Παραμύθια και «μαθήματα» κρητικής διαλέκτου
«Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Και μου δώκανε ένα κουλούρι και μου το 'φαγε ο σκύλος ο Κουντούρης». Αυτός είναι ο συνηθέστερος επίλογος των «Λαϊκών Παραμυθιών της Κρήτης», του αναγνώσματος που ακούγεται κάθε Τρίτη σε ένα ισόγειο διαμέρισμα στα Σεπόλια. Καθισμένος πίσω από το παράθυρό του, ο 77χρονος Κωνσταντίνος Αμαργιωτάκης περιμένει με ανυπομονησία να διακρίνει τον Γιώργο Στυλιανόπουλο, εθελοντή στο πρόγραμμα «Θεραπευτικές Αναγνώσεις», να πλησιάζει με το ποδήλατό του. Το ραντεβού τους, το οποίο και οι δύο τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια, έχει οριστεί για τις 11 το πρωί. «Οταν γνωριστήκαμε αναρωτήθηκα τι θα τον συγκινούσε περισσότερο», λέει ο 47χρονος εθελοντής. «Επειδή έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κρήτη ξεκίνησα με βιβλία του Καζαντζάκη, γιατί ήθελα να τον γυρίσω στα παιδικά του χρόνια· όμως η θεματολογία τού έπεσε κάπως βαριά, οπότε συνεχίζουμε με τα παραδοσιακά παραμύθια», εξηγεί. Ο Γιώργος, ηθοποιός στο επάγγελμα, διαβάζει το κείμενο από το λάπτοπ του και κάθε τρεις και λίγο σταματάει τη διήγηση για να ρωτήσει τον 77χρονο τη σημασία διαφόρων λέξεων, που ανήκουν στο τοπικό ιδίωμα. «Τι είναι το μεσοδόκι; Τι θέλει να πει ο αφηγητής με το ρήμα “πέμπω”;», ρωτάει με ειλικρινή απορία, δίνοντας τη χαρά στον κ. Κωνσταντίνο να τον μυήσει στην ντοπιολαλιά του τόπου του, από τον οποίο έφυγε στα δεκατέσσερα χρόνια του.
Ο 77χρονος, που έχει εργαστεί πολλά χρόνια σε εργοτάξια κυρίως ως σιδεράς, πήρε σύνταξη στα 59, σύντομα όμως αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας και πλέον ζει με αναπνευστική υποστήριξη· ως εκ τούτου τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί δραστικά οι μετακινήσεις τους εκτός σπιτιού. «Μέσω της ανάγνωσης ξεχνιέμαι και σταματώ να σκέφτομαι τα βάσανά μου», ομολογεί ο ίδιος, που ξεκίνησε να εργάζεται δώδεκα χρόνων και έμεινε δύο φορές χήρος. Η τηλεόραση αποτελεί τη σταθερή «συντροφιά» του, καθώς μένει μόνος. «Βλέπω ειδήσεις και σίριαλ – τη “Γη της Ελιάς”, τον “Σασμό”, τον “Ερωτα φυγά”», λέει. «Πολύτιμοι συμπαραστάτες μου είναι η ομάδα “Βοήθεια στο Σπίτι”. Ο ένας αναλαμβάνει τη φροντίδα του σπιτιού μου, ο άλλος με βοηθάει να κάνω μπάνιο, ενώ στην κοινωνική λειτουργό προστρέχω για οτιδήποτε έκτακτο προκύπτει». Την έγνοια του, όμως, έχει όλη η γειτονιά. «Είχα νοσηλευθεί για μερικές ημέρες στο “Σωτηρία” και όταν επέστρεψα όλοι περνούσαν και με ρωτούσαν “γιατί ήταν το παράθυρό σου κλειστό; Ανησυχούσαμε!”», λέει συγκινημένος. «Στα μέρη μου λένε “αν δεν έχεις καλό γείτονα, πούλα το σπίτι”», χαριτολογεί.
«Την πρώτη φορά έπαθα σοκ, γιατί συνειδητοποίησα πόσο πολλή ανάγκη έχουν οι άνθρωποι πλάι μας για συντροφιά», παρατηρεί ο Γιώργος. «Στο θέατρο η επικοινωνία αλλά και η επίδραση που ασκούμε στον άλλον είναι έμμεση, εδώ, όμως, η επαφή είναι άμεση». Κάθε Τρίτη μεσημέρι «γυρνάω πίσω έχοντας πάρει κάτι μαζί μου· όλο αυτό είναι ανταποδοτικό». Αυτό που ο 47χρονος ηθοποιός, ο οποίος ολοκληρώνει την εκπαίδευσή του στη συμβουλευτική, απολαμβάνει περισσότερο είναι οι γλαφυρές περιγραφές του ηλικιωμένου Κρητικού συνομιλητή του: τα εφηβικά χρόνια στο Ηράκλειο, τη μετανάστευση στην Αθήνα και την εγκατάσταση στα Μεσόγεια, την «κληρονομιά» του υλοτόμου πατέρα, τις ταλαιπωρίες από την κατασκευή του δρόμου Γαλαξίδι - Αμφισσα, την καταπόνηση από το «σιδέρωμα» της πλάκας. «Στην πρώτη μου δουλειά, ως γκαρσόνι στο Ηράκλειο, πληρωνόμουν με ένα τάλιρο την ημέρα», διηγείται, όμως «σταμάτησα γιατί είχα έναν καβγά με έναν πελάτη που χρωστούσε πολλά στο μαγαζί· τον ίδιο άνθρωπο τον συνάντησα χρόνια αργότερα στην Αθήνα και γίναμε καλοί φίλοι».