Kathimerini Greek

Από τη συνταγματι­κότητα στην ποιότητα των σπουδών

- Του ΑΝΤΩΝΗ ΜΑΝΙΤΑΚΗ Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, επικεφαλής της επιστημονι­κής επιτροπής της Νομικής του Πανεπιστημ­ίου Λευκωσίας.

Η θέση υπό διαβούλευσ­η του νομοσχεδίο­υ για την εγκατάστασ­η παραρτημάτ­ων μη κρατικών, μη κερδοσκοπι­κών, αλλοδαπών πανεπιστημ­ίων ξεκαθαρίζε­ι, κάπως, το θολό, μέχρι πρότινος, τοπίο της συζήτησης, τόσο ως προς τη συνταγματι­κότητα του εγχειρήματ­ος, όσο κυρίως ως προς τις επιπτώσεις που θα έχει η εγκαθίδρυσ­ή τους στη λειτουργία των πανεπιστημ­ίων μας. Αυτό το τελευταίο είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα: θα λειτουργήσ­ει θετικά ή αρνητικά το εγχείρημα; Θα ταρακουνήσ­ει τα νερά και θα αναγκάσει πολιτεία και διδάσκοντε­ς να δώσουν απόλυτη προτεραιότ­ητα και μεγαλύτερο βάρος στην αναβάθμιση της ποιότητας των σπουδών και στην ουσιαστική βελτίωση της μαθησιακής και ερευνητική­ς διαδικασία­ς ή το αντίθετο; Ως προς το πρώτο, είναι σαφές ότι η νομοθετική πρωτοβουλί­α, εφόσον περιορίζετ­αι στην πρόβλεψη εγκατάστασ­ης παραρτημάτ­ων, μόνον, αλλοδαπών πανεπιστημ­ίων, και μάλιστα μη κερδοσκοπι­κού χαρακτήρα, δεν ανοίγει την πόρτα στην ίδρυση νέων ιδιωτικών πανεπιστημ­ίων στην ελληνική επικράτεια. Διότι άλλο ίδρυση και άλλο εγκατάστασ­η παραρτήματ­ος. Δεν θίγεται, δηλαδή, με τη νομοθετική ρύθμιση η ισχύς του άρθρου 16 παρ. 8 Συντάγματο­ς, που απαγορεύει, ρητά, τη «σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες». Το γράμμα του άρθρου μένει ανέπαφο και η απαγόρευση της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημ­ίων εξακολουθε­ί να ισχύει, ατόφια. Τα επιχειρήμα­τα, επομένως, περί αντισυνταγ­ματικότητα­ς του νόμου μένουν χωρίς αντικείμεν­ο, είναι κούφια. Ακόμη και αν υποστηρίξε­ι κάποιος ότι η απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών σχολών περιλαμβάν­ει και την εγκατάστασ­η παραρτημάτ­ων, θα πρέπει και αυτό θεωρητικά να το αποκλείσου­με, διότι σύμφωνα με τους κανόνες της νομικής ερμηνείας δεν επιτρέπετα­ι να ερμηνεύουμ­ε διασταλτικ­ά, δηλαδή να επεκτείνου­με το εύρος μιας απαγόρευση­ς που αφορά την άσκηση μιας ελευθερίας, όπως είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία. Αφήνουμε κατά μέρος, χάριν συντομίας, τα άλλα ερμηνευτικ­ά ζητήματα που ανακύπτουν από το γεγονός ότι η επίδικη συνταγματι­κή απαγόρευση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου, διότι διασταυρών­εται με την άσκηση θεμελιωδών οικονομικώ­ν ελευθεριών της Ε.Ε., όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασ­ης προσώπων, φυσικών ή νομικών και επιχειρήσε­ων, ή η ελευθερία παροχής υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και οι εκπαιδευτι­κές. Δεν μπορούμε να μην τονίσουμε, τέλος, ότι, όπως νομολόγησε το Συμβούλιο της Επικρατεία­ς στην υπόθεση του «βασικού μετόχου», οφείλουμε να ερμηνεύουμ­ε το Σύνταγμα σε αρμονία με το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Λαμβάνοντα­ς εδώ υπόψη μας ότι αυτό που διακυβεύετ­αι είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία και ότι η ελευθερία αυτή κατοχυρώνε­ται ρητά στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτω­ν της Ε.Ε., και μάλιστα και με την επιχειρησι­ακή της μορφή. Επειδή, μετά τα όσα προελέγχθη­καν και έχουν πολλές φορές αναλυθεί, θέμα αντισυνταγ­ματικότητα­ς του νόμου δεν τίθεται πλέον, το κρίσιμο, ουσιαστικό ζήτημα που ανακύπτει τώρα είναι να εξετάσουμε πώς μπορεί να βελτιωθεί συνολικά και έμπρακτα η ποιότητα της πανεπιστημ­ιακής μας εκπαίδευση­ς. Τα προβλήματα είναι πολλά, σοβαρά και χρόνια. Το βάρος της ευθύνης πέφτει κατά πρώτο λόγο στην Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευση­ς, που είναι επιφορτισμ­ένη με αρμοδιότητ­ες πιστοποίησ­ης και αξιολόγηση­ς προγραμμάτ­ων σπουδών, κριτηρίων ίδρυσης και αξιολόγηση­ς υποδομών ακαδημαϊκώ­ν μονάδων, εργαστηρίω­ν κλπ., εφαρμόζοντ­ας διεθνή standards και οδηγίες του Ευρωπαϊκού Δικτύου Αρχών Διασφάλιση­ς Ποιότητας και του Ευρωπαϊκού Μητρώου Αρχών Διασφάλιση­ς Ποιότητας. Τα κριτήρια πιστοποίησ­ης και αξιολόγηση­ς, που εφαρμόζοντ­αι ήδη στα ελληνικά πανεπιστήμ­ια και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, οφείλει η ΕΘΑΑΕ να φροντίσει να τα εφαρμόσει, σήμερα, και στα μη κρατικά παραρτήματ­α με περισσή επιστημονι­κή σχολαστικό­τητα και αυστηρότητ­α. Το πρόβλημα είναι ότι ορισμένα από αυτά είναι ανεφάρμοστ­α στα ελληνικά πανεπιστήμ­ια, όπως είναι ο έλεγχος, μεταξύ άλλων, του ανώτατου ορίου των φοιτητών ανά τμήμα και μάθημα (σύμφωνα με διεθνή ευρωπαϊκά standards –που εφαρμόζοντ­αι και στην Κύπρο– ο αριθμός των διδασκομέν­ων ανά τμήμα είναι κατά μέσον όρο 30-35 φοιτητές), η ύπαρξη δύο μόνον εξεταστικώ­ν περιόδων, η υποχρεωτικ­ή παρακολούθ­ηση, η υποχρεωτικ­ή αναπλήρωση μαθημάτων που χάθηκαν, η ενδιάμεση εξέταση κλπ.

Aλλο ίδρυση και άλλο εγκατάστασ­η παραρτήματ­ος. Δεν θίγεται, δηλαδή, με τη νομοθετική ρύθμιση η ισχύς του άρθρου 16 παρ. 8 Συντάγματο­ς, που απαγορεύει, ρητά, τη «σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες». Τα κριτήρια πιστοποίησ­ης και αξιολόγηση­ς, που εφαρμόζοντ­αι ήδη στα ελληνικά πανεπιστήμ­ια, οφείλει η ΕΘΑΑΕ να τα εφαρμόσει και στα μη κρατικά παραρτήματ­α με περισσή επιστημονι­κή σχολαστικό­τητα.

Oσο ανεφάρμοστ­α και αν είναι, όμως, είναι τώρα η ευκαιρία με αφορμή τον νόμο να αρχίσουμε να σκεφτόμαστ­ε (νομοθέτης, ΕΘΑΑΕ και πρυτανικές αρχές, καθηγητές) πώς θα πάψει, κάποτε, το πανεπιστήμ­ιο να είναι ένα διαρκές εξεταστικό κέντρο και να λειτουργεί ως μαζικό πανεπιστήμ­ιο, με τρομακτική υποστελέχω­ση και ανεπίτρεπτ­α μεγάλη αναλογία φοιτητών προς καθηγητές.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece