Πώς χάσαμε την αξιοκρατία
Γιατί έπαψε να λειτουργεί ο μηχανισμός που επέτρεπε στα παιδιά από την ύπαιθρο να προκόβουν
«Α, αυτό είναι το λιγότερο...», λέει όταν τον βρίσκω στο σπίτι του σε αναπηρικό αμαξίδιο, αλλά ήρεμο και ευδιάθετο, να έχει πάρει θέση στο στρωμένο τραπέζι. «Μου συνέβη πριν από ένα χρόνο. Πήγα για εξετάσεις, χρειάστηκε να μου πάρουν υγρό από τη σπονδυλική στήλη, το παράκαναν, με αποτέλεσμα το ένα μου πόδι να μη δουλεύει καλά. Είχα πέσει δυο φορές στον δρόμο, ανησύχησε η γιατρός μου μήπως υπάρχουν κι άλλα θέματα που έπρεπε να διερευνηθούν. Είναι μια εξαιρετική παθολόγος», τονίζει και κλείνει έτσι το όποιο ενδεχόμενο για δική του περαιτέρω αντίδραση. «Εξάλλου», δηλώνει με ευθύτητα και ακρίβεια, όπως συνήθως εκφράζεται ο Θάνος Βερέμης, «η δική μου ζωή άλλαξε άρδην όταν πέθανε η γυναίκα μου, από καρκίνο, πριν από 5 χρόνια. Είμαστε μαζί μισό αιώνα. Δυσκολεύεσαι μετά να ξαναβρείς την περπατησιά σου».
«Δεν βιώνετε την απρόβλεπτη κινητική αδυναμία ως απώλεια;», ρωτώ με ειλικρινή απορία. Ο Θάνος Βερέμης είναι ένας από τους πιο ενεργούς ιστορικούς και πανεπιστημιακούς, με έντονη δημόσια παρουσία (αρθρογραφική, τηλεοπτική - σχολιαστική και συγγραφική με 30 βιβλία).
«Να σας πω... Είναι απώλεια... Αλλά σκέφτομαι ότι κάθε πόρτα που κλείνει, αφήνει μια άλλη να ανοίξει. Κι αυτό που μου συμβαίνει διοχετεύεται στο διάβασμα και το γράψιμο. Δηλαδή, είπα, τι θα κάνω, θα κάθομαι και θα κλαίω ώσπου να γίνω καλά; Οπότε, τους ρυθμούς που ήδη είχα, τους ενέτεινα. Eτσι, μετά το “20ός αιώνας. Μια ιστορία που δεν έχει τελειώσει ακόμα”, που εκδόθηκε πρόσφατα (από την Πρώτη Υλη), έχω ήδη δύο άλλα βιβλία έτοιμα. Το ένα είναι για το ΚΚΕ και τον Εμφύλιο, το οποίο έχω παραδώσει, και το άλλο είναι μια ιστορία της Ευρωπαϊκής Eνωσης».
Για 34 χρόνια ήταν ακαδημαϊκός δάσκαλος, έζησε πολύ στην Αμερική (έχει και αμερικανικό διαβατήριο), στην Αγγλία και την Ελλάδα. «Συνέχιζα τα μαθήματα όσο περπατούσα. Είμαι πλέον λίγο με χαμηλωμένα τα φτερά. Είμαι 80. Νιώθω πλήρης από ό,τι γεμίζει έναν άνθρωπο».
Σκέφτομαι πως η συνέντευξη άρχισε κάπως αντίστροφα. Από το τέλος, ανεβάζοντας γρήγορα συναισθηματική θερμοκρασία, ίσως γιατί και το γεύμα είχε σερβιριστεί από την έμπιστή του κυρία Γεωργία.
«Oταν θέλετε να αντλήσετε χαρά, σε ποιο κομμάτι ζωής επιστρέφετε;», συνεχίζω. «Εκεί», λέει και μου δείχνει μια φωτογραφία του γάμου του με τη ζωγράφο, δραστήριο άνθρωπο των γραμμάτων και των τεχνών, Μαριάννα Λάζαρη-Βερέμη. Ανεπαίσθητα, νομίζω, βουρκώνει. «Hταν η ευτυχέστερη περίοδος της ζωής μου». Του ζητώ να πιάσουμε το νήμα από την αρχή:
«Γεννιέμαι στην Αθήνα από γονείς εξ Αρκαδίας, μεγαλώνω στην Μπουμπουλίνας, ο μπαμπάς μηχανικός. Πήγα στη σχολή Μπερζάν, (αργότερα Μωραΐτη), ύστερα στο Αμερικανικό Κολλέγιο. Ο πατέρας μου είχε και αμερικανική υπηκοότητα, είχε μείνει 20 χρόνια στην Αμερική. Εγώ δεν μπόρεσα να ακολουθήσω στην αρχή, λόγω ηλικίας, έμεινα εδώ με τη γιαγιά μου».
Με την Αμερική ανέπτυξε πολύ στενούς δεσμούς, την παρακολουθεί αδιαλείπτως από τις αρχές του '60 μέχρι σήμερα, βιώνει τις διαρκείς μεταμορφώσεις της: «Η μεγαλύτερη αλλαγή συντελείται τώρα με τον Τραμπ και τις πολλές πιθανότητες επανεκλογής του. Ο άνθρωπος αυτός δεν αγαπάει την Ευρώπη, δεν την ξέρει και δεν θέλει να την ξέρει. Η Αμερική, για μένα, έχει ένα στοιχείο που δεν έχει η Ευρώπη. Είναι ανοιχτή σε όλους. Την περίοδο που ήμουν στο Fletcher School of Law and Diplomacy ήταν και ένας Eλληνας που μιλούσε αγγλικά, όπως εγώ τα βλάχικα, αλλά αυτό δεν εμπόδισε από το να αναλάβει υψηλόβαθμες ακαδημαϊκές και διοικητικές θέσεις. Αυτός ο άνθρωπος δεν θα είχε τύχη στην Ευρώπη. Hταν φρέσκος από την ύπαιθρο, αλλά αυτό δεν απασχολούσε καθόλου τους Αμερικανούς. Hταν καλός στη δουλειά του, αυτό τους έφτανε. Αν υπάρχει μια χώρα με αξιοκρατία είναι σίγουρα η Αμερική. Το ενδιαφέρον για τη μοίρα τους, πιστεύω, τους οδηγεί σε αξιοκρατικές επιλογές».
– Στην Ελλάδα, δηλαδή, λείπει η αξιοκρατία από «έλλειψη ενδιαφέροντος»;
– Oχι. Από άγνοια. Λειτούργησε στην Ελλάδα όταν τα έξυπνα παιδιά από την ύπαιθρο έρχονταν στην πρωτεύουσα και πρόκοβαν όταν δεν τους εμπόδιζε καμία δύναμη να προχωρήσουν. Υπήρξε και στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, αρχικά το 1821. Μέσα από αυτό το τσουκάλι βγήκαν οι εξέχοντες του '21. Κανείς δεν τους εμπόδισε, γιατί δεν υπήρχε κανείς να τους εμποδίσει. Οι Κολοκοτρώνηδες, οι Μιαούληδες, οι Καραϊσκάκηδες, ήταν σαφώς οι ευφυέστεροι και ικανότεροι της εποχής. Το ελληνικό κράτος από τη συγκρότησή του και μετά έκανε ό,τι μπορούσε για να το κόψει αυτό. Παρ' όλα αυτά, δεν τα κατάφερε. Παράδειγμα ο Ιωάννης Δροσόπουλος (1870-1939), διοικητής της Εθνικής Τραπέζης, είχε ξεκινήσει με τα πόδια από την Αρκαδία για να έρθει στην Αθήνα. Ηρθε και ακολούθησε το άστρο του. Ηταν ένας άνθρωπος αγροτικής καταγωγής, που έγινε αστική τάξη στην Αθήνα σε ελάχιστο διάστημα. Οταν φορούσε το φράκο του, έλεγε η γραμματέας του, έμοιαζε με τρίτη γενιά αριστοκράτη. Αυτό κάνει και τους Ελληνες διαφορετικούς: η προσαρμογή σε αυτό που θέλουν να είναι».
Αν υπάρχει μια χώρα με αξιοκρατία, είναι σίγουρα η Αμερική. Το ενδιαφέρον για τη μοίρα τους, πιστεύω, τους οδηγεί σε αξιοκρατικές επιλογές.
Αυτό που κάνει τους Ελληνες διαφορετικούς είναι η προσαρμογή σ' αυτό που θέλουν να είναι.