Η μόνιμα «επαναστατημένη» πανεπιστημιακή εκπαίδευση
Ενα από τα παράδοξα της ελληνικής κοινωνίας είναι ότι το ενδιαφέρον της για την Παιδεία και ειδικότερα την ανώτατη εκπαίδευση δεν ταιριάζει με την ανοχή, ίσως και την αποδοχή της κατάστασης που επικρατεί στα πανεπιστήμια. Σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εκπαίδευση σημειώνεται ότι η ελληνική κοινωνία αποδίδει μεγάλη αξία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφού (το 2022) το 45,2% των Ελλήνων ηλικίας 2534 ετών ήταν κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. που ήταν 42%. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 10,7 εκατοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία (έναντι μέσης αύξησης στην Ε.Ε. 7,9 εκατοστιαίων μονάδων).
Κι όμως, πολλά ελληνικά πανεπιστήμια είναι προνομιακός χώρος ακραίας και συχνά αλλοπρόσαλλης πολιτικολογίας, πεδίο όπου ευδοκιμούν οργανώσεις οι οποίες έχουν την απαίτηση να συνδιοικούν, κομματικές οργανώσεις και αυτόνομες ομάδες που επιβάλλουν τις ιδεολογικές εμμονές τους. Δεν μπορούμε να βρούμε άλλη χώρα όπου τα πανεπιστήμια λειτουργούν μονίμως σε συνθήκες «επαναστατικού» πυρετού, με τους τοίχους γεμάτους με συνθήματα και αφίσες.
Ωστόσο, η κατάσταση της εκπαίδευσης και οι επιδόσεις των μαθητών επηρεάζουν τη μακροχρόνια παραγωγικότητα μιας χώρας και, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έχουν συνέπειες στην ανάπτυξή της. Η κατάσταση και το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος είναι μάλλον οικονομικό θέμα, παρά πολιτική άσκηση επιρροής.
Βέβαια, ένας επιπλέον βαθμός στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα διαπιστώνεται και από την Κομισιόν, η οποία προβλέπει σημαντική μείωση των μαθητών στα σχολεία τα επόμενα έτη. Προβλέπεται μείωση κατά το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έως το 2100, ενώ το 77,3% αυτής της μείωσης προβλέπεται να πραγματοποιηθεί τα επόμενα δεκαέξι χρόνια, έως το 2040. Η διατήρηση της αναλογίας μαθητών - εκπαιδευτικών στα σημερινά επίπεδα σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να μειώσει τον αριθμό των εκπαιδευτικών κατά 33,6% έως το 2100 (IOBE, 2022). Λιγότεροι μαθητές και εκπαιδευτικοί σημαίνει ότι αυτοί που μένουν πρέπει να είναι καλύτεροι, ώστε το εκπαιδευτικό σύστημα να συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας. Είναι ενδιαφέρον ότι μελέτη του ΟΟΣΑ θεωρεί πολύ σημαντική την προσχολική εκπαίδευση στην ηλικία έως τα πέντε χρόνια. Η συμμετοχή σε αυτήν είναι σημαντική για τη μαθησιακή, συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη, ακόμη και τη σωματική ανάπτυξη. Η συμμετοχή περισσότερων παιδιών στο στάδιο αυτό της εκπαίδευσης ενισχύει τις επιδόσεις τους αργότερα στο σχολείο αλλά και φέρνει βελτίωση της παραγωγικότητας της χώρας, η οποία για την περίπτωση της Ελλάδας υπολογίζεται σε 1,5%. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της εκπαίδευσης τόσο όσον αφορά την ποιότητα της εκπαίδευσης όσο και τη διάρκεια, τα χρόνια στο σχολείο, είναι βασικός παράγοντας για τη βελτίωση παραγωγικότητας και εισοδήματος.
Κι αν η προσχολική εκπαίδευση ετοιμάζει για τη συνέχεια τους μαθητές και τους φοιτητές, τα πανεπιστήμια έχουν προφανή σημασία για την οικονομία, την ανεργία, την τεχνολογία και την ανάπτυξη. Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν είναι προτεραιότητα σήμερα από όσους αντιτίθενται στο νομοσχέδιο για μη κρατικά πανεπιστήμια. Το νομοσχέδιο πριν κατατεθεί στη Βουλή προκαλεί έντονες αντιδράσεις όχι μόνο από ένα δυναμικό κομμάτι της πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και από συνδικαλιστές δασκάλων και καθηγητών. Δημιουργείται ένα μέτωπο ανθρώπων της εκπαίδευσης οι οποίοι περιέργως θίγονται από μια εξέλιξη που λογικά θα έπρεπε να ήταν καλοδεχούμενη από αυτούς, καθώς ανοίγει για τους ίδιους προοπτικές για νέες ευκαιρίες. Απλώς είναι βολεμένοι με τη σημερινή κατάσταση.
Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της εκπαίδευσης είναι βασικός παράγοντας για τη βελτίωση παραγωγικότητας και εισοδήματος.