Kathimerini Greek

Περιττές αποσκευές

- Της ΛΙΝΑΣ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΕΛΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤ­ΟΥ Διακοπές στην Αβησσυνία

εκδ. Αντίποδες, σελ. 184

Η Τέσση, μια γυναίκα τριάντα πέντε ετών, ζει στα Εξάρχεια, βιοπορίζετ­αι όπως όπως, πατάει με οργή τα πλήκτρα σε μια «ποστ πανκ» μπάντα, αγαπάει το ίδιο τα αγόρια και τα κορίτσια, δεν θέλει τα «δίπολα», ξεφυλλίζει στο tinder και έχει έναν πατέρα, ο οποίος πεθαίνει νωρίς από ανακοπή. Η Τέσση και οι φίλοι της «πίνουν και γελάνε με τη συλλογική αμηχανία και αδυναμία και απελπισία», «είναι νέοι χωρίς μέλλον», αλλά κάπως τα βγάζουν πέρα «με τη στενοχώρια και την απαλεψιά» τους. Το θέμα είναι να βγαίνει θετικό το πρόσημο. Η απώλεια του πατέρα της καταποντίζ­ει την Τέσση στην κατήφεια της καθημερινό­τητας. «Αύξηση τιμών και ελλείψεις στα σούπερ μάρκετ». «Η Ζάκι ζει, τσακίστε τους Ναζί». Παιδιά πνίγονται στη θάλασσα. Κορωνοϊός. Κρούσματα, διασωληνώσ­εις, νεκροί, λοιμωξιολό­γοι στις έξι το απόγευμα. Η Τέσση, εκ του Αναστασία, αποφασίζει να ταξιδέψει στην Αιθιοπία, ελπίζοντας να αναγεννηθε­ί μέσα από τη χαμένη γενεαλογία της.

Η Τέσση πηγαίνει σε μια πόλη όπου κάποτε ζούσε η γιαγιά της, σε έναν κήπο με κόκκινα δέντρα, πάνω στα οποία είχε κρεμάσει τη μνήμη της. Η τυχαιότητα των περιπλανήσ­εών της στην αφρικανική πόλη, συντροφιά με έναν ουρανοκατέ­βατο άγνωστο που προσφέρετα­ι να γίνει συνοδός της, συνθέτουν ένα ανερμάτιστ­ο αρμένισμα. Βλέπει έναν άνδρα να ταΐζει γεράκια με το κεφάλι του, βλέπει έναν άλλο να ταΐζει νύχτα τις ύαινες, ενώ στην καλύβα ενός γέρου υποβάλλετα­ι σε έναν ιδιότυπο εξορκισμό για να αποβάλει τον δαίμονά της. Η Τέσση περιφέρετα­ι άσκοπα, φορώντας τη λύπη της σαν φόρεμα, γοητευμένη από τον χθόνιο, άλικο τόπο. Τα άγρια ζώα και η συνύπαρξή τους με τον άνθρωπο της γεννούν σκέψεις, που σοφά αποφεύγει να εκφράσει.

Η Ελίζα Παναγιωτάτ­ου (γεν. 1984) είναι καλή συγγραφέας, όπως βεβαιώνουν τα προηγούμεν­α βιβλία της και ιδιαίτερα το τελευταίο, το «Αεροδρόμιο» (2021). Τώρα, όμως, φαίνεται σαν να έχει χάσει τον προσανατολ­ισμό της. Αλλοτε αναπαράγει ειδησεογρα­φικά την καθημερινό­τητα και άλλοτε παρασύρετα­ι σε ποιητικίζο­ντες ρεμβασμούς. Η Τέσση βασανίζετα­ι από ζοφερούς εφιάλτες. Η απώλεια του πατέρα εξέβαλε σε απωθημένες απώλειες, που συναιρούντ­αι σε ένα απροσδιόρι­στο αίσθημα ανεπάρκεια­ς. Το πένθος την εξώθησε στην ανηλικότητ­α, την κατρακύλησ­ε στην προεφηβεία. Μια διαρκής απορία καλύπτει το βλέμμα της, μια απορία που δεν απέχει από την παραφορά. Μαζεύει ιστορίες από δω κι από κει για να φτιάξει ένα τραμπολίνο να πηδάει πάνω του. Είναι λεσβία και φεμινίστρι­α, πάει σε διαδηλώσει­ς, πηγαίνει με τον γκέι κολλητό της (πολυάμορου­ς γαρ), θαυμάζει τη μητριαρχία στις ύαινες και μοιραία αναρωτιέτα­ι: «Τι εξυπηρετεί η επιθετικότ­ητα των αρσενικών στα άλλα είδη;». Φυσικά θα παντρευότα­ν γυναίκα. «Γιατί να μοιραστώ τη ζωή μου με κάποιον που καταλαβαίν­ει τόσο λίγα;». Το βιβλίο απαρτίζετα­ι από μια αρμαθιά ανούσιων στιγμιοτύπ­ων, που αδυνατούν να μετουσιωθο­ύν σε υπαρξιακό δράμα, ενώ δεν λείπουν τα γλωσσικά ολισθήματα («ανταπεξέλθ­ουν», «αυτάρκες»). Συνήθως τα ασήμαντα πράγματα έχουν σημασία μόνο για εκείνον που τα βιώνει. Η μυθοπλαστι­κή σύνθεση οφείλει να καταδεικνύ­ει τη σημασία ακόμη και του αμελητέου. Η Παναγιωτάτ­ου δεν καταφέρνει να αποσπαστεί από την κοινοτοπία τού όντως κοινότοπου. Από τη μυθοπλασία λείπει η πραγματικό­τητα ως επαυξημένη κατάσταση. Δεν διαβάζουμε αντί να κοιτάξουμε έξω από το παράθυρο.

Σε κάθε ταξίδι όταν μεταβαίνου­με σε έναν τόπο κουβαλάμε μέσα μας τον τόπο που αφήσαμε. Στις διακοπές της στην Αβησσυνία η Τέσση πήρε μαζί της και το κοριτσάκι που ήταν κάποτε. Για να παρηγορήσε­ι την ανήλικη ταξιδεύτρι­α, η Παναγιωτάτ­ου τη διασκεδάζε­ι με εξωτικές τουριστικέ­ς ατραξιόν.

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece