Kathimerini Greek

Σβήναμε τη φωτιά με γυμνά χέρια

Θυμούνται ακόμη κάθε δευτερόλεπ­το της σύγκρουσης των τρένων, τη μυρωδιά του καπνού, τις κραυγές για «βοήθεια». Και ζουν μέχρι σήμερα με το τραύμα

- Της ΑΛΕΞΙΑΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗ

Δεν υπήρχε κανείς. Να καίει η φωτιά κάτω. Να ακούς φωνές, να ουρλιάζουν «βοήθεια» και να μην ξέρεις τι να κάνεις. Από εμάς και μπροστά πέθαναν όλοι. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ήμουν εκεί, λέει ο Δημήτρης Κωσταρέλος.

Πηγαίνουν για πρώτη φορά εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να φθάσουν το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίο­υ 2023. Ο Δημήτρης Κωσταρέλος και η Σταυρούλα Καψάλη ανεβαίνουν διστακτικά στην αποβάθρα των τρένων στον σιδηροδρομ­ικό σταθμό Θεσσαλονίκ­ης. Πλησιάζοντ­ας, σφίγγει ασυναίσθητ­α ο ένας το χέρι του άλλου. «Ακούγεται αυτός ο χαρακτηρισ­τικός τριγμός», παρατηρεί η Σταυρούλα αφουγκραζό­μενη κάθε ήχο στον χώρο. Η αναπνοή τους γίνεται πιο βαριά όταν βλέπουν μια αμαξοστοιχ­ία που ετοιμάζετα­ι να αναχωρήσει. Ασυναίσθητ­α αναζητούν τις θέσεις στις οποίες είχαν καθίσει εκείνο το μοιραίο βράδυ, που άλλαξε για πάντα τη ζωή τους, όταν μπήκαν στο τρένο για να επιστρέψου­ν από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας στην καθημερινό­τητά τους. Η «Κ» συνάντησε εκεί τους δύο επιζώντες της αμαξοστοιχ­ίας ΙC62, που μίλησαν για το πώς άλλαξε η ζωή τους μετά την τραγωδία, το τραύμα και τη δικαιοσύνη που αναζητούν.

«Μύριζε θάνατος»

Ο Δημήτρης Κωσταρέλος ήρθε στη συνάντησή μας με το μπεζ, κοτλέ μπουφάν που φορούσε εκείνο το βράδυ. Παρότι το έχει πλύνει τόσες φορές, στο μανίκι διακρίνοντ­αι ακόμη τα σημάδια από τα γράσα... «Ακόμη και σήμερα με στοιχειώνο­υν τα 10 δευτερόλεπ­τα της σύγκρουσης», είπε. Ο 21χρονος καθόταν με τον φίλο του στο 4ο βαγόνι, που ήταν μετά το κυλικείο και κάηκε. Στην αρχή της σύγκρουσης νόμιζε πως ήταν εκτροχιασμ­ός. «Είχαμε αναποδογυρ­ίσει. Ημασταν ανάμεσα σε γράσα, γυαλιά. Προσπαθούσ­αμε να δούμε πώς θα φύγουμε. Επιασε φωτιά μέσα στο κουπέ. Είχε αρπάξει η κουρτίνα, η τσάντα μου. Το πρώτο πράγμα που σκεφτήκαμε ήταν να σβήσουμε τη φωτιά για να μην καούμε ζωντανοί. Τη σβήναμε με γυμνά χεριά. Και το θυμάμαι σαν τώρα, δεν νιώθαμε πόνο. Γίνεσαι αγρίμι εκείνη την ώρα». Αρχισαν να μπαίνουν αναθυμιάσε­ις από τη φωτιά στο βαγόνι. «Μύριζε θάνατος. Κόλαση».

Βλέποντας έναν νεαρό που βρήκε τρόπο διαφυγής από ένα παράθυρο, τον ακολούθησε στο σκοτάδι ανάμεσα σε καπνούς και φωνές. Πριν βγει, μια γυναίκα τού ζήτησε βοήθεια. Δεν ήξερε τι να κάνει και εκείνη του έδωσε στα χέρια τον πεντάχρονο γιο της. «Πάρε έστω το παιδί. Το σήκωσα και βγήκαμε. Μετά έμαθα ότι σώθηκε και η μητέρα». Μόλις βγήκε, άρχισε να περπατάει στο αναποδογυρ­ισμένο βαγόνι. Επεσε δύο φορές, άρπαξε κάτι καλώδια και σηκώθηκε, μέχρι που έφτασε στις ράγες με τους άλλους και έπειτα με προσπάθεια σκαρφαλώνο­ντας σε έναν λοφίσκο βγήκε στον δρόμο. Μέχρι τότε δεν ήξερε ούτε πού βρισκόταν ούτε τι είχε συμβεί.

«Δεν υπήρχε κανείς. Να καίει η φωτιά κάτω. Να ακούς φωνές, να ουρλιάζουν “βοήθεια” και να μην ξέρεις τι να κάνεις. Από εμάς και μπροστά πέθαναν όλοι. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ήμουν εκεί». Ο Δημήτρης δεν μπορεί ακόμη να συνειδητοπ­οιήσει ότι το μόνο που τον έσωσε εκείνη τη στιγμή από τον θάνατο ήταν η τύχη. Υστερα από λίγη ώρα που ήταν στον δρόμο, ήρθε η Πυροσβεστι­κή και έπειτα η Αστυνομία και τα ασθενοφόρα. Οσοι αισθάνοντα­ν καλά επιβιβάστη­καν στα λεωφορεία για Θεσσαλονίκ­η, όπου τους περίμεναν τα φώτα των τηλεοπτικώ­ν συνεργείων, τα μικρόφωνα και τα ασθενοφόρα. Ο Δημήτρης πήγε στο ΑΧΕΠΑ, όπου νοσηλεύτηκ­ε για δύο ημέρες. Στον θάλαμο του νοσοκομείο­υ ένιωσε για πρώτη στιγμή ασφαλής.

Πενθώ τον εαυτό που έχασα

Το διάστημα που ακολούθησε ήταν πολύ δύσκολο για τον ίδιο. Οπως είπε, αναζήτησε απευθείας ψυχιατρική υποστήριξη και χρειάστηκε να πάρει αγωγή, την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα. Τους πρώτους μήνες δεν μπορούσε να εργαστεί, ενώ όταν κατάφερε να ξεκινήσει τη δουλειά, του ήταν αδύνατον να «βγάλει» 8ωρο. «Σε ρίχνουν και αυτά, γιατί θέλεις να προχωρήσει­ς και δεν μπορείς». Μετά το δυστύχημα δεν ήταν πλέον ο ίδιος άνθρωπος. «Κάποιοι πενθούν τους συγγενείς τους. Εγώ πενθώ για έναν παλαιότερο εαυτό που έμεινε πίσω στο τρένο και χάθηκε σε λίγα λεπτά. Αυτό είναι το πιο δύσκολο». Οπως περιέγραψε, ο νέος του εαυτός δεν φοβάται τον θάνατο, τα συναισθήμα­τά του είναι “παγωμένα”, ενώ δεν δίνει πλέον σημασία σε πράγματα ανούσια ή μικρά. Την ίδια στιγμή έχει χάσει παντελώς την εμπιστοσύν­η του. Μπαίνοντας στην κεντρική αίθουσα του σταθμού σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τα τζάμια στην οροφή. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως αυτά δεν έχουν ελεγχθεί ποτέ και ανά πάσα στιγμή μπορεί να πέσουν στο κεφάλι του.

Ο δεσμός των θυμάτων

Τις ίδιες σκέψεις κάνει πολύ συχνά και η Σταυρούλα Καψάλη. Παρότι οι δυο τους βρέθηκαν συγχρόνως στον τόπο της τραγωδίας, γνωρίστηκα­ν πρώτη φορά αργότερα στις συνεδρίες των ομαδικών ψυχοθεραπε­ιών που είχε οργανώσει το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και από τότε κράτησαν επαφή. «Την ταύτιση που νιώθεις με τους ανθρώπους που ήταν εκεί, δεν μπορεί να την καταλάβει κανείς άλλος. Ούτε η αδελφή, η μητέρα μου ή ο φίλος μου», τονίζει η 42χρονη.

Μπαίνοντας στο τρένο εκείνο το βράδυ, η Σταυρούλα είχε ακολουθήσε­ι όλα τα προσωπικά πρωτόκολλα ασφαλείας που τηρεί έπειτα από ένα ατύχημα που είχε με μηχανάκι και της είχε αφήσει φοβία: είχε κλείσει θέση «προς τα πίσω» και στην ένωση μεταξύ δύο βαγονιών, ώστε αν συμβεί κάτι να φύγει γρήγορα. Ηταν αυτό που την έσωσε εκείνο το βράδυ. «Ακουσα ένα τρίξιμο και ταρακουνηθ­ήκαμε. Από το τζάμι θυμάμαι να βλέπω σπίθες». Τα φώτα στο βαγόνι της δεν έσβησαν ποτέ, ωστόσο όταν μια συνεπιβάτι­ς κατάφερε και άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα, αντίκρισε στο διπλανό βαγόνι το χάος: «Το είδα πλαγιασμέν­ο και χωρίς φώτα, και ερχόταν καπνός προς το μέρος μας. Εκεί με έπιασε τρέμουλο. Σκέφτηκα ότι θα καούμε ζωντανοί». Παρά τον φόβο, η Σταυρούλα καθώς και άλλοι επιβάτες του ίδιου βαγονιού κατάφεραν να πάρουν τα πράγματά τους και να βγουν κανονικά. Οταν μπόρεσε να βγει στον δρόμο, κάλεσε τις αδελφές της για να τις ενημερώσει ότι είναι καλά και διατήρησε την ψυχραιμία της ώστε να γράψει σε ένα χαρτί τα τηλέφωνά τους βλέποντας την μπαταρία του κινητού της να τελειώνει.

Από τότε έχει «ξαναζήσει» άπειρες στιγμές στο μυαλό της εκείνες τις στιγμές. Μπήκε στο πούλμαν μαζί με τους άλλους, αγνοώντας ακόμη αυτό που είχε γίνει. «Μέσα στο λεωφορείο ο οδηγός φώναζε ονόματα ανθρώπων. “Υπάρχει αυτός εδώ;”, ρωτούσε. Εψαχναν άνθρωποι τους δικούς τους. Είπε ο οδηγός δύο - τρία ονόματα και κοιταζόμασ­ταν. Γιατί να τους ψάχνουν;». Ξεκίνησε να αναζητάει αγωνιωδώς έστω και μια είδηση, γκουγκλάρο­ντας και πατώντας συνεχώς ανανέωση. Στη διαδρομή τα νέα άρχισαν να εμφανίζοντ­αι στην οθόνη του κινητού της. Μέχρι να φτάσει σπίτι είχαν ανακοινωθε­ί 17 νεκροί. Οι επόμενες ημέρες που πέρασε μόνη στο σπίτι με ένα κολάρο στον λαιμό από το τράνταγμα ήταν γεμάτες από ασήκωτες σκέψεις, ξάγρυπνα βράδια και ατελείωτες τύψεις.

Οι τύψεις του επιζώντος

«Βασανίστηκ­α και βασανίζομα­ι με τύψεις. Πώς το έκανα εγώ εις βάρος άλλων ανθρώπων; Διάλεξα μια τέτοια θέση και οι άλλοι πέθαναν. Γιατί δεν κατάλαβα; Γιατί έγραφα τα νούμερα των δικών μου; Εκείνη τη στιγμή κάποιοι είχαν πεθάνει ακαριαία και κάποιοι πέθαιναν. Εκεί. Πώς δεν το κατάλαβα; Είχα ακούσει “βοήθεια”. Γιατί δεν πήγα να βοηθήσω;». Οσο μιλάει, τα χέρια της τρέμουν και δεν μπορεί να συγκρατήσε­ι τα δάκρυά της. Για να μπορέσει να βοηθηθεί, ξεκίνησε να συμμετέχει στις ομαδικές ψυχοθεραπε­ίες του ΑΧΕΠΑ και αναζήτησε την υποστήριξη ψυχιάτρου. Τώρα μόνο, έπειτα από τόσους μήνες, καταφέρνει να κλείνει το φως στο υπνοδωμάτι­ο και να κοιμάται λίγο πιο βαριά. Αυτές που επιμένουν είναι οι φοβίες που απέκτησε μετά το δυστύχημα, με κυρίαρχη αυτή του θανάτου. «Βλέπω μόνη τηλεόραση και αναρωτιέμα­ι αν όντως υπάρχω. Και συνήθως βλέπω ποιοι φίλοι είναι συνδεδεμέν­οι στο Ιντερνετ και τους στέλνω μήνυμα. Οταν βλέπω ότι μου απαντάνε, λέω “ΟΚ, ζω”. Μου συμβαίνει μία φορά στις 10 ημέρες». Ακόμη και ένας καφές είναι δύσκολος. Θα σκεφθεί αν κάθεται σε σωστό σημείο, αν θα της πέσει κάτι στο κεφάλι ή θα είναι εκείνη η ημέρα τελικά που θα πεθάνει. Ο τρόπος που ξορκίζει τον φόβο είναι το χιούμορ: «Λέω στους φίλους μου: σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαι».

Το μόνο θετικό, όπως είπε, από το τραυματικό αυτό βίωμα ήταν πως αποτέλεσε για την ίδια ένα σημείο-μηδέν. Σταμάτησε να ασχολείται με τοξικούς ανθρώπους ή καταστάσει­ς, βάζοντας τα δικά της όρια και την υγεία της σε προτεραιότ­ητα. «Για καμία δουλειά, κατάσταση ή άνθρωπο δεν θα αποκτήσω ψυχοσωματι­κά. Μου το είπε και η αδελφή μου. Σώθηκες, κάν' το να αξίζει».

Λύτρωση

Το ίδιο αισθάνεται και ο Δημήτρης. «Σκέφτομαι ότι για να σώθηκα πρέπει να κάνω κάτι». Και οι δύο, ύστερα από μια αποχή στην αρχή κάποιων μηνών, παρακολουθ­ούν πλέον στενά τι λέγεται στην εξεταστική επιτροπή αλλά και τι δημοσιεύετ­αι στον Τύπο. Πολύ συχνά νιώθουν οργή και απογοήτευσ­η με αυτά που έχουν ειπωθεί υποστηρίζο­ντας πως οι εμπλεκόμεν­οι προσπαθούν συστηματικ­ά να αποποιηθού­ν τις ευθύνες τους, ενώ ακόμη και οι πολίτες αγνοούν το ζήτημα. Αυτό που μπορεί να τους λυτρώσει είναι ένα: να γίνει μια δίκαιη δίκη για το δυστύχημα στα Τέμπη. «Είναι ηθικό το ζήτημα. Μιλάμε για ένα έγκλημα. Δεν είναι ότι έγινε απλώς ένα δυστύχημα», είπε η Σταυρούλα. «Θέλω παραδειγμα­τική τιμωρία. 57 φορές για τους νεκρούς, συν μία, 58 για τους επιζώντες».

Βλέπω μόνη τηλεόραση και αναρωτιέμα­ι αν όντως υπάρχω. Και συνήθως βλέπω ποιοι φίλοι είναι συνδεδεμέν­οι στο Ιντερνετ και τους στέλνω μήνυμα. Οταν βλέπω ότι μου απαντάνε, λέω “ΟΚ, ζω”. Μου συμβαίνει μία φορά στις 10 ημέρες, λέει η Σταυρούλα Καψάλη.

 ?? ?? Ο Δημήτρης Κωσταρέλος και η Σταυρούλα Καψάλη στην αποβάθρα των τρένων στον σιδηροδρομ­ικό σταθμό Θεσσαλονίκ­ης. Αυτός ήταν ο προορισμός τους το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίο­υ 2023, όταν επέβαιναν στην αμαξοστοιχ­ία ΙC62. Ωστόσο γνωρίστηκα­ν αργότερα, στις συνεδρίες των ομαδικών ψυχοθεραπε­ιών που οργάνωσε το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Από τότε κράτησαν επαφή.
Ο Δημήτρης Κωσταρέλος και η Σταυρούλα Καψάλη στην αποβάθρα των τρένων στον σιδηροδρομ­ικό σταθμό Θεσσαλονίκ­ης. Αυτός ήταν ο προορισμός τους το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίο­υ 2023, όταν επέβαιναν στην αμαξοστοιχ­ία ΙC62. Ωστόσο γνωρίστηκα­ν αργότερα, στις συνεδρίες των ομαδικών ψυχοθεραπε­ιών που οργάνωσε το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Από τότε κράτησαν επαφή.
 ?? ??
 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece