Kathimerini Greek

Η Αθήνα του Δημήτρη Φύσσα

- Tου ΔΗΜΗτρΗ ρΗγοΠουΛου

Μου είχε δώσει ραντεβού σε ένα καφενείο που αγνοούσα το όνοµα και την ύπαρξή του. Προσποιήθη­κα ότι το γνώριζα. Τελικά το ανακάλυψα χαµηλά στη Μαυροµιχάλ­η και ήταν σαν ο ∆ηµήτρης Φύσσας να µε καλωσόριζε στον κόσµο του. «Αυτό είναι το “Πανελλήνιο­ν”, έχεις ξανάρθει;». Του παραδέχθηκ­α την αλήθεια, γέλασε µε το παροιµιώδε­ς, βροντερό, γάργαρο γέλιο του, αυτό που έκτοτε συνδύασα τελεσίδικα µε το παρουσιαστ­ικό και την ψυχή αυτού του µοναδικού τύπου των γραµµάτων µας αλλά και της αθηναϊκής ζωής, ενός καλόκαρδου γίγαντα που ήξερε να είναι µόνο ο εαυτός του. Και τι υπέροχο διαβατήριο αυτό για τη ζωή και τη θέση σου στον κόσµο, να γιατί ο ∆ηµήτρης Φύσσας (1956-2024) αγαπήθηκε από τόσο πολλούς και τόσο διαφορετικ­ούς ανθρώπους: η ανοιχτωσιά της ψυχής του τον έκανε προσιτό σε όλους ακόµα κι αν η πρώτη επαφή δοκίµαζε τα όρια ανάµεσα σε χαρακτήρες, γούστα, ιδιοσυγκρα­σίες.

Εντελώς άγουρος από τις παραστάσει­ς και τις µεγάλες αγάπες του ∆ηµήτρη (τα καφενεία, τα µικροµάγαζ­α, τις στοές της παρακµής, τις πνιγµένες από το τσιγάρο λέσχες, τα λερωµένα σινεµά), έµεινα να χαζεύω το «Πανελλήνιο­ν», ένα από τα ελάχιστα αθηναϊκά καφενεία που επιβιώνουν µέχρι σήµερα. Καθώς εδώ και χρόνια είχε εξελιχθεί σε σκακιστικό στέκι, ο ∆ηµήτρης µε άφησε να παρακολουθ­ώ µια ζωηρή αναµέτρηση που είχε συγκεντρώσ­ει το ενδιαφέρον των λιγοστών θαµώνων. Τότε δεν µπορούσα να το καταλάβω (η συνάντηση γνωριµίας µας ήταν µε την ευκαιρία της εκδοτικής επιτυχίας του µυθιστορήµ­ατός του «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγµατο­ς») αλλά σήµερα, λίγες ώρες µετά τη δηµοσιοποί­ηση της αναπάντεχη­ς εκδηµίας του, σκέφτοµαι ότι ήταν µια τελετή µύησης. Μιλήσαµε για πολλά εκείνο το φθινοπωριν­ό απόγευµα και όταν πια αποχαιρετι­στήκαµε είχα τη βεβαιότητα ότι η αρχική µου συστολή δεν είχε να κάνει τόσο µε τη φαινοµενικ­ή απόσταση των χαρακτήρων (ανοιχτός και αυθόρµητος αυτός, πιο κλειστός και «µαζεµένος» εγώ) αλλά µε το βάθος της εµπειρίας: ο ∆ηµήτρης Φύσσας µου αποκάλυπτε µια διαφορετικ­ή εκδοχή της Αθήνας που και οι δύο αγαπούσαµε εξίσου, πιο λαϊκή, πιο αυθεντική, πιο βιωµένη. Κυρίως µε µάθαινε κάτι που αγνοούσα σε εκείνη την ηλικία: οι κοινές αγάπες, τα κοινά

ενδιαφέρον­τα, οι κοινές µανίες δεν πηγάζουν απαραίτητα από την ίδια ψυχική κοίτη. Αντίθετα, αυτή είναι η πραγµατική τους οµορφιά.

Η λατρεία του ∆ηµήτρη Φύσσα για την Αθήνα είχε αφετηρίες που στον σηµερινό κόσµο φθίνουν µέχρι εξαφανίσεω­ς. ∆εν το λέω µε θλίψη ή µε νοσταλγική διάθεση γυµνασιάρχ­η του ’60. Αλλά αυτή είναι η πραγµατικό­τητα. Για να συλλάβει ο Φύσσας την ιδέα του αγαπηµένου µου βιβλίου του («Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπο­ς», Εστία, 2014), εκεί που αναπλάθει την καθηµερινό­τητα της Κατοχής µέσα από δύο εν µέρει πραγµατικέ­ς και εν µέρει µυθοπλαστι­κές φιγούρες της εποχής (έναν γεωπόνο κι ένας µετεωρολόγ­ο), εκκινεί από τις παλιοµοδίτ­ικες εµµονές του: την αποδελτίωσ­η παλιών εφηµερίδων, την αποθησαύρι­ση της ήσσονος ειδησεογρα­φίας, τον θρίαµβο του τετριµµένο­υ και του εφήµερου, τον θρίαµβο της µικροϊστορ­ίας έναντι της ιστορίας. Αυτή την Αθήνα υπερασπίστ­ηκε µε πάθος ο ∆ηµήτρης Φύσσας και αυτήν την Αθήνα αποχαιρετά­µε µαζί µε το πρόωρο τέλος του.

Δεν θα λείψει μόνο η ματιά του στην πόλη, αλλά και ο τρόπος του να μας την αποκαλύπτε­ι.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece