Βαθιά τομή στην ελληνική γλώσσα
Eπειτα από κυοφορία δεκαετιών, στις 12 Ιανουαρίου 1982 ψηφίζεται στη Βουλή η καθιέρωση του μονοτονικού στο σύστημα γραφής
Ηδη από τον 19ο αιώνα, σποραδικές «φωνές» λογίων διατύπωσαν το αίτημα της απλούστευσης της ιστορικής ορθογραφίας με την κατάργηση των πολλών τόνων και πνευμάτων (Νικόλαος Φαρδύς, Ισίδωρος Σκυλίτσης, Αλέξανδρος Πάλλης κ.ά.). Το ίδιο αίτημα, κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, υποστηρίχθηκε από ανθρώπους των γραμμάτων (ενδεικτικά, Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Τερζάκης), από κορυφαίους γλωσσολόγους, όπως ο Γεώργιος Χατζηδάκης και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, και από συλλογικότητες εκπαιδευτικών. Σε πολιτικό επίπεδο τέθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου το 1931, ενώ το 1938 υποβλήθηκε σχετική πρόταση στον Ιωάννη Μεταξά από την επιτροπή για τη γραμματική της δημοτικής, που ο ίδιος όρισε, χωρίς όμως να τύχει αποδοχής.
Συνεπώς, δεν πρωτοτυπεί ο Ιωάννης Κακριδής, καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όταν το 1941 εκδίδει –σε δεύτερη έκδοση και σε μονοτονικό σύστημα– το βιβλίο του «Eλληνική Kλασσική Παιδεία», που προκαλεί τη μήνιν της Φιλοσοφικής Σχολής και τη δίωξή του. Εκείνο, όμως, που συμβαίνει ακριβώς στην κατοχική Αθήνα, με επίκεντρο τη Φιλοσοφική Σχολή, είναι ότι η διαμάχη γύρω από το μονοτονικό σύστημα εντέλει το παγιώνει ως ένα εκκρεμές, διακριτό και ριζοσπαστικό αίτημα στο πλαίσιο του όλου γλωσσικού ζητήματος.
Η μεταρρύθμιση Ράλλη του 1976
Οταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 1976 πήρε τη γενναία απόφαση να απαγκιστρωθεί από τη μακρά συντηρητική παράδοση υπεράσπισης της καθαρεύουσας και να καθιερώσει τη δημοτική –για την ακρίβεια, τη «νεοελληνική»– ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης, σύμπασα η αντιπολίτευση την προτρέπει να προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω και να καθιερώσει και το μονοτονικό, λύνοντας οριστικά και ολοκληρωμένα το
περιώνυμο γλωσσικό ζήτημα. Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, μάλιστα, επικαλούμενος την καταλληλότητα και την ωριμότητα της στιγμής για την επίλυσή του, θα υποστηρίξει, αποπολιτικοποιώντας το, ότι «μόνο αδράνεια, νόμος που υπάρχει όχι μόνο στη φυσική αλλά και στην ψυχολογία, είναι που εμποδίζει τη λύση του προβλήματος».
Ωστόσο η κυβέρνηση, χωρίς να απορρίπτει την ιδέα της τονικής απλοποίησης σε βάθος χρόνου, αλλά και χωρίς να συναινεί με τη θέση της αντιπολίτευσης, επικαλείται τους δικούς της λόγους που διαμορφώνουν τη στάση
της. Για παράδειγμα, ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης θα αναφέρει λακωνικά και γενικά ότι «δεν ήλθεν ακόμη η εποχή διά να επιβληθή το μονοτονικόν σύστημα». Ο υφυπουργός Παιδείας Χρυσόστομος Καραπιπέρης, αφενός, επαναλαμβάνει τις ίδιες επιφυλάξεις «εάν έχη ωριμάσει πλήρως η άποψις της καταργήσεως των τόνων από την ελληνικήν γραφήν» και, αφετέρου, εκφράζει φόβους για «αντίδρασιν». Επίσης, υπενθυμίζει ότι «η Κυβέρνησις βαδίζει, και βαδίζει κατά έναν τρόπον και μέχρις ενός σημείου, συντηρητικά» και απευθυνόμενος στην αντιπολίτευση τονίζει: «Μη τα θέλετε και μη τα ζητάτε να τα κάνωμε όλα τώρα».
Ο λόγος, προφανώς, που υποχρεώνει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να μην ανταποκριθεί στο αίτημα της αντιπολίτευσης για την καθιέρωση του μονοτονικού «εδώ και τώρα» είναι το ότι η απόφαση για την υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας συνιστούσε ήδη μια μεγάλη πολιτικοϊδεολογική υπέρβαση για τη συντηρητική παράταξη, όχι απαλλαγμένη από κινδύνους: εξαντλούσε τα μεταρρυθμιστικά της όρια, πυροδοτώντας εσωτερικές αντιδράσεις, που μεταφράζονταν σε «πολιτικό κόστος». Επιβεβαιωτικό και ενδεικτικό, ταυτόχρονα, είναι το γεγονός ότι ο Γ. Ράλλης συνεχίζει, δέκα χρόνια αργότερα, να υποστηρίζει ότι η απόφαση για την καθιέρωση της δημοτικής «απαιτούσε πολιτική γενναιότητα, γιατί η αντίδραση ήταν ισχυρή και οι συνέπειές της ακόμη δεν έχουν εξαλειφθεί ως προς αυτούς που ανέλαβαν την πρωτοβουλία». Ωστόσο, το θέμα είχε τεθεί.