Πόσο αξιοποιήθηκαν τα κονδύλια της Ε.Ε.;
Η ΚΑΠ αποτελεί τον μηχανισμό διοχέτευσης κονδυλίων στην αγροτική παραγωγή της Ε.Ε., έτσι ώστε να καταστεί ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον, από το 1962.
Με τη μορφή που έχει τις τελευταίες δεκαετίες η ΚΑΠ αποτελείται από τον πρώτο πυλώνα που χρηματοδοτείται από το ΕΓΤΑ και περιλαμβάνει τις «εισοδηματικές ενισχύσεις», το λεγόμενο στη χώρα μας τσεκ. Ο δεύτερος πυλώνας χρηματοδοτείται από το ΕΓΤΑΑ και περιλαμβάνει τις «διαρθρωτικές» παρεμβάσεις μέσω των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, που αφορούν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του πρωτογενή τομέα, τη μείωση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από την άσκηση της γεωργικής δραστηριότητας και την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών. Σε επίπεδο Ε.Ε., αλλά και στη χώρα μας, διαχρονικά ο πρώτος πυλώνας συγκεντρώνει το 75%, ενώ ο δεύτερος το 25% των πόρων της ΚΑΠ. Μέσω της εφαρμογής των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, στη χώρα μας από το 2000-2020 έχουν επενδυθεί 16,6 δισ. ευρώ. Αξιοποιήθηκαν τα χρήματα αυτά ή απλά δαπανήθηκαν για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών;
Σε ποιο βαθμό έχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας; Προστατεύθηκε το περιβάλλον; Μειώθηκαν οι ανισότητες μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών;
Μέσω των προγραμμάτων για την προσέλκυση νέων γεωργών (κάτω των 40), από το 2000 έως σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν εγκατασταθεί περί τους 100.000 νέους γεωργούς στην ελληνική ύπαιθρο. Η εγκατάσταση νέων γεωργών αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη διαρθρωτική παρέμβαση. Αν και τα προγράμματα
αυτά δεν απέδωσαν όσο θα μπορούσαν, ωστόσο μέσα σ' αυτή την –σχεδόν– 25ετία εφαρμογής έχουν εισέλθει αρκετοί νέοι στον τομέα, μεταβάλλοντας προς τα κάτω την ηλικιακή σύνθεση της ομάδας των αγροτών.
Αντίθετα, όμως, οι δράσεις εκπαίδευσης - κατάρτισης - παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών - μεταφοράς τεχνογνωσίας και ενίσχυσης της καινοτομίας είτε δεν υλοποιήθηκαν καθόλου όλα αυτά τα χρόνια είτε μέσω των αναθεωρήσεων των προγραμμάτων κατέληγαν να αποτελούν το 1% των δαπανών. Οι επενδύσεις σε επίπεδο γεωργικών εκμεταλλεύσεων και μεταποιητικών επιχειρήσεων καθ' όλη την εξεταζόμενη περίοδο δεν υπερέβησαν το 1 δισ. ευρώ (δημόσια δαπάνη) και ενισχύθηκαν συνολικά περί τις 30.000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις και περίπου 1.000 επιχειρήσεις πρώτης μεταποίησης. Αφορούν δηλαδή το 3% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της χώρας και άρα έχουν περιορισμένη συμβολή στην προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών στην ελληνική γεωργία.
Οι εισοδηματικές ενισχύσεις στους γεωργούς των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών απορροφούν διαχρονικά το 32%-35% των πόρων του δεύτερου πυλώνα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη συνέχιση της άσκησης της γεωργικής δραστηριότητας στις περιοχές αυτές, με βασικό ωφελούμενο κλάδο την αιγοπροβατοτροφεία. Το 25%-30% των πόρων δίνεται στις αγροπεριβαλλοντικές δράσεις, με κύρια δράση την προώθηση της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, χωρίς όμως αυτό να έχει οδηγήσει στη μείωση των τιμών και τη συνακόλουθη αύξηση της προσφοράς τους στον καταναλωτή.
Συμπερασματικά, τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό του τομέα - αλλά όχι στον αναγκαίο βαθμό που θα περιόριζε την εξάρτηση του αγροτικού εισοδήματος από τις επιδοτήσεις - άμεσες ενισχύσεις του πρώτου πυλώνα.
Μέσω των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, από το 2000 έως το 2020 επενδύθηκαν 16,6 δισ. ευρώ.