Η ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο
Μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με στόχο να καταστραφεί στρατιωτικά η PLO και να εκδιωχθούν οι δυνάμεις της Συρίας από τη χώρα
Μέχρι τα μέσα του 1970, ο Λίβανος ήταν ένα ευημερούν κράτος (συχνά αποκαλείτο «Ελβετία της Ανατολής») το οποίο δεν είχε βιώσει σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις της αραβοϊσραηλινής διένεξης και της γενικότερης αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, ήταν μια ανίσχυρη κρατική οντότητα με αδύναμες ένοπλες δυνάμεις και δυνάμεις ασφαλείας, όπου σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτιζαν, σε αυξανόμενο βαθμό, πολιτοφυλακές προσκείμενες σε κόμματα ή/και θρησκευτικές κοινότητες. Επίσης, τόσο η πολιτική/ θεσμική του οργάνωση όσο και η κοινωνία του κυριαρχούνταν από το σύστημα του (θρησκευτικού) κοινοτισμού όπου η εξουσία καταμεριζόταν λίγο-πολύ ισομερώς μεταξύ των τριών κυρίαρχων γηγενών πληθυσμιακών ομάδων: των χριστιανών μαρωνιτών, των σουνιτών μουσουλμάνων και των σιιτών μουσουλμάνων.
Σημείο καμπής για την ταχύτατη αποσύνθεση του Λιβάνου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 αποτέλεσε η άφιξη νέων κυμάτων Παλαιστινίων προσφύγων (Παλαιστίνιοι πρόσφυγες είχαν ήδη καταφύγει στον Λίβανο από τα τέλη της δεκαετίας του 1940) και της PLO μετά την εκδίωξη της τελευταίας από την Ιορδανία το 1970. Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε την ανατροπή της εύθραυστης πληθυσμιακής και πολιτικής τριμερούς ισορροπίας πάνω στην οποία είχε βασιστεί το πολίτευμα του Λιβάνου, ισορροπία που ούτως ή άλλως έτεινε να διασαλευθεί εξαιτίας της μεγαλύτερης γεννητικότητας του μουσουλμανικού πληθυσμού. Επίσης, οι συνεχείς επιθέσεις της PLO εναντίον του Ισραήλ από το λιβανέζικο έδαφος προκαλούσαν ισραηλινά αντίποινα στο έδαφος του Λιβάνου.
Επειτα από μια περίοδο ένοπλων επεισοδίων, τον Απρίλιο του 1975 ξέσπασε στη χώρα εμφύλιος πόλεμος με πρωταγωνιστές τους μαρωνίτες από τη μία πλευρά και Παλαιστίνιους μαχητές από την άλλη. Στις συγκρούσεις ενεπλάκησαν και οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες καθώς και οι ισχυρότεροι γείτονες του Λιβάνου. Για εύλογους λόγους, το Ισραήλ δεν επιθυμούσε την επικράτηση ενός ριζοσπαστικού καθεστώτος όπου θα ήταν σημαντικός ο ρόλος και η επιρροή της PLO. Αλλά ούτε η Συρία του Χαφέζ αλ Ασαντ επιθυμούσε οι πολιτικές εξελίξεις να πάρουν τροπή δυσάρεστη για τα συριακά συμφέροντα. Το καλοκαίρι του 1976, ο Ασαντ απέστειλε στον Λίβανο ισχυρές συριακές δυνάμεις και πολύ σύντομα μεγάλο μέρος της χώρας ουσιαστικά ελεγχόταν από τη Συρία. Βέβαια, καθώς το σκηνικό παρέμενε ρευστό και η PLO διατήρησε την επιρροή της, από το 1976-77 άρχισε και το Ισραήλ να αναμειγνύεται ενεργά στηρίζοντας χριστιανικές πολιτοφυλακές και οργανώσεις στον νότιο Λίβανο. Μετά το 1977, όταν για πρώτη φορά κυβέρνηση στο Ισραήλ συγκρότησε το δεξιό κόμμα Λικούντ και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός Μεναχέμ Μπέγκιν, οι Ισραηλινοί αποφάσισαν να αναλάβουν πολύ πιο δυναμική δράση για την αντιμετώπιση των επιθέσεων της PLO. Τον Μάρτιο του 1978, έλαβε χώρα μια πρώτη, σύντομης διάρκειας, ισραηλινή εισβολή στον νότιο Λίβανο. Η κρίση συνέχισε να σοβεί. Μέχρι το 1982, όταν έλαβε χώρα η πολύ μεγαλύτερης κλίμακας ισραηλινή εισβολή, ο Λίβανος είχε ήδη καταστεί αυτό που, μεταγενέστερα, ονομάστηκε «αποτυχημένο κράτος» («failed state»).
Καθώς η PLO και άλλες παλαιστινιακές οργανώσεις συνέχιζαν τις επιθέσεις τους εναντίον στόχων στο βόρειο Ισραήλ και το Λικούντ υπό τον Μπέγκιν επικράτησε εκ νέου στις εκλογές του 1981, συμμαχώντας πλέον με μικρότερα δεξιά κόμματα για να συγκροτήσει κυβέρνηση, άνοιξε ο δρόμος για την ισραηλινή εισβολή του 1982. Η ισραηλινή κυβέρνηση επέλεξε να μη διερευνήσει τις πιθανότητες για μια συνολική συμβιβαστική διευθέτηση με τον αραβικό κόσμο, η οποία αναπόφευκτα θα περιλάμβανε και τους Παλαιστινίους. Αντίθετα, αρκέστηκε στην εφαρμογή των όρων ειρήνευσης Ισραήλ - Αιγύπτου. Η κυβέρνηση Μπέγκιν ήταν αποφασισμένη να μην αναγνωρίσει δικαίωμα αυτοδιάθεσης στους Παλαιστινίους και την πιθανότητα δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους – σίγουρα όχι σε εδάφη που κατείχε το Ισραήλ. Παράλληλα, η ενίσχυση της συριακής στρατιωτικής παρουσίας θεωρήθηκε πρόκληση για την ισραηλινή ασφάλεια.
Επειτα από μήνες διαβουλεύσεων και σχεδιασμών, και παρότι οι σχέσεις ΗΠΑ - Ισραήλ περνούσαν τότε από μια φάση προσωρινής κρίσης, η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στον Λίβανο με ισχυρές χερσαίες δυνάμεις: στόχος των Ισραηλινών ήταν να καταφέρουν ισχυρό πλήγμα εναντίον των Παλαιστινίων, να καταστρέψουν στρατιωτικά (ει δυνατόν και πολιτικά) την PLO, να εκδιώξουν τις συριακές δυνάμεις και να επιβάλουν στη χώρα ένα καθεστώς φιλικό προς τα ισραηλινά συμφέροντα.
Μάλιστα, σημαίνοντα μέλη της ισραηλινής κυβέρνησης, όπως ο υπουργός Αμυνας Αριέλ Σαρόν (ο οποίος ήταν ο ενορχηστρωτής της ισραηλινής εισβολής που ακολούθησε), προσδοκούσαν σε μια γενικότερη αναδιάταξη του γεωπολιτικού σκηνικού στην περιοχή μετά μια επιτυχημένη ισραηλινή εισβολή: δηλαδή, όχι απλώς στην καταστροφή της PLO και στην έκλειψη του συριακού παράγοντα από τον Λίβανο με την επιβολή φιλοϊσραηλινής κυβέρνησης εκεί, αλλά και στην εκδίωξη των Παλαιστινίων από τον Λίβανο, στη δημιουργία νέου παλαιστινιακού προσφυγικού κύματος προς την Ιορδανία και στην ανατροπή του ιορδανικού καθεστώτος και την αντικατάστασή του από ένα παλαιστινιακό κράτος. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην «επίλυση» του παλαιστινιακού ζητήματος και θα επέτρεπε την οριστική ενσωμάτωση της Δυτικής Οχθης στο Ισραήλ. Ηδη από τις αρχές του 1982 ο Σαρόν βρισκόταν σε συνεννοήσεις με τον Μπασίρ Τζεμαγέλ, σημαίνοντα ηγέτη του μαρωνίτικου κόμματος Φάλαγγα και επικεφαλής των παραστρατιωτικών του δυνάμεων, ώστε να συντονιστεί η δράση των δύο πλευρών.
Οι συνεχείς επιθέσεις της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης εναντίον του Ισραήλ από το λιβανέζικο έδαφος προκαλούσαν ισραηλινά αντίποινα.
Η οργή των Λιβανέζων σιιτών για την εισβολή και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν εκφράστηκε με την ίδρυση της ακραίας παραστρατιωτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ.