Αξίζει να κάνει κανείς αυτή τη δουλειά
Ο Νώντας Παπαγεωργίου μιλάει στην «Κ» για το βιβλίο, με αφορμή τα τριάντα χρόνια των εκδόσεων Μεταίχμιο
Σε ένα ραντεβού για συνέντευξη μαζί του, ένα χειμωνιάτικο πρωί στο κτίριο των εκδόσεων Μεταίχμιο, στην οδό Ιπποκράτους, ο Νώντας Παπαγεωργίου θα αργήσει όλα κι όλα ένα με δύο λεπτά, όσα χρειάζεται για να ολοκληρώσει ένα τρέχον τηλεφώνημα. Η αρχή κάθε έτους εξάλλου είναι περίοδος απολογισμών και προγραμματισμών, εκτιμήσεων για το τι πήγε καλά και τι πρέπει να αλλάξει, όπως θα εξηγήσει ο εκδότης λίγο αργότερα, καθισμένος πλέον στην κορυφή ενός τραπεζιού συνεδριάσεων, που με έναν περίεργο τρόπο δεν τον κάνει απόμακρο. Το Μεταίχμιο, ο εκδοτικός οίκος που ο κ. Παπαγεωργίου διευθύνει μαζί με τη σύζυγό του, Βάσω Παπαγεωργίου, έχει συμπληρώσει τριάντα χρόνια ζωής και το γιορτάζει με επετειακές εκδόσεις, εκδηλώσεις κ.ά. Ωστόσο, σε ένα χώρο που ενίοτε επηρεάζεται από τάσεις ή και από την ίδια την επικαιρότητα, η επιχειρηματική εμπειρία μέχρι ενός σημείου παράγει ασφαλή προγνωστικά. «Δεν μπορεί κανένας να πει ότι λόγω της εμπειρίας είναι σε θέση να προβλέψει οτιδήποτε», λέει ο εκδότης. «Υπάρχει πάντα η πρόκληση, υπάρχει πάντα το ρίσκο. Κάθε μέρα μαθαίνουμε και κάθε απόφαση λαμβάνεται σχεδόν σαν να είναι η πρώτη φορά. Δεν ισχύει, δηλαδή, ότι επειδή κάνουμε αυτή τη δουλειά αρκετά χρόνια, είναι όλα λυμένα και σίγουρα».
Αραγε δεν βοηθάει στις αποφάσεις το «προφίλ» του μέσου Ελληνα αναγνώστη; «Είναι δύσκολο να πει κανείς ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο προφίλ. Υπάρχουν πολλά προφίλ, πολλών ειδών μέσοι αναγνώστες, και κάθε φορά οι προτιμήσεις διαφοροποιούνται. Πιθανόν να επηρεάζονται και από τη συγκυρία», υπογραμμίζει ο Νώντας Παπαγεωργίου. Οπως εξηγεί ενδεικτικά, στις αρχές της οικονομικής κρίσης παρατηρήθηκε μια έντονη ανάγκη για βιβλία non fiction, που θα απαντούσαν στο βασανιστικό ερώτημα «τι έφταιξε». Μετά από λίγα χρόνια το ενδιαφέρον του κοινού μειώθηκε (ίσως γιατί η υπερπληροφόρηση οδήγησε τελικά σε «αυτοβασανισμό») και μόνο μέσα στην πανδημία αναθερμάνθηκε ανάλογη ζήτηση. Με τη σειρά της έπεσε και αυτή, δίνοντας προσφάτως τη θέση της σε ένα «έντονο ενδιαφέρον για βιβλία αυτοβελτίωσης», το οποίο ίσως οφείλεται σε μια λογική επιστροφής στον εαυτό. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω», λέει σκεπτικός ο εκδότης. «Ιδια λογική παρατηρείται και σε άλλες κατηγορίες, όπως στη λογοτεχνία και συγκεκριμένα στην πιο “ευχάριστη”. Είναι μια κατηγορία που ανεβαίνει πολύ τα τελευταία χρόνια: το feel good».
Μια εικόνα τού τι διαβάζουμε στην Ελλάδα θα μπορούσαν λογικά να δώσουν τα best seller, σωστά;. «Ποια best seller; Αυτά που
δημοσιεύουν οι εφημερίδες; Δεν τα ξέρουμε τα πραγματικά best seller στην Ελλάδα, δυστυχώς, γιατί δεν υπάρχει, όπως σε πολλές άλλες χώρες, ένα σύστημα μέτρησης των πωληθέντων βιβλίων ανά ημέρα, εβδομάδα, μήνα», σχολιάζει ο κ. Παπαγεωργίου. Οι λίστες που δημοσιεύονται στον Τύπο, τονίζει, βασίζονται στα εβδομαδιαία ή μηνιαία στοιχεία ενός βιβλιοπωλείου ή μιας αλυσίδας και δεν μπορούν να γενικευτούν. Ναι, θα βοηθούσε πολύ ένα σύστημα μετρήσεων όπως το BookScan της Nielsen, «αλλά αυτό προϋποθέτει τη συμφωνία όλων των παραγόντων του χώρου, όπως και το να συνδεθούν με αυτό το σύστημα οι ταμειακές μηχανές μεγάλων βιβλιοπωλείων, που να συγκροτούν μια κρίσιμη μάζα σημείων πώλησης, ώστε να έχουμε τα πραγματικά αντίτυπα», εξηγεί. Τα πιο σίγουρα συμπεράσματα μοιάζει να προέρχονται από το παιδικό βιβλίο, που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και διαρκή άνοδο. «Ακόμη και αν δεν διαβάζουν, πολλοί ενήλικοι αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά τους, κάτι πολύ θετικό, γιατί έτσι μπορεί να προκύψουν νέοι αναγνώστες», λέει ο κ. Παπαγεωργίου και συνεχίζει: «Δεν αρκεί όμως η βούληση των γονιών και όποιων άλλων αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά. Θα βοηθούσε και μια πολιτική για το βιβλίο, που δεν υπάρχει. Θα βοηθούσε αν το εκπαιδευτικό σύστημα καλλιεργούσε από το σχολείο την αγάπη για το βιβλίο, που δεν συμβαίνει».
Από την κυβέρνηση, πάντως, ετοιμάζεται νέος φορέας για το βιβλίο. «Νομίζω ότι είναι πολύ καλό νέο. Ελπίζω να γίνει με σωστό τρόπο, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς, ώστε να βοηθήσει στη βελτίωση των αριθμών της φιλαναγνωσίας, που δεν είναι καθόλου κολακευτικοί για την Ελλάδα», επισημαίνει ο εκδότης. Ποια σημεία πρέπει να προσεχθούν; «Αυτά που έκανε το παλιό ΕΚΕΒΙ, που καταργήθηκε σε μια νύχτα, είναι μια σοβαρή παρακαταθήκη και μπορεί κάποιος πάνω εκεί να χτίσει, βλέποντας και τα καινούργια δεδομένα», απαντάει ο Νώντας Παπαγεωργίου, επιμένοντας λίγο ακόμη στον ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος, στο οποίο έχει άλλωστε εργαστεί και ο ίδιος. «Το σχολείο», λέει, «δεν ενθαρρύνει την ανάγνωση και αποκαλεί το βιβλίο υποτιμητικά “εξωσχολικό”, σαν κάτι απαγορευμένο. Μόνο μερικοί εκπαιδευτικοί που λειτουργούν στο όριο, “μισοπαράνομα”, αγαπάνε το βιβλίο και φέρνουν συγγραφείς στα σχολεία. Είναι όμως μια μειοψηφία, που δεν ενθαρρύνεται από το όλο σύστημα».
Η «χρυσή» δεκαετία
Αλήθεια, έπειτα από τριάντα χρόνια στο σινάφι, ποια θα έλεγε ότι ήταν η καλύτερη περίοδος για τον κλάδο; «Στη δεκαετία του '90», λέει, «το βιβλίο άρχισε να αποκτά εντονότερο ενδιαφέρον, για μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα και περισσότερους ανθρώπους. Ο Τύπος επίσης του έδωσε χώρο, κάτι που δεν συνέβαινε προηγουμένως. Αναπτύχθηκαν τα ειδικά ένθετα για το βιβλίο, που επιβιώνουν σήμερα και έχουν γίνει περισσότερα, λόγω του Διαδικτύου. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η δεκαετία του '90 έδωσε μια ώθηση στο βιβλίο. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα εμπέδωσε αυτή την εξέλιξη και οι δεκαετίες της κρίσης και της πανδημίας είχαν μεν τα δικά τους σκαμπανεβάσματα, όμως παρά τα σοβαρά προβλήματα, το βιβλίο δεν υποτιμήθηκε».
Υπήρξε κάτι ανέλπιστο, κάτι που δεν φανταζόταν ότι θα συμβεί στην ελληνική αγορά; «Ενδεχομένως, η μεγάλη ανάπτυξη του αστυνομικού μυθιστορήματος και η στροφή σε αυτό μεγάλου μέρους του κοινού», αποκρίνεται. Κατά τη γνώμη του, αυτή η στροφή είναι «σημαδιακή», γιατί «συνέβαλε και στην καλύτερη γνωριμία μας με κάποιες κοινωνίες, κυρίως τη σκανδιναβική». Το αστυνομικό, προσθέτει, ήταν κάποτε υπόθεση λίγων, όμως ειδικά το σκανδιναβικό παρακλάδι του (με έργα όπως του Τζο Νέσμπο θα συμπλήρωνε κανείς, τα οποία κυκλοφορούν από το Μεταίχμιο) κέρδισε χιλιάδες αναγνώστες, που προηγουμένως δεν είχαν επαφή με το είδος. «Ξαφνιαστήκαμε», συμπεραίνει ο κ. Παπαγεωργίου, ως αναγνώστης πλέον κι εκείνος, «γιατί δεν πιστεύαμε ότι σε αυτές τις ιδανικές κοινωνίες υπάρχει βία και κακή μεταχείριση των γυναικών».
Υπάρχει πάντα η πρόκληση, υπάρχει πάντα το ρίσκο. Κάθε μέρα μαθαίνουμε και κάθε απόφαση λαμβάνεται σχεδόν σαν να είναι η πρώτη φορά.
Ακόμη και αν δεν διαβάζουν, πολλοί ενήλικοι αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά τους, κάτι πολύ θετικό, γιατί έτσι μπορεί να προκύψουν νέοι αναγνώστες.