Πράσινα και ψηφιακά, αλλά όχι στα τυφλά
Ομάδα επιστημόνων εκπονεί οδικό χάρτη για το πώς η Ελλάδα θα ακολουθήσει τις δύο μεταβάσεις με ελάχιστες παρενέργειες
Μπορούμε στην Ελλάδα να συνδυάσουμε την πράσινη με την ψηφιακή μετάβαση; Μπορούμε να ξεπεράσουμε τους κοινωνικούς κραδασμούς και τα χάσματα που ανοίγουν τα δύο μεγάλα εγχειρήματα, που προωθούνται ήδη ταυτόχρονα; Είναι ένα μεγάλο στοίχημα για τη χώρα. Είναι και προτεραιότητα στην ατζέντα της Ε.Ε. το πώς η προσαρμογή στην κλιματική κρίση και το πέρασμα στον ψηφιακό κόσμο θα γίνει με τις λιγότερες δυνατές κοινωνικές αναταράξεις.
Σ' αυτόν τον σχεδιασμό έχει αναλάβει να συνδράμει την ελληνική πολιτεία το JustReDI, που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Στο πρόγραμμα μετέχουν το Eθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), με πέντε ακόμη φορείς, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, το Ερευνητικό Κέντρο Αθηνά, το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Οι συντελεστές ιχνηλατούν τις 13 περιφέρειες της χώρας, καταγράφοντας τις απόψεις και τους προσανατολισμούς τους. Παράλληλα, προετοιμάζουν τεχνολογικές λύσεις
«Η ενεργειακή φτώχεια συνδέεται και με την υστέρηση στα πράσινα κτίρια. Το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων ευνοεί τους ήδη έχοντες, οι πραγματικά φτωχοί δεν έχουν τα χρήματα να ενταχθούν».
και εργαλεία, εισηγούνται πολιτικές που θα μετριάσουν τις δυσμενείς και θα ενισχύσουν τις θετικές συνέπειες στην οικονομία.
Οι δύο μεταβάσεις αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοϋπονομεύονται. Για παράδειγμα, οι ψηφιακές τεχνολογίες ναι μεν συμβάλλουν στην επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας δεκαπλασιάζοντας τον ρυθμό μείωσης των ρύπων με την έξυπνη διαχείριση ενεργοβόρων τομέων, όμως ταυτόχρονα καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ενέργειας, παράγουν απόβλητα, ρυπαίνουν (4% επί των συνολικών ρύπων). Από την άλλη οι ΑΠΕ, ναι μεν παράγουν καθαρή ενέργεια, όμως αιολικά και φωτοβολταϊκά ανταγωνίζονται τον τουρισμό και τη γεωργική γη αντίστοιχα. Και το μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική επιστημονική ομάδα είναι η μεταξύ τους «χρυσή» αλληλεπίδραση.
Ο επιστημονικός υπεύθυνος του έργου JustReDI, καθηγητής Νίκος Δεμερτζής και ο συντονιστής του, ερευνητής του ΕΚΚΕ Γιώργος Παπαδούδης, ξεδιπλώνουν το τοπίο στην «Κ». Στην πράσινη μετάβαση η Ελλάδα τα πηγαίνει καλύτερα, βρίσκεται πιο κοντά στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, από ό,τι στην ψηφιακή. Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας είναι σήμερα 22%, όσο και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος (στόχος το 44% έως το 2030). Στην ηλεκτροπαραγωγή οι ΑΠΕ συμβάλλουν με 36%, στην ψύξη - θέρμανση με 31%, στις μεταφορές με ένα χαμηλό
4%. Εκτός από τις πράσινες μεταφορές, χαμηλά είμαστε και στην ανακύκλωση, στα πράσινα κτίρια, στην πράσινη γεωργία, στην ενεργειακή ανεξαρτησία (26% έναντι του ευρωπαϊκού 42%), όμως η γενική εικόνα της πράσινης μετάβασης είναι καλύτερη από εκείνη της ψηφιακής. Παρά τα βήματα που έχουν γίνει, όπως σημειώνει ο κ. Δεμερτζής, «επειδή ξεκινήσαμε από πολύ χαμηλά», η Ελλάδα βρίσκεται στην 25η θέση στην Ε.Ε. των 27 στον δείκτη DESI. Πρόκειται για τον δείκτη που μετράει την ψηφιακή ωριμότητα της χώρας – την κατάρτιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, τη συνδεσιμότητα, την ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών και την ψηφιακή διακυβέρνηση. «Πολλά έχουν απλοποιηθεί», εξηγεί ο κ. Δεμερτζής, «αλλά έχει ψηφιοποιηθεί και μεγάλο μέρος της γραφειοκρατίας».
Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται και στα περιφερειακά σχέδια ανάπτυξης. «Οκτώ από τις 13 περιφέρειες διαθέτουν για την έξυπνη εξειδίκευση κάτω του 1% του προϋπολογισμού τους, ενώ για την πράσινη διψήφιο ποσοστό. Μάλιστα στις περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου το ποσοστό των προϋπολογισμένων πόρων για την ψηφιακή είναι μηδέν, ενώ όσον αφορά την πράσινη είναι 14,2% και 58,35% αντίστοιχα. Δεν έχει γίνει συνείδηση η διττή φύση της μετάβασης».
Αμφότερες οι μεταβάσεις έχουν βαριές κοινωνικές επιπτώσεις. Τις διερευνούν, ώστε να προτείνουν κοινωνικά δίκαια εργαλεία και λύσεις, οι κ. Δεμερτζής και Παπαδούδης μαζί με τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Γιάννη Καλδέλλη και Κλειώ Σγουροπούλου, τους διευθυντές Ερευνών του Αστεροσκοπείου Αθηνών Σεβαστιανό Μοιρασγεντή και του Ερευνητικού Κέντρου «Αθηνά» Βασίλη Κατσούρο και τις ομάδες τους.
«Επιθυµητές διέξοδοι»
«Στην Πτολεμαΐδα οι λιγνιτικές μονάδες κλείνουν και η γη αλλάζει χρήση. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν να αδικούνται, να μη συμμετέχουν στη διαμόρφωση του νέου τοπίου, θα πρέπει να πεισθούν ότι είναι για το καλό τους και να τους δοθούν συγκεκριμένες και επιθυμητές διέξοδοι», σημειώνει ο κ. Δεμερτζής. Παλαιότερη έρευνα στη Δυτική Μακεδονία αποτύπωσε τον σκεπτικισμό της νέας γενιάς για τις επιπτώσεις της απότομης πράσινης μετάβασης, που ενισχύει τη μετανάστευση και το brain drain. Το 80% δήλωσε έντονο άγχος για το μέλλον εξαιτίας της πρώιμης απανθρακοποίησης, το 81% φόβο για την απώλεια εργασίας, το 72% ανασφάλεια για τη συνέχιση του προγράμματος θέρμανσης της περιοχής, το 48% ανησυχία για την πτώση του επιπέδου ζωής τους.
Τα πλωτά αιολικά πάρκα «ανταγωνίζονται τον τουριστικό προσανατολισμό της νησιωτικής Ελλάδας και ενδέχεται να δημιουργήσουν συγκρούσεις για τη χρήση του χώρου. Καθώς σ' αυτά επενδύονται πολύ μεγάλα ποσά, είναι κρίσιμο να μη γίνουν
λάθη», σημειώνει ο κ. Παπαδούδης. «Μολονότι οι πλωτές ανεμογεννήτριες είναι μονόδρομος διότι περιορίζονται οι χερσαίες εκτάσεις με υψηλό αιολικό δυναμικό», σημειώνει ο κ. Δεμερτζής, «δεν υφίσταται θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, η χώρα μας δεν έχει ακόμη εκπονήσει και υποβάλλει στην Ε.Ε. τα θαλάσσια χωροταξικά της σχέδια». Την ίδια στιγμή, η επέκταση των φωτοβολταϊκών προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του 2030 θα απαιτήσει επιπλέον 92 τ.χλμ. αγροτικής γης, όταν γίνεται προσπάθεια οι αγρότες να μείνουν στα χωράφια.
«Γκρίζες» επιδοτήσεις
Η ενεργειακή φτώχεια προστίθεται στις άλλες μορφές φτώχειας. «Σε αρκετές έρευνες περιλαμβάνεται το ερώτημα αν τα νοικοκυριά είναι σε θέση να θερμάνουν ή να ψύξουν το σπίτι τους και περίπου ένα στα πέντε απαντάει “όχι”», αναφέρει ο κ. Παπαδούδης. «Η ενεργειακή φτώχεια συνδέεται και με την υστέρηση στα πράσινα κτίρια. Το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων ευνοεί τους ήδη έχοντες, οι πραγματικά φτωχοί πληρούν τα κριτήρια, όμως
δεν έχουν τα χρήματα να ενταχθούν. Γνωρίζουμε ότι είναι ένα πρόγραμμα καλό, δεν έχει νόημα να είναι πιλοτικό, χρειάζεται να ισχύσει σε ευρεία κλίμακα, ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα στην εξοικονόμηση ενέργειας και να δουν οι πολίτες μια πραγματική διαφορά. Το ίδιο ισχύει και για το επίσης πιλοτικό πρόγραμμα αντικατάστασης ενεργοβόρων συσκευών. Μετά την εξαγγελία είδαμε τις τιμές των συσκευών στην αγορά να εκτινάσσονται και τα vouchers τελικά να καταναλώνονται από εκείνους που είχαν την οικονομική δυνατότητα. Ακόμη, δίνονται κίνητρα για αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, όμως αγοράζονται υβριδικά που εξακολουθούν να επιβαρύνουν το περιβάλλον στο όνομα μιας ηλεκτροκίνησης που δεν συμβαίνει στην πράξη – μόλις 8.000 άδειες κυκλοφορίας ηλεκτρικών αυτοκινήτων έχουν εκδοθεί. Θα έπρεπε να προηγηθεί η ηλεκτροκίνηση των μαζικών μέσων μεταφοράς για να υπάρξει αποτέλεσμα».
«Σε έρευνες που διεξαγάγαμε», λέει ο κ. Δεμερτζής, «φάνηκε ότι η “προθυμία να πληρώσουμε” (willingness to pay) για την προστασία του περιβάλλοντος ήταν σε χαμηλά επίπεδα. Αρκετοί νιώθουν ότι είναι θύματα περιβαλλοντικής αδικίας και λένε “εγώ θα πληρώσω το μάρμαρο;”». Σε μια κοινωνία «διαιρεμένη, δύσπιστη, ανταγωνιστική, έντονα ατομικιστική είναι δύσκολο να πείσεις για συμμετοχή στην επίτευξη μεγάλων πράσινων στόχων», προσθέτει ο κ. Παπαδούδης.
«Σε έρευνες φαίνεται ότι η “προθυμία να πληρώσουμε” για την προστασία του περιβάλλοντος είναι σε χαμηλά επίπεδα. Αρκετοί νιώθουν θύματα περιβαλλοντικής αδικίας και λένε “εγώ θα πληρώσω το μάρμαρο;”».