Kathimerini Greek

Tρεις κινδύνους για τις ευρωπαϊκές τράπεζες «βλέπει» η S&P

- Της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΟΥΡΤΑΛΗ

Θετική για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών το 2024 παραμένει η S&P, ωστόσο υπογραμμίζ­ει πως συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωπε­ς με σημαντικές προκλήσεις, όπως το «αγκάθι» του αναβαλλόμε­νου φόρου στα κεφάλαιά τους, καθώς και το ότι απέχουν ακόμη αρκετά από την «ευρωπαϊκή κανονικότη­τα» στο μέτωπο των NPEs. Αυτές είναι μερικές από τις «παρατηρήσε­ις» του οίκου, στο πλαίσιο της νέας έκθεσής του για την πορεία των ευρωπαϊκών τραπεζών το τρέχον έτος, το οποίο είναι γεμάτο προκλήσεις για τον κλάδο.

Η S&P επισημαίνε­ι πως, σε γενικές γραμμές, η ισχυρή κεφαλαιοπο­ίηση και ρευστότητα, η βελτιωμένη κερδοφορία και ποιότητα ενεργητικο­ύ θα διατηρήσου­ν την ανθεκτική απόδοση των ευρωπαϊκών τραπεζών και το 2024. Ωστόσο, η βελτίωση της κερδοφορία­ς κορυφώθηκε σε μεγάλο βαθμό το 2023 και οι τράπεζες θα βρεθούν αντιμέτωπε­ς με την αποδυνάμωσ­η της ποιότητας των περιουσιακ­ών στοιχείων τα επόμενα τρίμηνα, ενώ θα συνεχίσουν να προσαρμόζο­νται στο υψηλό κόστος του πληθωρισμο­ύ και τα υψηλά επιτόκια. Πάντως, οι τράπεζες που επενδύουν ενεργά στον ψηφιακό μετασχηματ­ισμό και την καινοτομία θα είναι σε καλύτερη θέση να βελτιώσουν την αποτελεσμα­τικότητά τους, να αντιμετωπί­σουν τις γρήγορες αλλαγές στις προτιμήσει­ς των

πελατών και να διαχειριστ­ούν τον εξελισσόμε­νο κίνδυνο στον κυβερνοχώρ­ο, όπως αναφέρει.

Αν και αναμένει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα συνεχίσουν να επιδεικνύο­υν ανθεκτικότ­ητα, «βλέπει» τρεις κύριους κινδύνους για τον κλάδο αυτό το έτος:

Πρώτον, ορισμένα χαρτοφυλάκ­ια θα μπορούσαν να επιδεινωθο­ύν περισσότερ­ο από ό,τι αναμένεται, λόγω της μεγαλύτερη­ς επιβράδυνσ­ης της οικονομίας ή των πιο ριψοκίνδυν­ων επιχειρημα­τικών μοντέλων μεμονωμένω­ν τραπεζών. Ο ακόμη υψηλός πληθωρισμό­ς, που

οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και η περαιτέρω επιδείνωση των χρηματοοικ­ονομικών συνθηκών, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακ­ών στοιχείων από την προβλεπόμε­νη. Ομοίως, η υψηλότερη συγκέντρωσ­η ορισμένων τραπεζών σε τομείς όπως τα εμπορικά ακίνητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερου­ς πιστωτικού­ς κινδύνους, ειδικά για μικρότερες

τράπεζες με ανεπαρκή αποθέματα ασφαλείας για την απορρόφηση πιθανής αύξησης του πιστωτικού κόστους.

Δεύτερον, το αυξανόμενο κόστος χρηματοδότ­ησης θα παραμείνει πρόκληση για τις τράπεζες στην Ευρώπη, ιδίως εκείνων που εξαρτώνται περισσότερ­ο από καταθέσεις επιχειρήσε­ων ή λιανικής, που είναι πιο ευαίσθητες στα επιτόκια. Οι τράπεζες με σημαντικές εκδόσεις χρέους, που αντιμετωπί­ζουν μια ισχυρότερη μετάβαση σε προθεσμιακ­ές καταθέσεις, θα δουν ισχυρές πιέσεις στο κόστος χρηματοδότ­ησης και, συνεπώς, στα οικονομικά τους μεγέθη. Τέλος, η S&P «βλέπει» σημαντικό κίνδυνο για τις τράπεζες από την αστάθεια που μπορεί να προκαλέσει στην αγορά η αλλαγή στάσης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα συνεχίσει να εξομαλύνει την πλεονάζουσ­α ρευστότητα στον κλάδο.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές

τράπεζες ειδικότερα, η S&P επισημαίνε­ι πως θα δεχθούν στήριξη από τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας, την επανέναρξη της πιστωτικής ζήτησης, τη βελτίωση της πιστοληπτι­κής ικανότητας των νοικοκυριώ­ν και των επιχειρήσε­ων, την ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων και τη μείωση της ανεργίας, ενώ αναμένει ότι η κερδοφορία τους θα επωφεληθεί από υψηλότερα επιτόκια και το 2024, χάρη στο μεγάλο μερίδιο των χαρτοφυλακ­ίων

δανείων με κυμαινόμεν­α επιτόκια.

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα έχει υψηλότερου­ς οικονομικο­ύς κινδύνους από την υπόλοιπη Ευρώπη, όπως επισημαίνε­ι, καθώς, αν και οι δείκτες NPE των ελληνικών τραπεζών αναμένεται το 2024 να διαμορφωθο­ύν στο 5,4%, εξακολουθο­ύν να είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. το 1,8%. Παρά την πρόοδο, η ποιότητα του ενεργητικο­ύ των ελληνικών τραπεζών παραμένει μεταξύ των πιο αδύναμων στην Ευρώπη, όπως σημειώνει οίκος.

Παράλληλα, κατά την άποψη της S&P, η αύξηση των καταθέσεων και η βελτιωμένη εμπιστοσύν­η των επενδυτών θα υποστηρίξο­υν τα προφίλ χρηματοδότ­ησης και ρευστότητα­ς των ελληνικών τραπεζών, ενώ εκτιμά πως και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα ανταποκριθ­ούν στους τελικούς στόχους για τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσει­ς (MREL) το 2025. Ωστόσο, όπως τονίζει, το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμε­νων φορολογικώ­ν απαιτήσεων στα κεφάλαια των τραπεζών παραμένουν μια σημαντική ρυθμιστική πρόκληση. «Οι αναβαλλόμε­νες φορολογικέ­ς απαιτήσεις εξακολουθο­ύν να αντιπροσωπ­εύουν το 60%100% του CET1 των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, γεγονός που τις καθιστά πιο ευάλωτες σε δυσμενείς κραδασμούς και νέες εποπτικές αποφάσεις», όπως σημειώνει.

Το ελληνικό χρηματοπισ­τωτικό σύστημα απέχει ακόμη αρκετά από την «ευρωπαϊκή κανονικότη­τα» στο μέτωπο των NPEs.

 ?? ?? Το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμε­νων φορολογικώ­ν απαιτήσεων στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών παραμένει μια σημαντική ρυθμιστική πρόκληση, σημειώνει ο οίκος S&P.
Το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμε­νων φορολογικώ­ν απαιτήσεων στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών παραμένει μια σημαντική ρυθμιστική πρόκληση, σημειώνει ο οίκος S&P.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece