εστιατόρια», τα «νέα ρεκόρ του τουρισµού», την «οικονοµία που αντέχει». Κάτι πιο βαθύ και πιο ύπουλο ροκανίζει την καθηµερινότητά µας στην «ωραιότερη χώρα του κόσµου». Ας µην κάνουµε ότι δεν το βλέπουµε.
Ζούμε, θεωρητικά, στην πιο ευλογημένη γωνιά του κόσμου. Γιατί τα νούμερα (και τα πρόσωπά μας) δείχνουν κάτι άλλο;