Είμαι πειραματόζωο του εαυτού μου
Ο Γιώργος Βέλτσος σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στην «Κ» με αφορμή το νέο του θεατρικό έργο «Προσδοκώ»
Η πρότασή του ήταν θέατρο στο Α΄ Νεκροταφείο. Πίστευε πως ιδανικός τόπος για τη δράση ενός έργου που πραγματεύεται τη μνήμη, τον θάνατο, την αθανασία ήταν το περιστύλιο του Αρη Κωνσταντινίδη, η καλλιμάρμαρη πλατεία μπροστά απ' τον Αγιο Λάζαρο όπου οι επικήδειοι μίμοι σε πομπή διέρχονται ανάμεσα σε τάφους επώνυμων Ελλήνων της μεταπολίτευσης. Η ιδέα δεν προχώρησε. Απαιτούσε ειδική άδεια από τον δήμο. Το «Προσδοκώ», το δέκατο θεατρικό έργο του, αγκαλιάστηκε εντέλει από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στη Θεσσαλονίκη, την αγαπημένη πόλη του συγγραφέα όπου σπούδασε, παντρεύτηκε, έζησε αφήνοντας ανεξίτηλα στα κουτάκια της μνήμης πρόσωπα, τόπους, ιστορικά γεγονότα.
«Αυτό που λέει ο Σαίξπηρ “όλος ο κόσμος μια σκηνή” με βρίσκει απολύτως σύμφωνο», λέει ο συγγραφέας στην «Κ». «Ολο μου το εγχείρημα έλκει την καταγωγή του από μια φράση του Καρλ Μαρξ: “το νεκρό αδράχνει το ζωντανό”. Μιλάμε για την επιλογή των δύο νεκροζώντανων, των επικήδειων μίμων, αυτών των μπεκετικών ηρώων του “Τέλους του παιχνιδιού” που ψάχνουν τον θεό. Τη διαδικασία μιας τέτοιας θεατρικότητας ακολουθεί ο μεγάλος θεατράνθρωπος, ο Χάινερ Μίλερ, στα έργα του οποίου οι νεκροί δεν λησμονιούνται ποτέ. Η τοποθέτηση της “δράσης” στο νεκροταφείο οφείλεται στην οδηγία του Ζαν Ζενέ: “δεν μιλώ για ένα νεκροταφείο νεκρό αλλά ζωντανό... Ενα νεκροταφείο όπου πάντα συνεχίζουν να ανοίγουν τάφους για να θάβουν νεκρούς”. Προφητικό; Ισως γιατί το έγραψα πριν δούμε τις σύγχρονες εκατόμβες των νεκρών (Γάζα, Ουκρανία) μέσα στις πόλεις. Εδώ η ιστορία μου βάζει τρικλοποδιά».
Στο φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, όπου ανεβαίνει σε πρώτη παρουσίαση, τέσσερις σπουδαίοι δημιουργοί, η σκηνοθέτις Σοφία Καρακάντζα, η εικαστικός Ράνια Εμμανουηλίδου (σκηνικά-κοστούμια), ο Δημήτρης Καμαρωτός (μουσική κειμένου - πρωτότυπη μουσική) που νοηματοδοτεί με τη μουσική του τις λέξεις και η Μέλπω Βασιλικού (χορογραφία - κίνηση), συνδιαμορφώνουν την ιδανική σκηνική συνθήκη για να μεταφέρουν το παιχνίδι των λέξεων σε ένα νέο κείμενο, με το οποίο ο Γιώργος Βέλτσος, όπως σε όλα του τα έργα, επαναφέρει νοήματα μέσα από τη μνήμη. Το κείμενο γίνεται παρτιτούρα και οι μελοποιημένες λέξεις μέσα από έναν διάλογο ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, απόηχους πολιτικών συνθημάτων και μνήμες καθημερινού βίου, αποκτούν ύλη, δημιουργούν συνειρμούς, εικόνες, συναισθήματα, παραπομπές. Γιατί όπως λέει η σκηνοθέτις, «η επίγνωση της θνητότητας μόνο μέσα από το θέατρο μπορεί να αποτελέσει τελετή και πολιτική πράξη». Ο Γιώργος Βέλτσος, ως «αρχιτέκτων» του έργου, δίνει στην «Κ» τις δικές του απαντήσεις.
– Το θεατρικό έργο είναι πρόσχημα για ένα ακόμη κείμενο επαναπροσδιορισμού των νοημάτων;
– Το κείμενο είναι πάντα το προκείμενο. Κάθε κείμενο είναι ένα έργο πολλών υπογραφών, μιας διακειμενικότητας επ' άπειρον μέσα σε έναν τυφώνα όπου η ποίηση, το θέατρο, η δημοσιογραφία μπλέκονται αδιακρίτως. Το μεγάλο μου στοίχημα είναι, αυτό που καταθέτω ως θεατρικό έργο, ως ποίημα, ως δοκίμιο, να αποκτά έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι γνώσεις που αποκόμισα δεν θα είχαν αξία αν δεν τις εξέταζα με τη δική μου έκθεση στο δαιμονικό στοιχείο του ονείρου ή στον δαίμονα, τον Λεγεώνα στο κατά Μάρκον. Ωστόσο, ούτε να σωθώ μπορώ από το μυστήριο για τη θρησκεία, ούτε από την επιστήμη. Κι έτσι γυρνώ σαν κολασμένος, σαν βαμπίρ από κείμενο σε κείμενο.
– Και τα θεατρικά έργα σε ποιο είδος κατατάσσονται;
– Στο θέατρο των λέξεων, αλλά οι λέξεις, όπως αναφέρω και στη νέα μου ποιητική συλλογή «Ροή αέρα» (εκδόσεις Πατάκη), δεν είναι νεκρές. Οι λέξεις είναι φωνή. Οταν περνούν στο θέατρο, ο συγγραφέας υποχωρεί. Το πακέτο παραδίδεται στο σώμα και τη φωνή του ηθοποιού για να πραγματοποιήσει το περίφημο του Αριστοτέλη «Τα εν τη φωνή παθήματα της ψυχής». Το έχω ξαναπεί: Την πρόκληση να θέλω να γράψω θέατρο χωρίς να ξέρω το θέατρο, δεν θα μου τη συγχωρήσουν. Μια κοινωνία κουρασμένη να με παρακολουθεί, άλλοτε παρακάμπτοντάς με κι άλλοτε επιβραβεύοντάς με, έχει τα όριά της σε ό,τι γράφω. Προσπαθώ με τη σειρά μου να την πείσω μετερχόμενος ένα τέχνασμα που θα με κάνει να πάω πιο κοντά της να μοιραστούμε την αγωνία για τον θάνατο, εντέλει για τη ζωή.
– Αυτή ήταν η στόχευση και στο «Προσδοκώ»;
– Στο «Προσδοκώ» ήθελα να κοροϊδέψω τον θάνατο. Να τον λοιδορήσω. Χωρίς το κωμικό στοιχείο δεν αναδεικνύεται το δραματικό του θανάτου. Το κωμικό είναι το ζωοποιό στοιχείο του τραγικού, γιατί στο βάθος κάθε τέχνης η χαρά είναι αυτή που απογειώνει ένα έργο. «Ο τραγικός ήρωας είναι χαρούμενος», έλεγε ο Νίτσε. Τα κείμενά μου όμως είναι μοιρολόγια. Ολα συμβιβασμένα με πάρα πολλούς «φακέλους» μνήμης. Σε έναν από αυτούς βρίσκεται η Θεσσαλονίκη. Εκεί σπούδασα, συναναστράφηκα με σπουδαίες προσωπικότητες (Μανώλη Αναγνωστάκη, Αλέξη Ασλάνογλου, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Δημήτρη Μαρωνίτη), άκουσα τον Λίνο Πολίτη, τον Γιώργο Σεφέρη, ξενύχτισα στο ΑΧΕΠΑ για τον Λαμπράκη. Εζησα τον διχασμό δεξιών - αριστερών και την κοπάνησα πελαγωμένος στο Παρίσι όταν κάποιοι πιο δυνατοί (Παύλος Ζάνας, Στέλιος Νέστωρ κ.ά.) έμειναν κάνοντας αντίσταση.
Κηδεύω έναν πολιτισμό, τον εαυτό μου, την εποχή μου, μια Αριστερά που παραπαίει υπό τον Κασσελάκη, μια άκρα Δεξιά που προετοιμάζεται.
Το έχω ξαναπεί : την πρόκληση να θέλω να γράψω θέατρο χωρίς να ξέρω το θέατρο δεν θα μου τη συγχωρήσουν.