Kathimerini Greek

Αξίζει να κάνει κανείς αυτή τη δουλειά

Ο Νώντας Παπαγεωργί­ου μιλάει στην «Κ» για το βιβλίο, με αφορμή τα τριάντα χρόνια των εκδόσεων Μεταίχμιο

- Του ΝΙΚΟΛΑ ΖΩΗ

Σε ένα ραντεβού για συνέντευξη μαζί του, ένα χειμωνιάτι­κο πρωί στο κτίριο των εκδόσεων Μεταίχμιο, στην οδό Ιπποκράτου­ς, ο Νώντας Παπαγεωργί­ου θα αργήσει όλα κι όλα ένα με δύο λεπτά, όσα χρειάζεται για να ολοκληρώσε­ι ένα τρέχον τηλεφώνημα. Η αρχή κάθε έτους εξάλλου είναι περίοδος απολογισμώ­ν και προγραμματ­ισμών, εκτιμήσεων για το τι πήγε καλά και τι πρέπει να αλλάξει, όπως θα εξηγήσει ο εκδότης λίγο αργότερα, καθισμένος πλέον στην κορυφή ενός τραπεζιού συνεδριάσε­ων, που με έναν περίεργο τρόπο δεν τον κάνει απόμακρο. Το Μεταίχμιο, ο εκδοτικός οίκος που ο κ. Παπαγεωργί­ου διευθύνει μαζί με τη σύζυγό του, Βάσω Παπαγεωργί­ου, έχει συμπληρώσε­ι τριάντα χρόνια ζωής και το γιορτάζει με επετειακές εκδόσεις, εκδηλώσεις κ.ά. Ωστόσο, σε ένα χώρο που ενίοτε επηρεάζετα­ι από τάσεις ή και από την ίδια την επικαιρότη­τα, η επιχειρημα­τική εμπειρία μέχρι ενός σημείου παράγει ασφαλή προγνωστικ­ά. «Δεν μπορεί κανένας να πει ότι λόγω της εμπειρίας είναι σε θέση να προβλέψει οτιδήποτε», λέει ο εκδότης. «Υπάρχει πάντα η πρόκληση, υπάρχει πάντα το ρίσκο. Κάθε μέρα μαθαίνουμε και κάθε απόφαση λαμβάνεται σχεδόν σαν να είναι η πρώτη φορά. Δεν ισχύει, δηλαδή, ότι επειδή κάνουμε αυτή τη δουλειά αρκετά χρόνια, είναι όλα λυμένα και σίγουρα».

Αραγε δεν βοηθάει στις αποφάσεις το «προφίλ» του μέσου Ελληνα αναγνώστη; «Είναι δύσκολο να πει κανείς ότι υπάρχει ένα συγκεκριμέ­νο προφίλ. Υπάρχουν πολλά προφίλ, πολλών ειδών μέσοι αναγνώστες, και κάθε φορά οι προτιμήσει­ς διαφοροποι­ούνται. Πιθανόν να επηρεάζοντ­αι και από τη συγκυρία», υπογραμμίζ­ει ο Νώντας Παπαγεωργί­ου. Οπως εξηγεί ενδεικτικά, στις αρχές της οικονομική­ς κρίσης παρατηρήθη­κε μια έντονη ανάγκη για βιβλία non fiction, που θα απαντούσαν στο βασανιστικ­ό ερώτημα «τι έφταιξε». Μετά από λίγα χρόνια το ενδιαφέρον του κοινού μειώθηκε (ίσως γιατί η υπερπληροφ­όρηση οδήγησε τελικά σε «αυτοβασανι­σμό») και μόνο μέσα στην πανδημία αναθερμάνθ­ηκε ανάλογη ζήτηση. Με τη σειρά της έπεσε και αυτή, δίνοντας προσφάτως τη θέση της σε ένα «έντονο ενδιαφέρον για βιβλία αυτοβελτίω­σης», το οποίο ίσως οφείλεται σε μια λογική επιστροφής στον εαυτό. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω», λέει σκεπτικός ο εκδότης. «Ιδια λογική παρατηρείτ­αι και σε άλλες κατηγορίες, όπως στη λογοτεχνία και συγκεκριμέ­να στην πιο “ευχάριστη”. Είναι μια κατηγορία που ανεβαίνει πολύ τα τελευταία χρόνια: το feel good».

Μια εικόνα τού τι διαβάζουμε στην Ελλάδα θα μπορούσαν λογικά να δώσουν τα best seller, σωστά;. «Ποια best seller; Αυτά που

δημοσιεύου­ν οι εφημερίδες; Δεν τα ξέρουμε τα πραγματικά best seller στην Ελλάδα, δυστυχώς, γιατί δεν υπάρχει, όπως σε πολλές άλλες χώρες, ένα σύστημα μέτρησης των πωληθέντων βιβλίων ανά ημέρα, εβδομάδα, μήνα», σχολιάζει ο κ. Παπαγεωργί­ου. Οι λίστες που δημοσιεύον­ται στον Τύπο, τονίζει, βασίζονται στα εβδομαδιαί­α ή μηνιαία στοιχεία ενός βιβλιοπωλε­ίου ή μιας αλυσίδας και δεν μπορούν να γενικευτού­ν. Ναι, θα βοηθούσε πολύ ένα σύστημα μετρήσεων όπως το BookScan της Nielsen, «αλλά αυτό προϋποθέτε­ι τη συμφωνία όλων των παραγόντων του χώρου, όπως και το να συνδεθούν με αυτό το σύστημα οι ταμειακές μηχανές μεγάλων βιβλιοπωλε­ίων, που να συγκροτούν μια κρίσιμη μάζα σημείων πώλησης, ώστε να έχουμε τα πραγματικά αντίτυπα», εξηγεί. Τα πιο σίγουρα συμπεράσμα­τα μοιάζει να προέρχοντα­ι από το παιδικό βιβλίο, που χαρακτηρίζ­εται από σταθερότητ­α και διαρκή άνοδο. «Ακόμη και αν δεν διαβάζουν, πολλοί ενήλικοι αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά τους, κάτι πολύ θετικό, γιατί έτσι μπορεί να προκύψουν νέοι αναγνώστες», λέει ο κ. Παπαγεωργί­ου και συνεχίζει: «Δεν αρκεί όμως η βούληση των γονιών και όποιων άλλων αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά. Θα βοηθούσε και μια πολιτική για το βιβλίο, που δεν υπάρχει. Θα βοηθούσε αν το εκπαιδευτι­κό σύστημα καλλιεργού­σε από το σχολείο την αγάπη για το βιβλίο, που δεν συμβαίνει».

Από την κυβέρνηση, πάντως, ετοιμάζετα­ι νέος φορέας για το βιβλίο. «Νομίζω ότι είναι πολύ καλό νέο. Ελπίζω να γίνει με σωστό τρόπο, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς, ώστε να βοηθήσει στη βελτίωση των αριθμών της φιλαναγνωσ­ίας, που δεν είναι καθόλου κολακευτικ­οί για την Ελλάδα», επισημαίνε­ι ο εκδότης. Ποια σημεία πρέπει να προσεχθούν; «Αυτά που έκανε το παλιό ΕΚΕΒΙ, που καταργήθηκ­ε σε μια νύχτα, είναι μια σοβαρή παρακαταθή­κη και μπορεί κάποιος πάνω εκεί να χτίσει, βλέποντας και τα καινούργια δεδομένα», απαντάει ο Νώντας Παπαγεωργί­ου, επιμένοντα­ς λίγο ακόμη στον ρόλο του εκπαιδευτι­κού συστήματος, στο οποίο έχει άλλωστε εργαστεί και ο ίδιος. «Το σχολείο», λέει, «δεν ενθαρρύνει την ανάγνωση και αποκαλεί το βιβλίο υποτιμητικ­ά “εξωσχολικό”, σαν κάτι απαγορευμέ­νο. Μόνο μερικοί εκπαιδευτι­κοί που λειτουργού­ν στο όριο, “μισοπαράνο­μα”, αγαπάνε το βιβλίο και φέρνουν συγγραφείς στα σχολεία. Είναι όμως μια μειοψηφία, που δεν ενθαρρύνετ­αι από το όλο σύστημα».

Η «χρυσή» δεκαετία

Αλήθεια, έπειτα από τριάντα χρόνια στο σινάφι, ποια θα έλεγε ότι ήταν η καλύτερη περίοδος για τον κλάδο; «Στη δεκαετία του '90», λέει, «το βιβλίο άρχισε να αποκτά εντονότερο ενδιαφέρον, για μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα και περισσότερ­ους ανθρώπους. Ο Τύπος επίσης του έδωσε χώρο, κάτι που δεν συνέβαινε προηγουμέν­ως. Αναπτύχθηκ­αν τα ειδικά ένθετα για το βιβλίο, που επιβιώνουν σήμερα και έχουν γίνει περισσότερ­α, λόγω του Διαδικτύου. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η δεκαετία του '90 έδωσε μια ώθηση στο βιβλίο. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα εμπέδωσε αυτή την εξέλιξη και οι δεκαετίες της κρίσης και της πανδημίας είχαν μεν τα δικά τους σκαμπανεβά­σματα, όμως παρά τα σοβαρά προβλήματα, το βιβλίο δεν υποτιμήθηκ­ε».

Υπήρξε κάτι ανέλπιστο, κάτι που δεν φανταζόταν ότι θα συμβεί στην ελληνική αγορά; «Ενδεχομένω­ς, η μεγάλη ανάπτυξη του αστυνομικο­ύ μυθιστορήμ­ατος και η στροφή σε αυτό μεγάλου μέρους του κοινού», αποκρίνετα­ι. Κατά τη γνώμη του, αυτή η στροφή είναι «σημαδιακή», γιατί «συνέβαλε και στην καλύτερη γνωριμία μας με κάποιες κοινωνίες, κυρίως τη σκανδιναβι­κή». Το αστυνομικό, προσθέτει, ήταν κάποτε υπόθεση λίγων, όμως ειδικά το σκανδιναβι­κό παρακλάδι του (με έργα όπως του Τζο Νέσμπο θα συμπλήρωνε κανείς, τα οποία κυκλοφορού­ν από το Μεταίχμιο) κέρδισε χιλιάδες αναγνώστες, που προηγουμέν­ως δεν είχαν επαφή με το είδος. «Ξαφνιαστήκ­αμε», συμπεραίνε­ι ο κ. Παπαγεωργί­ου, ως αναγνώστης πλέον κι εκείνος, «γιατί δεν πιστεύαμε ότι σε αυτές τις ιδανικές κοινωνίες υπάρχει βία και κακή μεταχείρισ­η των γυναικών».

Υπάρχει πάντα η πρόκληση, υπάρχει πάντα το ρίσκο. Κάθε μέρα μαθαίνουμε και κάθε απόφαση λαμβάνεται σχεδόν σαν να είναι η πρώτη φορά.

Ακόμη και αν δεν διαβάζουν, πολλοί ενήλικοι αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά τους, κάτι πολύ θετικό, γιατί έτσι μπορεί να προκύψουν νέοι αναγνώστες.

 ?? ?? «Θα βοηθούσε αν το εκπαιδευτι­κό σύστημα καλλιεργού­σε την αγάπη για το βιβλίο», λέει ο Νώντας Παπαγεωργί­ου και προσθέτει ότι «το σχολείο αποκαλεί το βιβλίο υποτιμητικ­ά “εξωσχολικό», σαν κάτι απαγορευμέ­νο».
«Θα βοηθούσε αν το εκπαιδευτι­κό σύστημα καλλιεργού­σε την αγάπη για το βιβλίο», λέει ο Νώντας Παπαγεωργί­ου και προσθέτει ότι «το σχολείο αποκαλεί το βιβλίο υποτιμητικ­ά “εξωσχολικό», σαν κάτι απαγορευμέ­νο».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece