Πύρρειος νίκη με σοβαρές απώλειες σε πολιτικό - διπλωματικό επίπεδο
Τον Ιούνιο του 1982, με αφορμή και την απόπειρα δολοφονίας του Ισραηλινού πρεσβευτή στο Λονδίνο, ισχυρότατες ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν στον Λίβανο και, κάμπτοντας την αντίσταση των συριακών δυνάμεων και της PLO, προήλασαν εντός τριών ημερών έως τη Βηρυτό. Παρά όμως τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, ο σχεδιασμός των Ισραηλινών ανατράπηκε από την αδυναμία των συμμάχων τους, των λιβανέζικων δυνάμεων του Τζεμαγέλ, να συνδεθούν από Βορρά με τον προελαύνοντα ισραηλινό στρατό και, ακολούθως, από την απροθυμία των Φαλαγγιτών να αναλάβουν την εξόντωση ή εκδίωξη της PLO από τη μουσουλμανική δυτική Βηρυτό. Προκειμένου να μην εμπλακούν σε αιματηρές οδομαχίες αλλά και για να αποφευχθούν οξείες διεθνείς αντιδράσεις εξαιτίας της κατάληψης μιας αραβικής πρωτεύουσας από τον ισραηλινό στρατό, οι Ισραηλινοί προτίμησαν να την πολιορκήσουν και άρχισαν να τη βομβαρδίζουν, πλήττοντας στρατόπεδα της PLO. Χιλιάδες Λιβανέζοι και Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια εκείνων των βομβαρδισμών, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες προσφυγοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.
Επειτα από παρέμβαση των ΗΠΑ συμφωνήθηκαν ο τερματισμός των ισραηλινών βομβαρδισμών και η ασφαλής εκκένωση της Βηρυτού –και συνολικά του Λιβάνου– από τις δυνάμεις της PLO. Πράγματι εστάλη μια πολυεθνική δύναμη για να επιβλέψει την αποχώρηση και να εγγυηθεί την ασφάλεια των μαχητών και του Αραφάτ. Οι Παλαιστίνιοι μαχητές διασκορπίστηκαν σε άλλες γειτονικές χώρες, ενώ ο Αραφάτ μετέφερε το αρχηγείο του στην Τυνησία. Ωστόσο, η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη. Τον Σεπτέμβριο εξαγγέλθηκε το λεγόμενο «Σχέδιο Ρέιγκαν», μια αμερικανική ειρηνευτική πρωτοβουλία για την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, η οποία ωστόσο ναυάγησε άμεσα. Επίσης, η τάξη στον Λίβανο ήταν αδύνατο να αποκατασταθεί και οι Ισραηλινοί εκτιμούσαν ότι πολλοί Παλαιστίνιοι μαχητές παρέμεναν κρυμμένοι σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Τον ίδιο μήνα δολοφονήθηκε ο Τζεμαγέλ, που λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε εκλεγεί πρόεδρος του Λιβάνου. Τότε οι Ισραηλινοί επέτρεψαν στους Φαλαγγίτες να προχωρήσουν σε αιματηρά αντίποινα εισβάλλοντας σε παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς – γεγονότα που έμειναν γνωστά ως οι σφαγές της Σάμπρα και Σατίλα (16 Σεπτεμβρίου 1982). Οι σφαγές και η ισραηλινή ανοχή προκάλεσαν κατακραυγή όχι μόνο στον μουσουλμανικό κόσμο αλλά και στη Δύση, ακόμη και στο ίδιο το Ισραήλ.
Παράλληλα, ούτε η πολυεθνική δύναμη (απαρτιζόμενη από Αμερικανούς, Γάλλους και Ιταλούς στρατιώτες) που αναπτύχθηκε στον Λίβανο μπόρεσε να προσφέρει τα αναμενόμενα. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 1984 αποχώρησε δίχως να έχει επιτύχει στην αποστολή της, αφού προηγήθηκαν πολύνεκρες βομβιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις πρώτα εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας στη Βηρυτό τον Απρίλιο του 1983 και έπειτα εναντίον στρατώνων της πολυεθνικής ειρηνευτικής δύναμης τον Οκτώβριο του 1983. Η τελευταία κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες Αμερικανούς και δεκάδες Γάλλους στρατιώτες.