Πιεσόμετρα
Τα νέα δεν ήταν καλά. Αλλά γίνονται ολοένα και χειρότερα. ∆εν περίµενε κανείς ότι θα µπορούσε να παρακολουθήσει αµέριµνος την προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ. Οµως, οι λόγοι ανησυχίας πολλαπλασιάζονται.
Προχθές, το κύριο άρθρο της µεγαλύτερης αµερικανικής εφηµερίδας µετρούσε: Ο Τραµπ κατά τη θητεία του είχε δώσει 300 συνεντεύξεις, ο Μπαράκ Οµπάµα 422. Ο Μπάιντεν µόλις 86. Τι νόηµα έχει αυτή η στατιστική; Η εφηµερίδα ήθελε να δείξει ότι ο πρόεδρος κρύβεται. Αυτοπροστατεύεται από δηµόσιες εµφανίσεις που µπορούν να εκθέσουν την πνευµατική του αστάθεια. Το µήνυµα είναι ότι ο Μπάιντεν πρέπει να βγει περισσότερο προς τα έξω. Σαν σε ριάλιτι επιβίωσης, πρέπει να δείξει ότι, στα 81 του, µπορεί να ανταγωνιστεί την κτηνώδη ενέργεια του αντιπάλου του, που µιλάει επί µία ώρα όρθιος, βρίζοντας και χορεύοντας στη σκηνή, χωρίς να έχει ανάγκη σηµειώσεων.
Παραδόξως, όταν ο Μπάιντεν δοκίµασε να κάνει αυτό που απαιτούν από εκείνον οι εφηµερίδες, το αποτέλεσµα ήταν µάλλον αυτοκαταστροφικό. Οταν προσπάθησε,
απέναντι στους κραυγάζοντες δηµοσιογράφους, να απαντήσει στις υποψίες –καταγεγραµµένες πλέον και σε εισαγγελικό πόρισµα– ότι η µνήµη του είναι ασθενής, έδωσε περισσότερο την εικόνα του παράξενου, χολερικού γέροντος, που αρνείται την πραγµατικότητα οργισµένος, χωρίς να µπορεί καλά καλά να αρθρώσει ένα συλλογισµό πέρα από το στοιχειώδες «είµαι µια χαρά, ξέρω τι κάνω».
Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την ασυµµετρία: Την ηµέρα που ο Τραµπ σάλπιζε τη διάλυση του ΝΑΤΟ (παροτρύνοντας τον Πούτιν να εισβάλει σε όποιο µέλος της Συµµαχίας δεν ξοδεύει όσα προβλέπεται για την άµυνά του), οι New York Times µετρούσαν τον τηλεοπτικό αέρα του αντιπάλου του. Από τη µια, ο υποψήφιος που διατυµπανίζει ότι θα ξηλώσει ό,τι δεν
πρόλαβε στην πρώτη του θητεία· από την άλλη, ο πρόεδρος που δεν βγαίνει στα κανάλια για να µη φανεί ότι τα έχει χαµένα. Από τη µια, αυτός που δεν κρύβει τις καταστροφικές προθέσεις του· και από την άλλη, αυτός που κρύβει την αδυναµία του.
Δεν μπορείς να συγκρίνεις τον Μπάιντεν µε τον Τραµπ – τον έµπειρο πολιτικό µε τον περφόρµερ του τοξικού «ριάλιτι». Ακόµη κι αν συνέκρινε κανείς την πνευµατική υγεία του 77χρονου µε τον 81χρονο, πάλι θα έβρισκε ότι ο νεότερος χάνει συχνά τον ειρµό των σκέψεών του, µπερδεύει τα λόγια του – για να µη µιλήσει κανείς για τον νοσηρό ναρκισσισµό που αποκαλύπτουν όλα τα παραληρήµατά του.
Ομως, στην πολιτική δεν µετράνε τα βιογραφικά. Αν η δηµοκρατική εκλογή υπάκουε σε ορθολογικά κριτήρια, δεν θα ήµασταν καν αντιµέτωποι µε το ενδεχόµενο µιας δεύτερης θητείας Τραµπ. Είναι άδικο για τον Μπάιντεν να κρίνεται από µια προκατάληψη ηλικιακού ρατσισµού. Αλλά την κυκλοθυµική θεά της λαϊκής βούλησης την οδηγούν συχνά οι φήµες, οι δοξασίες και οι προκαταλήψεις. Ή και οι τρεις µαζί.
Οταν η ηλικία μετράει στην πιο σημαντική κάλπη.