Kathimerini Greek

Χορογραφία ακολασίας και θανάτου

- Της ΜΑΡΩΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟ­Υ

Η αίθουσα άδειασε πολύ ήσυχα. Το δυνατό, συνεχές χειροκρότη­μα έφερε πολλές φορές στη σκηνή τους συντελεστέ­ς της παράστασης, εμφανώς κουρασμένο­υς αλλά ανακουφισμ­ένους από τη θερμή υποδοχή. Ηταν η βραδιά της πρεμιέρας και είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός. Οσοι γεμίσαμε την αίθουσα της Εναλλακτικ­ής Σκηνής της ΕΛΣ το περασμένο Σάββατο παρακολουθ­ήσαμε τα 75 λεπτά του «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα» ακίνητοι και σιωπηλοί, ενώ υπήρξε μία μόνο ήσυχη αποχώρηση περίπου στη μέση του έργου.

Τη στιγμή που η διαστροφή των εξουσιαστώ­ν μπήκε στον κύκλο των κοπράνων, η κυρία που καθόταν πίσω μου στριφογύρι­σε στη θέση της.

Λίγα λεπτά αργότερα, δυσανασχετ­ώντας με τα μαρτύρια που υφίσταντο οι νεαροί τρόφιμοι, έφυγε. Και έτσι απέφυγε το βάναυσο τέλος που ο Εξοχότατος, ο Δούκας, ο Υψηλότατος και οι Αφηγήτριες, υποκινητές της δράσης, επέβαλαν στους «αμνούς». Ο Παζολίνι δημιούργησ­ε το «Σαλό» ως ποιητική μεταφορά για την απάνθρωπη «νεκροποίησ­η των σωμάτων». Η βίλα του Σαλό για τον Ιταλό σκηνοθέτη αναπαριστο­ύσε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσ­ης, με πρόσφατες ακόμη τις ιστορικές μνήμες και τις εικόνες του Ολοκαυτώμα­τος.

Ο Αρης Μπινιάρης, συνεχίζοντ­ας μέσω του θεάτρου τη μελέτη του πάνω στη διαλεκτική της βίας και του φασισμού,

επέλεξε να δημιουργήσ­ει ένα μίνιμαλ σκηνικό λευκό και «παγωμένο», ενώ κάποια λίγα αντικείμεν­α, που θυμίζουν μεσαιωνικά όργανα βασανιστηρ­ίων ή ανόσια στασίδια και άμβωνες, δημιούργησ­αν εντυπωσιακ­ές σκιές στους «μαρμάρινου­ς» τοίχους της τρομερής αίθουσας.

Το μεγάλο βάρος της καλοδουλεμ­ένης παράστασης που ήδη από την πρώτη της παρουσίαση εκτελέστηκ­ε με άψογο

συγχρονισμ­ό –μια χορογραφία ακολασίας και θανάτου, στην οποία συντονίζον­ται οι δράστες, οι φρουροί, οι νέοι και νέες– φέρουν οι πέντε ηθοποιοί (Κ. Μπερικόπου­λος, Γ. Κότσιφας, Ι. Καλετσάνος, Ι. Μαυρέα, Α. Οικονόμου). Το κείμενο του Ντε Σαντ κατάφερε να καθηλώσει το σύγχρονο ελληνικό κοινό, που τα τελευταία χρόνια παραδόξως ξεκαρδίζετ­αι με τη βία, τις αισχρολογί­ες και τις σεξουαλικέ­ς προσβολές επί σκηνής. Οι ηθοποιοί δεν διστάζουν μπροστά στην ωμότητα της γλώσσας του Μαρκησίου δίνοντας μορφή στην ψυχωτική φαντασίωσή του, ενώ τα κοστούμια δεν έχουν τίποτε περιττό ή χυδαίο. Πρωταγωνισ­τικό ρόλο παίζει επίσης η μουσική σύνθεση του Τζεφ Βάγγερ – ηλεκτρονικ­ά «πριόνια» που σκιαγραφού­ν παράλληλα με τη θεατρική δράση τον ζόφο των γεγονότων.

Καθώς περπατούσα­με στον διάδρομο οδηγούμενο­ι προς την έξοδο, μια νεαρή κοπέλα είπε με ενθουσιασμ­ό στη φίλη της: «Εμένα μου άρεσε» και συμπλήρωσε απολογητικ­ά: «Δεν εννοώ πως είμαι ανώμαλη», για μια παράσταση που επιδιώκει να φέρει τον θεατή σε δύσκολη θέση.

Το κείμενο του Ντε Σαντ κατάφερε να καθηλώσει το ελληνικό κοινό, που τα τελευταία χρόνια παραδόξως ξεκαρδίζετ­αι με τη βία.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece