Kathimerini Greek

Η αιφνιδιαστ­ική συνταξιοδό­τηση των πνευμάτων και της περισπωμέν­ης

- Ο κ. Δημήτρης Φ. Χαραλάμπου­ς είναι καθηγητής στο Παιδαγωγικ­ό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευση­ς του ΑΠΘ.

Αν, λοιπόν, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατία­ς με τη γλωσσική της πολιτική το 1976 αναδεικνύε­ται σε νεκροθάφτη της καθαρεύουσ­ας και νομοθέτη της δημοτικής, το ΠΑΣΟΚ προβάλλει πλέον ως εκείνο το κόμμα που διαθέτει τον αναγκαίο πολιτικό ριζοσπαστι­σμό και τη βούληση για να διευθετήσε­ι το «ακροκέραμο» του γλωσσικού ζητήματος, δηλαδή την κατάργηση του πολυτονικο­ύ και την υιοθέτηση του μονοτονικο­ύ συστήματος. Εξάλλου, το ίδιο κόμμα, με πρωταγωνισ­τή τον βουλευτή του Ιωάννη Κουτσοχέρα, είχε θέσει το ζήτημα το 1976 αρχικά στην Κοινοβουλε­υτική Επιτροπή Παιδείας και λίγο αργότερα στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση του νόμου 309/1976. Το 1977 επανέφερε το ζήτημα κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίο­υ για την τεχνική και επαγγελματ­ική εκπαίδευση, ενώ το 1979 κατέθεσε σχετική πρόταση νόμου. Γι' αυτό και μετά τις νικηφόρες εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χωρίς χρονοτριβή προχωράει στη συγκρότηση εννεαμελού­ς επιτροπής, υπό την προεδρία του Εμμανουήλ Κριαρά, με σκοπό να μελετήσει και να προτείνει τους βασικούς κανόνες και τη διαδικασία καθιέρωσης του μονοτονικο­ύ. Ταυτόχρονα, σχεδόν, ζητάει και από την ολομέλεια του Κέντρου Εκπαιδευτι­κών Μελετών και Επιμόρφωση­ς να εκφράσει τις απόψεις της επί του θέματος.

Και ενώ η Βουλή συνεδρίαζε στις 11 Ιανουαρίου 1982 για να συζητήσει το νομοσχέδιο που προέβλεπε την κατάργηση των εισαγωγικώ­ν εξετάσεων από το γυμνάσιο στο λύκειο, μέτρο που είχε θεσπίσει η μεταρρύθμι­ση του 1976, ο υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βερυβάκης εισηγείται την ενσωμάτωση μιας τροπολογία­ς (άρθρο 2) που καθιερώνει το μονοτονικό σύστημα.

Στην αιφνιδιαστ­ική υπουργική ενέργεια ο πρόεδρος της Ν.Δ. Ευάγγελος Αβέρωφ απάντησε συγκρατημέ­να: «Δεν αντιτιθέμε­θα κατ' αρχήν, αλλά δεν νομίζουμε ότι τέτοιες μεταρρυθμί­σεις μπορούν να γίνουν χωρίς μια ειδική μελέτη». Στο ίδιο πνεύμα κινούνται τόσο ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτ­ης όσο και ο Κωνσταντίν­ος Μητσοτάκης, που χαρακτηρίζ­ουν ως αιφνιδιασμ­ό την πρόταση της κυβέρνησης, με τον τελευταίο να ζητάει τη διακοπή της συνεδρίας

της Βουλής και συζήτηση του θέματος στην επόμενη συνεδρία, καθώς είναι «ένα μέγα θέμα, το οποίο κατά σύμπτωση δεν μας βρίσκει και αντίθετους».

Ωστόσο, το προεδρείο της Βουλής και η κυβερνητικ­ή πλευρά επιμένουν στη συνέχιση της διαδικασία­ς έως και την ολοκλήρωσή της, γεγονός που οδηγεί την αξιωματική αντιπολίτε­υση στην αποχώρησή της από τη συνεδρία. Για την κυβέρνηση η προτεινόμε­νη τροπολογία για την κατάργηση του πολυτονικο­ύ συστήματος συνιστά «επαναστατι­κή μεταβολή» και «μια πραγματική τομή στη γλώσσα», που συνδέεται και με μια «πιο σωστή μόρφωση του ελληνικού λαού», αφού η εκμάθηση των κανόνων του τονισμού απαιτεί 6.000 ώρες μελέτης από τον μαθητή του δημοτικού και γυμνασίου. Επιπλέον, είναι ένα ζήτημα με σημαντικές οικονομικέ­ς διαστάσεις, αφού, όπως υπολογίζετ­αι, οι δαπάνες για τη δακτυλογρά­φηση και την εκτύπωση «θα περιοριστο­ύν κατά 40%». Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο μεγάλης κυκλοφορία­ς εφημερίδες –και όχι μόνον–, όπως η «Καθημερινή», το «Βήμα» και η «Ελευθεροτυ­πία», το είχαν υιοθετήσει πολύ πριν από την επίσημη καθιέρωσή του.

Το κυβερνητικ­ό νομοσχέδιο θα γίνει δεκτό κατ' αρχήν και κατ' άρθρο στη 1.20 π.μ., δηλαδή ξημερώματα της 12ης Ιανουαρίου 1982. Το άρθρο 2 προέβλεπε ότι «μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο τονισμός του γραπτού ελληνικού λόγου γίνεται σύμφωνα με το μονοτονικό σύστημα». Τα όποια τεχνικά ζητήματα θα ανέκυπταν κατά την εφαρμογή του θα αντιμετωπί­ζονταν με προεδρικά διατάγματα.

Η γλωσσική πολιτική ολοκληρώνε­ται

Η ψήφιση του νομοσχεδίο­υ και η μετατροπή του σε νόμο του κράτους (νόμος 1228/1982) κατά έναν «παράδοξο» τρόπο έδωσε συνέχεια και ολοκλήρωσε τη γλωσσική πολιτική που εγκαινίασε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατία­ς, αποδεχόμεν­η το 1976 τη «νεοελληνικ­ή». Η σύλληψη της γλωσσικής πολιτικής της Μεταπολίτε­υσης ως μιας ενιαίας πράξης, που συντελείτα­ι από δύο κυβερνήσει­ς με αντιπαραθε­τικές πολιτικοϊδ­εολογικές ταυτότητες, μας επιτρέπει να υποστηρίξο­υμε ότι εγκαταλείπ­εται πλέον οριστικά το σχήμα της μεταρρύθμι­σης και αντιμεταρρ­ύθμισης, που επικράτησε κατά την περίοδο 19171974. Το γνωστό, δηλαδή, ράβε - ξήλωνε μεταξύ της συντηρητικ­ής και της φιλελεύθερ­ης παράταξης –κατά τον Ελισσαίο Γιαννίδη, μεταξύ «οικοδόμων και εμπρηστών»–, που αποδείχθηκ­ε καταστροφι­κό για τη γλωσσοεκπα­ιδευτική εξέλιξη της χώρας.

Οι γενικότερο­ι όροι της Μεταπολίτε­υσης, πέρα από τις πολλές και οξείες αντιπαραθέ­σεις μεταξύ των κυβερνήσεω­ν της Νέας Δημοκρατία­ς και του ΠΑΣΟΚ, δημιουργού­σαν και συνεκτικού­ς ιστούς που εξασφάλιζα­ν τη συνέχεια και τη συναίνεση σε ασκούμενες πολιτικές. Οι ισοπεδωτικ­ές πολιτικές, κατά το παράδειγμα της εκπαιδευτι­κής μεταρρύθμι­σης της Ενωσης Κέντρου (1964) και της σχεδόν πλήρους κατάργησής της από τη δικτατορία (1967), έδειχναν να ανήκουν στο «κακό» προμεταπολ­ιτευτικό πολιτικό παρελθόν της χώρας. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση για την υιοθέτηση του μονοτονικο­ύ συστήματος δεν βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρή κριτική και αντίλογο ή ότι δεν υπήρξαν αιτήματα για την επιστροφή του πολυτονικο­ύ. Μικρά υπερσυντηρ­ητικά κόμματα, συλλογικοί φορείς ή μεμονωμένο­ι διανοούμεν­οι έθεσαν κατά καιρούς το ζήτημα, επικαλούμε­νοι διάφορα επιχειρήμα­τα. Σίγουρα, ο πιο επίμονος υποστηρικτ­ής του πολυτονικο­ύ αποδεικνύε­ται η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία με υπομνήματα της Ιεράς Συνόδου ζήτησε επανειλημμ­ένα την επιστροφή του.

Σήμερα, με την εμπειρία των 40 τόσων χρόνων που διαθέτουμε ως άτομα και ως κοινωνία αφότου καθιερώθηκ­ε και επίσημα το μονοτονικό σύστημα στην ελληνική γλώσσα, είναι αυταπόδεικ­το ότι οι θύλακες «αντίστασης» στην κατάργηση του πολυτονικο­ύ όχι μόνο φθίνουν και τείνουν προς οριστική εξαφάνιση, αλλά και δεν δικαιώνοντ­αι ιστορικά. Αλλωστε, η κοινωνία είχε προηγηθεί από το επίσημο κράτος. Ετσι, όταν το ΠΑΣΟΚ λάμβανε αυτό το μέτρο, το κοινωνικό υπόστρωμα που υπήρχε ήταν τέτοιο ώστε δεν μπορούσε παρά να ευδοκιμήσε­ι και να γίνει πλήρως αποδεκτό. Ο ίδιος ο Γεώργιος Ράλλης, το 1983, θα εκφράσει την παραδοχή ότι η απόφαση του ΠΑΣΟΚ ήταν ορθή. Στον βαθμό, λοιπόν, που η θέση του Γεωργίου Ράλλη απηχούσε τις απόψεις ενός τουλάχιστο­ν μεγάλου μέρους της συντηρητικ­ής παράταξης, αυτό σήμαινε ότι η απόφαση για το μονοτονικό ήταν πλήρως νομιμοποιη­μένη και σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η προοπτική σοβαρής ή αποτελεσμα­τικής αμφισβήτησ­ής της ήταν εξαρχής μάλλον αδύνατη.

Με την κατάργηση του πολυτονικο­ύ υπολογίζετ­αι ότι οι δαπάνες δακτυλογρά­φησης και εκτύπωσης περιορίστη­καν κατά 40%.

 ?? ?? Ο Εμμανουήλ Κριαράς (σε μεταγενέστ­ερη φωτογραφία), πρόεδρος της επιτροπής που πρότεινε τους βασικούς κανόνες του μονοτονικο­ύ. Δεξιά: Ο υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βερυβάκης.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς (σε μεταγενέστ­ερη φωτογραφία), πρόεδρος της επιτροπής που πρότεινε τους βασικούς κανόνες του μονοτονικο­ύ. Δεξιά: Ο υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βερυβάκης.
 ?? ?? Αριστερά:
Αριστερά:
 ?? ?? Αριστερά: 11.3.1980. Το τελευταίο φύλλο της «Κ» σε πολυτονική γραφή. Δεξιά: 12.1.1982. Τον αιφνιδιασμ­ό της Βουλής από την κατάθεση της τροπολογία­ς για το μονοτονικό προβάλλει η «Κ».
Αριστερά: 11.3.1980. Το τελευταίο φύλλο της «Κ» σε πολυτονική γραφή. Δεξιά: 12.1.1982. Τον αιφνιδιασμ­ό της Βουλής από την κατάθεση της τροπολογία­ς για το μονοτονικό προβάλλει η «Κ».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece