Χορογραφία ακολασίας και θανάτου
Η αίθουσα άδειασε πολύ ήσυχα. Το δυνατό, συνεχές χειροκρότημα έφερε πολλές φορές στη σκηνή τους συντελεστές της παράστασης, εμφανώς κουρασμένους αλλά ανακουφισμένους από τη θερμή υποδοχή. Ηταν η βραδιά της πρεμιέρας και είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός. Οσοι γεμίσαμε την αίθουσα της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ το περασμένο Σάββατο παρακολουθήσαμε τα 75 λεπτά του «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα» ακίνητοι και σιωπηλοί, ενώ υπήρξε μία μόνο ήσυχη αποχώρηση περίπου στη μέση του έργου.
Τη στιγμή που η διαστροφή των εξουσιαστών μπήκε στον κύκλο των κοπράνων, η κυρία που καθόταν πίσω μου στριφογύρισε στη θέση της.
Λίγα λεπτά αργότερα, δυσανασχετώντας με τα μαρτύρια που υφίσταντο οι νεαροί τρόφιμοι, έφυγε. Και έτσι απέφυγε το βάναυσο τέλος που ο Εξοχότατος, ο Δούκας, ο Υψηλότατος και οι Αφηγήτριες, υποκινητές της δράσης, επέβαλαν στους «αμνούς». Ο Παζολίνι δημιούργησε το «Σαλό» ως ποιητική μεταφορά για την απάνθρωπη «νεκροποίηση των σωμάτων». Η βίλα του Σαλό για τον Ιταλό σκηνοθέτη αναπαριστούσε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, με πρόσφατες ακόμη τις ιστορικές μνήμες και τις εικόνες του Ολοκαυτώματος.
Ο Αρης Μπινιάρης, συνεχίζοντας μέσω του θεάτρου τη μελέτη του πάνω στη διαλεκτική της βίας και του φασισμού,
επέλεξε να δημιουργήσει ένα μίνιμαλ σκηνικό λευκό και «παγωμένο», ενώ κάποια λίγα αντικείμενα, που θυμίζουν μεσαιωνικά όργανα βασανιστηρίων ή ανόσια στασίδια και άμβωνες, δημιούργησαν εντυπωσιακές σκιές στους «μαρμάρινους» τοίχους της τρομερής αίθουσας.
Το μεγάλο βάρος της καλοδουλεμένης παράστασης που ήδη από την πρώτη της παρουσίαση εκτελέστηκε με άψογο
συγχρονισμό –μια χορογραφία ακολασίας και θανάτου, στην οποία συντονίζονται οι δράστες, οι φρουροί, οι νέοι και νέες– φέρουν οι πέντε ηθοποιοί (Κ. Μπερικόπουλος, Γ. Κότσιφας, Ι. Καλετσάνος, Ι. Μαυρέα, Α. Οικονόμου). Το κείμενο του Ντε Σαντ κατάφερε να καθηλώσει το σύγχρονο ελληνικό κοινό, που τα τελευταία χρόνια παραδόξως ξεκαρδίζεται με τη βία, τις αισχρολογίες και τις σεξουαλικές προσβολές επί σκηνής. Οι ηθοποιοί δεν διστάζουν μπροστά στην ωμότητα της γλώσσας του Μαρκησίου δίνοντας μορφή στην ψυχωτική φαντασίωσή του, ενώ τα κοστούμια δεν έχουν τίποτε περιττό ή χυδαίο. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει επίσης η μουσική σύνθεση του Τζεφ Βάγγερ – ηλεκτρονικά «πριόνια» που σκιαγραφούν παράλληλα με τη θεατρική δράση τον ζόφο των γεγονότων.
Καθώς περπατούσαμε στον διάδρομο οδηγούμενοι προς την έξοδο, μια νεαρή κοπέλα είπε με ενθουσιασμό στη φίλη της: «Εμένα μου άρεσε» και συμπλήρωσε απολογητικά: «Δεν εννοώ πως είμαι ανώμαλη», για μια παράσταση που επιδιώκει να φέρει τον θεατή σε δύσκολη θέση.
Το κείμενο του Ντε Σαντ κατάφερε να καθηλώσει το ελληνικό κοινό, που τα τελευταία χρόνια παραδόξως ξεκαρδίζεται με τη βία.