Η αιφνιδιαστική συνταξιοδότηση των πνευμάτων και της περισπωμένης
Αν, λοιπόν, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τη γλωσσική της πολιτική το 1976 αναδεικνύεται σε νεκροθάφτη της καθαρεύουσας και νομοθέτη της δημοτικής, το ΠΑΣΟΚ προβάλλει πλέον ως εκείνο το κόμμα που διαθέτει τον αναγκαίο πολιτικό ριζοσπαστισμό και τη βούληση για να διευθετήσει το «ακροκέραμο» του γλωσσικού ζητήματος, δηλαδή την κατάργηση του πολυτονικού και την υιοθέτηση του μονοτονικού συστήματος. Εξάλλου, το ίδιο κόμμα, με πρωταγωνιστή τον βουλευτή του Ιωάννη Κουτσοχέρα, είχε θέσει το ζήτημα το 1976 αρχικά στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας και λίγο αργότερα στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση του νόμου 309/1976. Το 1977 επανέφερε το ζήτημα κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, ενώ το 1979 κατέθεσε σχετική πρόταση νόμου. Γι' αυτό και μετά τις νικηφόρες εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χωρίς χρονοτριβή προχωράει στη συγκρότηση εννεαμελούς επιτροπής, υπό την προεδρία του Εμμανουήλ Κριαρά, με σκοπό να μελετήσει και να προτείνει τους βασικούς κανόνες και τη διαδικασία καθιέρωσης του μονοτονικού. Ταυτόχρονα, σχεδόν, ζητάει και από την ολομέλεια του Κέντρου Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης να εκφράσει τις απόψεις της επί του θέματος.
Και ενώ η Βουλή συνεδρίαζε στις 11 Ιανουαρίου 1982 για να συζητήσει το νομοσχέδιο που προέβλεπε την κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων από το γυμνάσιο στο λύκειο, μέτρο που είχε θεσπίσει η μεταρρύθμιση του 1976, ο υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βερυβάκης εισηγείται την ενσωμάτωση μιας τροπολογίας (άρθρο 2) που καθιερώνει το μονοτονικό σύστημα.
Στην αιφνιδιαστική υπουργική ενέργεια ο πρόεδρος της Ν.Δ. Ευάγγελος Αβέρωφ απάντησε συγκρατημένα: «Δεν αντιτιθέμεθα κατ' αρχήν, αλλά δεν νομίζουμε ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν χωρίς μια ειδική μελέτη». Στο ίδιο πνεύμα κινούνται τόσο ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης όσο και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που χαρακτηρίζουν ως αιφνιδιασμό την πρόταση της κυβέρνησης, με τον τελευταίο να ζητάει τη διακοπή της συνεδρίας
της Βουλής και συζήτηση του θέματος στην επόμενη συνεδρία, καθώς είναι «ένα μέγα θέμα, το οποίο κατά σύμπτωση δεν μας βρίσκει και αντίθετους».
Ωστόσο, το προεδρείο της Βουλής και η κυβερνητική πλευρά επιμένουν στη συνέχιση της διαδικασίας έως και την ολοκλήρωσή της, γεγονός που οδηγεί την αξιωματική αντιπολίτευση στην αποχώρησή της από τη συνεδρία. Για την κυβέρνηση η προτεινόμενη τροπολογία για την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος συνιστά «επαναστατική μεταβολή» και «μια πραγματική τομή στη γλώσσα», που συνδέεται και με μια «πιο σωστή μόρφωση του ελληνικού λαού», αφού η εκμάθηση των κανόνων του τονισμού απαιτεί 6.000 ώρες μελέτης από τον μαθητή του δημοτικού και γυμνασίου. Επιπλέον, είναι ένα ζήτημα με σημαντικές οικονομικές διαστάσεις, αφού, όπως υπολογίζεται, οι δαπάνες για τη δακτυλογράφηση και την εκτύπωση «θα περιοριστούν κατά 40%». Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες –και όχι μόνον–, όπως η «Καθημερινή», το «Βήμα» και η «Ελευθεροτυπία», το είχαν υιοθετήσει πολύ πριν από την επίσημη καθιέρωσή του.
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο θα γίνει δεκτό κατ' αρχήν και κατ' άρθρο στη 1.20 π.μ., δηλαδή ξημερώματα της 12ης Ιανουαρίου 1982. Το άρθρο 2 προέβλεπε ότι «μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο τονισμός του γραπτού ελληνικού λόγου γίνεται σύμφωνα με το μονοτονικό σύστημα». Τα όποια τεχνικά ζητήματα θα ανέκυπταν κατά την εφαρμογή του θα αντιμετωπίζονταν με προεδρικά διατάγματα.
Η γλωσσική πολιτική ολοκληρώνεται
Η ψήφιση του νομοσχεδίου και η μετατροπή του σε νόμο του κράτους (νόμος 1228/1982) κατά έναν «παράδοξο» τρόπο έδωσε συνέχεια και ολοκλήρωσε τη γλωσσική πολιτική που εγκαινίασε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αποδεχόμενη το 1976 τη «νεοελληνική». Η σύλληψη της γλωσσικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης ως μιας ενιαίας πράξης, που συντελείται από δύο κυβερνήσεις με αντιπαραθετικές πολιτικοϊδεολογικές ταυτότητες, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι εγκαταλείπεται πλέον οριστικά το σχήμα της μεταρρύθμισης και αντιμεταρρύθμισης, που επικράτησε κατά την περίοδο 19171974. Το γνωστό, δηλαδή, ράβε - ξήλωνε μεταξύ της συντηρητικής και της φιλελεύθερης παράταξης –κατά τον Ελισσαίο Γιαννίδη, μεταξύ «οικοδόμων και εμπρηστών»–, που αποδείχθηκε καταστροφικό για τη γλωσσοεκπαιδευτική εξέλιξη της χώρας.
Οι γενικότεροι όροι της Μεταπολίτευσης, πέρα από τις πολλές και οξείες αντιπαραθέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, δημιουργούσαν και συνεκτικούς ιστούς που εξασφάλιζαν τη συνέχεια και τη συναίνεση σε ασκούμενες πολιτικές. Οι ισοπεδωτικές πολιτικές, κατά το παράδειγμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της Ενωσης Κέντρου (1964) και της σχεδόν πλήρους κατάργησής της από τη δικτατορία (1967), έδειχναν να ανήκουν στο «κακό» προμεταπολιτευτικό πολιτικό παρελθόν της χώρας. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση για την υιοθέτηση του μονοτονικού συστήματος δεν βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρή κριτική και αντίλογο ή ότι δεν υπήρξαν αιτήματα για την επιστροφή του πολυτονικού. Μικρά υπερσυντηρητικά κόμματα, συλλογικοί φορείς ή μεμονωμένοι διανοούμενοι έθεσαν κατά καιρούς το ζήτημα, επικαλούμενοι διάφορα επιχειρήματα. Σίγουρα, ο πιο επίμονος υποστηρικτής του πολυτονικού αποδεικνύεται η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία με υπομνήματα της Ιεράς Συνόδου ζήτησε επανειλημμένα την επιστροφή του.
Σήμερα, με την εμπειρία των 40 τόσων χρόνων που διαθέτουμε ως άτομα και ως κοινωνία αφότου καθιερώθηκε και επίσημα το μονοτονικό σύστημα στην ελληνική γλώσσα, είναι αυταπόδεικτο ότι οι θύλακες «αντίστασης» στην κατάργηση του πολυτονικού όχι μόνο φθίνουν και τείνουν προς οριστική εξαφάνιση, αλλά και δεν δικαιώνονται ιστορικά. Αλλωστε, η κοινωνία είχε προηγηθεί από το επίσημο κράτος. Ετσι, όταν το ΠΑΣΟΚ λάμβανε αυτό το μέτρο, το κοινωνικό υπόστρωμα που υπήρχε ήταν τέτοιο ώστε δεν μπορούσε παρά να ευδοκιμήσει και να γίνει πλήρως αποδεκτό. Ο ίδιος ο Γεώργιος Ράλλης, το 1983, θα εκφράσει την παραδοχή ότι η απόφαση του ΠΑΣΟΚ ήταν ορθή. Στον βαθμό, λοιπόν, που η θέση του Γεωργίου Ράλλη απηχούσε τις απόψεις ενός τουλάχιστον μεγάλου μέρους της συντηρητικής παράταξης, αυτό σήμαινε ότι η απόφαση για το μονοτονικό ήταν πλήρως νομιμοποιημένη και σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η προοπτική σοβαρής ή αποτελεσματικής αμφισβήτησής της ήταν εξαρχής μάλλον αδύνατη.
Με την κατάργηση του πολυτονικού υπολογίζεται ότι οι δαπάνες δακτυλογράφησης και εκτύπωσης περιορίστηκαν κατά 40%.