Οταν είσαι ογδόντα, δεν έχεις καιρό να μηρυκάσεις τα τραύματά σου
– Οι μίμοι είναι οι επικήδειοι της μνήμης;
– Ο επικήδειος μίμος είμαι εγώ. Κηδεύω έναν πολιτισμό, τον εαυτό μου, την εποχή μου, μια Αριστερά που παραπαίει υπό τον Κασσελάκη, μια άκρα Δεξιά που προετοιμάζεται. Αυτο-κηδεύομαι. Αν υποτεθεί ότι όλο μου το έργο είναι ένα συνεχές μιας αυτοβιογραφίας, δεν είναι μόνο αυτοβιογραφικό. Είναι και αυτο-θάνατο βιογραφικό. Δηλαδή μια αυτοθανατοβιογραφία.
– Για ποια μνήμη μιλάμε, του καθενός απέναντι στη μεγάλη ιστορία;
– Για τα μνημικά ίχνη, που στον καθένα τα τραύματα είναι ξεχωριστά και που δεν σταματούν να υπάρχουν. Μπήκα στα ογδόντα, πιστεύω ότι η φυσιολογία με τα γηρατειά δίνει πολλά. Ενα από αυτά είναι ότι τα τραύματα δεν σε χαράζουν τόσο πολύ, δεν έχεις καιρό να τα μηρυκάσεις και να τα σκεφτείς. Πιστεύω όμως ότι η κοινωνία έχει χάσει τη μνήμη της. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιστρέφω σ' ένα «χαμένο κέντρο» ή στην Ελλάδα της παράδοσης. Κάθε άλλο. Σέβομαι την πραγματικότητα απολύτως με τα καλά και τα κακά. Θέλω να είμαι, όπως λέει ο Ρεμπώ, απόλυτα μοντέρνος. Αλλο λοιπόν ένα στοιχείο που μου δημιουργεί δυστυχισμένη συνείδηση, που είναι συνείδηση κατ' εξοχήν του δυτικού ανθρώπου, ο οποίος οδηγείται θέλοντας και μη, όπως ο Χέγκελ, στην άρνηση.
– Ποια θραύσματα μνήμης παραμένουν βαθιά χαραγμένα;
– Η φυσιολογία προετοιμάζει τον οργανισμό για το τέλος του εμφανίζοντας οργανικά συμπτώματα. Το ίδιο κάνει καίγοντας στον εγκέφαλο τα μνημικά ίχνη. Μειώνει δηλαδή τη δυνατότητα των συνάψεων. Τι σημαίνει αυτό για έναν ποιητή; Τον ευνοεί ή όχι; Είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Το ζω αυτή τη στιγμή. Είμαι πειραματόζωο του εαυτού μου. Ως ποιητής ζω το σβήσιμο από τον πολυέλαιο του μυαλού των συνάψεων μία προς μία. Κι αυτό είναι τρομερό, γιατί μπορεί να μην έχεις τη δύναμη να γράψεις ένα ποίημα που γράφτηκε στα εξήντα, αλλά ενόψει του τέλους σου έχεις μια εσωτερικότητα η οποία είναι εξίσου συγκλονιστική. Ιδού τι έγραψα σήμερα ως ποίημα στο ημερολόγιο ποίησης: «κάθε νύχτα πας εκεί που δεν πας. Κάθε μέρα ξεκινάς τελειώνοντας».
– Η ζωή, τελικά, κατά τον Ζενέ, αξίζει αναπαράσταση δραματική
και όχι τραγική;
– Η ζωή αξίζει μια φαρσοκωμωδία, αλλά επειδή είμαι ένα δραματικό πρόσωπο σ' αυτή τη γραφή έχει συνδράμει η ποιήτρια Ευγενία Βάγια, η οποία με τρεις παρεμβάσεις της δίνει το κωμικοτραγικό στοιχείο.
– Στο «Προσδοκώ», όπως και στα «Πρωτόκολλα ονείρων», ο φόβος του θανάτου στο όνειρο της συνάντησης με τον Ράπτη και τον Χειμωνά στο σπίτι του Πάμπλο, επανέρχεται με μια κραυγή αγωνίας, «Θέλω να ζήσω εγώ όπως οι άλλοι Ελληνες. Μ' ακούτε; Να ζήσω»...
– Αν ζω, ήταν για να ζήσω. Ο,τι κάνω είναι γιατί έχω μια δίψα για ζωή. Το μότο μου στον τάφο μου θα είναι ένας στίχος του Πολ Βαλερί: «Πρέπει να μπαίνεις στον πειρασμό να ζήσεις».
– Προσδοκώντας;
– Δικαιοσύνη! Κι ας το ξεκαθαρίσω. Δεν προσδοκώ ανάσταση νεκρών, αλλά ανάταση των ζώντων. Την ανάταξη την αφήνω για το κράτος και τους ορθοπεδικούς.