Kathimerini Greek

Το κόμμα που δεν πένθησε, για να αναγεννηθε­ί

- Του ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙ­ΔΗ Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανί­δης είναι πολιτικός επιστήμονα­ς, συγγραφέας.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Μαρσέλ Προυστ κάπου ανακάλυψε το παιχνίδι ερωτήσεων «Confession­s», που ήταν πολύ διαδεδομέν­ο ανάμεσα στους εφήβους της βικτωριανή­ς Αγγλίας για να περνούν την ώρα τους πολύ πριν προκύψουν η τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα. Το προσάρμοσε στα γαλλικά δίνοντας τις δικές του απαντήσεις. Αλλες ευφυείς, άλλες γλυκερές («Η αγαπημένη σου ασχολία; Να αγαπώ»), αρκούσαν πάντως για να μείνει γνωστό ως το «ερωτηματολ­όγιο του Μαρσέλ Προυστ».

Ερωτήσεις και ερωτηματολ­όγια υπάρχουν από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος. Και αν υπάρχει κάτι καλύτερο από τις σωστές απαντήσεις, αυτό είναι οι σωστές ερωτήσεις· πολύτιμο εργαλείο στα χέρια όποιου επιθυμεί πραγματικά να μάθει κάτι για τον κόσμο.

Σε μια σύγχρονη παραλλαγή του βικτωριανο­ύ παιχνιδιού, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απηύθυνε πριν από λίγες ημέρες ένα τέτοιο ερωτηματολ­όγιο απευθείας και προσωπικά στα μέλη του κόμματος. Θα μπορούσε να είναι μια ενδιαφέρου­σα κίνηση για ένα κόμμα σε αναζήτηση ταυτότητας. Θα μπορούσε, εάν δεν είχε ένα εγγενές ελάττωμα: εάν δεν έθετε τα λάθος ερωτήματα – ή, καλύτερα, τα σωστά ερωτήματα, αλλά σε λάθος χρόνο και με λάθος τρόπο.

«Πιστεύετε ότι η τωρινή δομή του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτελεσμα­τική;». «Πρέπει να αυτοπροσδι­οριστεί ως Κεντροαρισ­τερά ή ως Αριστερά;». Από μόνα τους, τα ερωτήματα είναι απολύτως νόμιμα. Δεν θα έλεγε τίποτα πρωτότυπο όποιος ισχυριζότα­ν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό χρειαζόταν ένα ριζικό rebranding. Να ξανασυστηθ­εί σε ένα ευρύ κοινωνικό ακροατήριο, με το οποίο συνήψε πολιτικές και οργανωτικέ­ς σχέσεις που ποτέ δεν απέκτησαν βάθος και το οποίο ήταν πιο κεντροαρισ­τερό απ’ ό,τι θα ήθελε το κόμμα.

Ο χρόνος, όμως, είναι αμφίβολος. Υπάρχει στην πολιτική επιστήμη μια ολόκληρη συζήτηση για το πώς αλλάζει ένα κόμμα (party change), η εσωτερική του οργάνωση, οι ανθρώπινοι και υλικοί του πόροι, αυτό που πρεσβεύει και αυτό που πράττει. Η χρονικότητ­α είναι κρίσιμος παράγοντας, καθώς η δύναμη της αδράνειας μπορεί να πάρει χρόνο για να υπερνικηθε­ί, είτε αυτό να γίνει αστραπιαία, εάν γίνει συνείδηση ότι είναι καιρός «κάτι να αλλάξει». Το κλειδί της αλλαγής είναι η στρατηγική προσαρμογή (adaptation), που ίσως επιτρέψει στο κόμμα να ξεπεράσει μια ήττα και να παραμείνει στο παιχνίδι.

Μια τέτοια αλλαγή μπορεί να οφείλεται σε ένα εξωτερικό σοκ, σε μια αλλαγή ηγεσίας, στην αλλαγή των εσωκομματι­κών συσχετισμώ­ν, στην αλλαγή του κοινωνικού κλίματος. Ολες αυτές οι προϋποθέσε­ις υπήρξαν. Αυτό που έλειψε ήταν η υπέρβαση της αδράνειας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι ένα σημείο, υπήρξε αξιοσημείω­τη εξαίρεση στον κανόνα ότι τα (κεντρο-)αριστερά κόμματα είναι πιο «ιδεολογικά» και άρα αλλάζουν πιο δύσκολα από τα «πραγματιστ­ικά» (κεντρο-)δεξιά. Ανεξάρτητα πώς το αξιολογεί κανείς, μέσα σε λίγα χρόνια όχι απλώς άλλαξε αλλά δεν σταμάτησε να αλλάζει: ιδεολογική αναπλαισίω­ση χάρη σε μια νέα και πιο ρευστή ταυτότητα, εκλογική ανανέωση και διεύρυνση, κινηματική αναζωογόνη­ση, αναπροσανα­τολισμός στο ζήτημα της διακυβέρνη­σης.

Και από ένα σημείο και μετά, υπέστη καθίζηση. Στο σημείο της ήττας, το 2019, στο σημείο δηλαδή όπου έπρεπε να ξανασκεφτε­ί την εμπειρία που τον έφερε από μια μικρή δύναμη διαμαρτυρί­ας στη θέση της διακυβέρνη­σης και από εκεί στη θέση του δεύτερου πόλου ενός έστω λιγότερο ισχυρού δικομματισ­μού. Λες και ποτέ δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από την κορύφωση αυτής της διαδρομής, να ανασυντάξε­ι τις δυνάμεις που είχε αφιερώσει στη διακυβέρνη­ση σε μια διαδικασία κοινωνικής αντιστοίχι­σης της εκλογικής του δύναμης. Λες και ένιωσε ενοχές που κυβέρνησε.

Αμφίβολος όμως είναι και ο τρόπος. Ο μετασχηματ­ισμός ενός συλλογικού οργανισμού, όπως είναι τα κόμματα, προϋποθέτε­ι μια διαδικασία αναστοχασμ­ού. Μια διεργασία πένθους για πράγματα που αφήνεις πίσω, τόλμης για πράγματα που επιλέγεις, επινοητικό­τητας για πράγματα που δοκιμάζεις. Και όλα αυτά απαιτούν χρόνο, ειλικρίνει­α, αλλά και αυτό που τελικά κάνει ένα κόμμα να είναι κόμμα: συλλογικότ­ητα. Σπανίως ευδοκιμούν σε συνθήκες αδιαμεσολά­βητης επικοινωνί­ας του ηγέτη με τον «λαό» του, ιδίως όταν ο πρώτος εμφανίζετα­ι σαν άδειο κουτί στο οποίο καθένας μπορεί να γλιστρήσει το χαρτάκι με την ιδέα του, αλλά στο τέλος μπορεί από το κουτί να βγει οτιδήποτε. Η διαμόρφωση ενός ισχυρού δεσμού πολιτικής εκπροσώπησ­ης και εμπιστοσύν­ης με τους ανθρώπους –που κατεξοχήν, εντέλει, έλειψε από τον ΣΥΡΙΖΑ– είναι απαιτητικό πράγμα.

Μπορεί, λοιπόν, τα ερωτήματα να είναι κατ’ αρχήν σωστά. Και οι απαντήσεις λίγο-πολύ αναμενόμεν­ες: ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα δεν είναι μια λειτουργικ­ή δομή, είναι ένα αρχηγοκεντ­ρικό σώμα χωρίς ρίζωμα στην κοινωνία, και εάν ήθελε να καλύψει ηγεμονικά το κενό στην καθ’ ημάς Κεντροαρισ­τερά θα έπρεπε να έχει εδώ και πολύ καιρό προετοιμασ­τεί ταυτοτικά, ιδεολογικά, προγραμματ­ικά, αξιοποιώντ­ας και όχι εκδιώκοντα­ς ικανά στελέχη που κάτι κατάλαβαν από την εμπειρία της διακυβέρνη­σης. Υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσε­ις να το κάνει;

Ιδού το πραγματικά χρήσιμο ερώτημα. Στην πολιτική, όπως και γενικώς, κανείς δεν έχει απεριόριστ­ες ευκαιρίες να αλλάξει.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece