«Εσείς τα λέτε χωρίς περιστροφές, εμείς κινούμαστε πιο υπόγεια»
Την επόμενη ημέρα συναντώ τον Κλάιντ Μένσο, διευθυντή του ΙΤΑ, και τον Ντάνιελ Κιφτ, σύμβουλο προγράμματος του 12ου Brandhaarden. «Γιατί η Ελλάδα;» είναι η πρώτη αναμενόμενη ερώτηση που τους απευθύνω. «Για εμάς είναι πέρα από προφανές ότι ένα θέατρο της Δυτικής Ευρώπης θα στρέψει τα φώτα του στην Ελλάδα. Το Βrandhaarden έχει σκοπό να δείξει τι συμβαίνει διεθνώς, δεν μπορεί να αγνοήσει την Ελλάδα. Είναι συγκινητικό ότι ακόμη και σήμερα συγγραφείς και σκηνοθέτες αντλούν έμπνευση από αρχαία κείμενα και μύθους, εκμηδενίζοντας την απόσταση από το χθες στο τώρα», υπερασπίζεται την απόφασή τους ο Κλάιντ Μένσο.
Παρατηρώ, ωστόσο, ότι με εξαίρεση τη «Νέκυια» όλες οι άλλες παραγωγές (ο «Σεισμός» του Βασίλη Βηλαρά, το «Constatinopoliad», το «Goodbye Lindita», «Το σπίτι» του Δημήτρη Kαραντζά, το «Romaland» των Πρόδρομου Τσινικόρη και Ανέστη Αζά) αφορούσαν τη σύγχρονη δραματουργία. «Μας ενδιαφέρει η συζήτηση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, στην παράδοση και στην πρωτοπορία. Γι' αυτό συνεργαστήκαμε και με το Ιδρυμα Ωνάση, που προωθεί τον σύγχρονο πολιτισμό και τις νέες φωνές χωρίς να στρίβει την πλάτη στην ελληνική μυθολογία ή σε παλαιότερες αναφορές. Διατηρεί μια ισορροπία και επίσης επιδιώκει εδώ και χρόνια την εξωστρέφεια».
«Δεν είναι μόνο λέξεις»
Δεν είναι, όμως, η γλώσσα εμπόδιο σε ένα τέτοιο εγχείρημα; Το αρνούνται και οι δύο, επισημαίνοντας επίσης ότι κάποιες από τις παραστάσεις του φετινού προγράμματος δεν βασίζονταν στον λόγο. «Το θέατρο δεν είναι μόνο λέξεις, είναι περισσότερο από αυτό», υποστηρίζει ο Ντάνιελ Κιφτ. «Το “Σπίτι” μιλούσε για την κλιματική αλλαγή αλλά και την άνοδο της Ακροδεξιάς, θέματα που απασχολούν και εμάς, αλλά και το “Lindita”, o τρόπος δηλαδή που ο Μάριο, αυτό το υπέροχο παιδί με την ωριμότητα 50άχρονου, απέδωσε την απώλεια, χτύπησε νεύρο», προσθέτει ο Kλάιντ Μένσο. Το πρόβλημα πολύ συχνά εντοπίζεται σε αναφορές ή αστεία που χάνονται στη μετάφραση, εξηγούν και οι δύο, και είμαι σίγουρη ότι έχουν στο μυαλό τους το «Romaland». Τι μπορεί να μάθει το Ζεφύρι στο Αμστερνταμ; Πώς θα συναντηθούν αυτοί οι δύο κόσμοι; «Εμείς δεν γνωρίζουμε πολλά για τους Ρομά, όμως υπάρχουν κι εδώ κοινότητες που ζουν στο περιθώριο. Οι παραστάσεις πρέπει να λειτουργούν και λίγο σαν μεγεθυντικός φακός», τονίζει ο Ντάνιελ.
Η βραδιά της Μέλπως
Το βράδυ, η νέα σκηνή του θεάτρου, χωρητικότητας 500 ατόμων, είναι ασφυκτικά γεμάτη. Η παράσταση ξεκινά με όλες τις στερεοτυπικές εικόνες για τους Ρομά: τις παράγκες, τα κλαρίνα, τις πλαστικές καρέκλες και όλες τις κλισέ φράσεις για τις συνήθειες ενός «γύφτου». Πέντε ερασιτέχνες ηθοποιοί ξεγυμνώνονται επί σκηνής λέγοντας τις δικές τους ιστορίες. Πιο πολύ με συγκίνησε η Μέλπω. Πιο φεμινίστρια από τις φεμινίστριες, μαχητική και περήφανη, έλεγε στους Ολλανδούς πως αυτή στο θέατρο ήταν η δεύτερη δουλειά της, η πρώτη ήταν καθαρίστρια σε έναν παιδικό σταθμό. Δεν ήξερε να διαβάζει, δεν είχε βγει ποτέ για καφέ, δεν είχε μπει ποτέ σε θέατρο. Τελειώνοντας, ενημέρωνε το κοινό ότι στην είσοδο του θεάτρου έχει αφήσει χαρτάκια με το τηλέφωνό της, αν κάποιος τη χρειαζόταν για δουλειά.
Στο aftertalk που ακολούθησε, η πρώτη ερώτηση ήταν για εκείνη. Πόσες προτάσεις για δουλειά δέχτηκε από το καμαρίνι της μέχρι το σημείο όπου πραγματοποιούνταν η συζήτηση; «Πολλές», έλεγε και σκούπιζε τα μάτια της και τα σκουπίζαμε όλοι.
Την επόμενη ημέρα, στο «Rebetiko», που θα έκλεινε το φεστιβάλ με τη Λένα Κιτσοπούλου, συνάντησα και πάλι τον Ντάνιελ. Τελικά αποφάσισε τι διαφορά έχει το ελληνικό θέατρο από το δικό του; «Εσείς τα λέτε χωρίς περιστροφές, μέσα στα μούτρα, εμείς κινούμαστε πιο υπόγεια».