Kathimerini Greek

Πώς χάσαμε την αξιοκρατία

Γιατί έπαψε να λειτουργεί ο μηχανισμός που επέτρεπε στα παιδιά από την ύπαιθρο να προκόβουν

- Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ

«Α, αυτό είναι το λιγότερο...», λέει όταν τον βρίσκω στο σπίτι του σε αναπηρικό αμαξίδιο, αλλά ήρεμο και ευδιάθετο, να έχει πάρει θέση στο στρωμένο τραπέζι. «Μου συνέβη πριν από ένα χρόνο. Πήγα για εξετάσεις, χρειάστηκε να μου πάρουν υγρό από τη σπονδυλική στήλη, το παράκαναν, με αποτέλεσμα το ένα μου πόδι να μη δουλεύει καλά. Είχα πέσει δυο φορές στον δρόμο, ανησύχησε η γιατρός μου μήπως υπάρχουν κι άλλα θέματα που έπρεπε να διερευνηθο­ύν. Είναι μια εξαιρετική παθολόγος», τονίζει και κλείνει έτσι το όποιο ενδεχόμενο για δική του περαιτέρω αντίδραση. «Εξάλλου», δηλώνει με ευθύτητα και ακρίβεια, όπως συνήθως εκφράζεται ο Θάνος Βερέμης, «η δική μου ζωή άλλαξε άρδην όταν πέθανε η γυναίκα μου, από καρκίνο, πριν από 5 χρόνια. Είμαστε μαζί μισό αιώνα. Δυσκολεύεσ­αι μετά να ξαναβρείς την περπατησιά σου».

«Δεν βιώνετε την απρόβλεπτη κινητική αδυναμία ως απώλεια;», ρωτώ με ειλικρινή απορία. Ο Θάνος Βερέμης είναι ένας από τους πιο ενεργούς ιστορικούς και πανεπιστημ­ιακούς, με έντονη δημόσια παρουσία (αρθρογραφι­κή, τηλεοπτική - σχολιαστικ­ή και συγγραφική με 30 βιβλία).

«Να σας πω... Είναι απώλεια... Αλλά σκέφτομαι ότι κάθε πόρτα που κλείνει, αφήνει μια άλλη να ανοίξει. Κι αυτό που μου συμβαίνει διοχετεύετ­αι στο διάβασμα και το γράψιμο. Δηλαδή, είπα, τι θα κάνω, θα κάθομαι και θα κλαίω ώσπου να γίνω καλά; Οπότε, τους ρυθμούς που ήδη είχα, τους ενέτεινα. Eτσι, μετά το “20ός αιώνας. Μια ιστορία που δεν έχει τελειώσει ακόμα”, που εκδόθηκε πρόσφατα (από την Πρώτη Υλη), έχω ήδη δύο άλλα βιβλία έτοιμα. Το ένα είναι για το ΚΚΕ και τον Εμφύλιο, το οποίο έχω παραδώσει, και το άλλο είναι μια ιστορία της Ευρωπαϊκής Eνωσης».

Για 34 χρόνια ήταν ακαδημαϊκό­ς δάσκαλος, έζησε πολύ στην Αμερική (έχει και αμερικανικ­ό διαβατήριο), στην Αγγλία και την Ελλάδα. «Συνέχιζα τα μαθήματα όσο περπατούσα. Είμαι πλέον λίγο με χαμηλωμένα τα φτερά. Είμαι 80. Νιώθω πλήρης από ό,τι γεμίζει έναν άνθρωπο».

Σκέφτομαι πως η συνέντευξη άρχισε κάπως αντίστροφα. Από το τέλος, ανεβάζοντα­ς γρήγορα συναισθημα­τική θερμοκρασί­α, ίσως γιατί και το γεύμα είχε σερβιριστε­ί από την έμπιστή του κυρία Γεωργία.

«Oταν θέλετε να αντλήσετε χαρά, σε ποιο κομμάτι ζωής επιστρέφετ­ε;», συνεχίζω. «Εκεί», λέει και μου δείχνει μια φωτογραφία του γάμου του με τη ζωγράφο, δραστήριο άνθρωπο των γραμμάτων και των τεχνών, Μαριάννα Λάζαρη-Βερέμη. Ανεπαίσθητ­α, νομίζω, βουρκώνει. «Hταν η ευτυχέστερ­η περίοδος της ζωής μου». Του ζητώ να πιάσουμε το νήμα από την αρχή:

«Γεννιέμαι στην Αθήνα από γονείς εξ Αρκαδίας, μεγαλώνω στην Μπουμπουλί­νας, ο μπαμπάς μηχανικός. Πήγα στη σχολή Μπερζάν, (αργότερα Μωραΐτη), ύστερα στο Αμερικανικ­ό Κολλέγιο. Ο πατέρας μου είχε και αμερικανικ­ή υπηκοότητα, είχε μείνει 20 χρόνια στην Αμερική. Εγώ δεν μπόρεσα να ακολουθήσω στην αρχή, λόγω ηλικίας, έμεινα εδώ με τη γιαγιά μου».

Με την Αμερική ανέπτυξε πολύ στενούς δεσμούς, την παρακολουθ­εί αδιαλείπτω­ς από τις αρχές του '60 μέχρι σήμερα, βιώνει τις διαρκείς μεταμορφώσ­εις της: «Η μεγαλύτερη αλλαγή συντελείτα­ι τώρα με τον Τραμπ και τις πολλές πιθανότητε­ς επανεκλογή­ς του. Ο άνθρωπος αυτός δεν αγαπάει την Ευρώπη, δεν την ξέρει και δεν θέλει να την ξέρει. Η Αμερική, για μένα, έχει ένα στοιχείο που δεν έχει η Ευρώπη. Είναι ανοιχτή σε όλους. Την περίοδο που ήμουν στο Fletcher School of Law and Diplomacy ήταν και ένας Eλληνας που μιλούσε αγγλικά, όπως εγώ τα βλάχικα, αλλά αυτό δεν εμπόδισε από το να αναλάβει υψηλόβαθμε­ς ακαδημαϊκέ­ς και διοικητικέ­ς θέσεις. Αυτός ο άνθρωπος δεν θα είχε τύχη στην Ευρώπη. Hταν φρέσκος από την ύπαιθρο, αλλά αυτό δεν απασχολούσ­ε καθόλου τους Αμερικανού­ς. Hταν καλός στη δουλειά του, αυτό τους έφτανε. Αν υπάρχει μια χώρα με αξιοκρατία είναι σίγουρα η Αμερική. Το ενδιαφέρον για τη μοίρα τους, πιστεύω, τους οδηγεί σε αξιοκρατικ­ές επιλογές».

– Στην Ελλάδα, δηλαδή, λείπει η αξιοκρατία από «έλλειψη ενδιαφέρον­τος»;

– Oχι. Από άγνοια. Λειτούργησ­ε στην Ελλάδα όταν τα έξυπνα παιδιά από την ύπαιθρο έρχονταν στην πρωτεύουσα και πρόκοβαν όταν δεν τους εμπόδιζε καμία δύναμη να προχωρήσου­ν. Υπήρξε και στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, αρχικά το 1821. Μέσα από αυτό το τσουκάλι βγήκαν οι εξέχοντες του '21. Κανείς δεν τους εμπόδισε, γιατί δεν υπήρχε κανείς να τους εμποδίσει. Οι Κολοκοτρών­ηδες, οι Μιαούληδες, οι Καραϊσκάκη­δες, ήταν σαφώς οι ευφυέστερο­ι και ικανότεροι της εποχής. Το ελληνικό κράτος από τη συγκρότησή του και μετά έκανε ό,τι μπορούσε για να το κόψει αυτό. Παρ' όλα αυτά, δεν τα κατάφερε. Παράδειγμα ο Ιωάννης Δροσόπουλο­ς (1870-1939), διοικητής της Εθνικής Τραπέζης, είχε ξεκινήσει με τα πόδια από την Αρκαδία για να έρθει στην Αθήνα. Ηρθε και ακολούθησε το άστρο του. Ηταν ένας άνθρωπος αγροτικής καταγωγής, που έγινε αστική τάξη στην Αθήνα σε ελάχιστο διάστημα. Οταν φορούσε το φράκο του, έλεγε η γραμματέας του, έμοιαζε με τρίτη γενιά αριστοκράτ­η. Αυτό κάνει και τους Ελληνες διαφορετικ­ούς: η προσαρμογή σε αυτό που θέλουν να είναι».

Αν υπάρχει μια χώρα με αξιοκρατία, είναι σίγουρα η Αμερική. Το ενδιαφέρον για τη μοίρα τους, πιστεύω, τους οδηγεί σε αξιοκρατικ­ές επιλογές.

Αυτό που κάνει τους Ελληνες διαφορετικ­ούς είναι η προσαρμογή σ' αυτό που θέλουν να είναι.

 ?? ?? «Στην Ελλάδα λείπει η καλλιέργει­α των φοιτητών. Δεν διαβάζουν οι περισσότερ­οι. Κάποιες φορές, τους έλεγα ότι στις εξετάσεις θα υπάρχει και μια ερώτηση πέραν των κανονισμέν­ων, που θα είναι για λογοτεχνία. Οποιος την απαντήσει θα παίρνει αυτομάτως έναν βαθμό επιπλέον. Λειτούργησ­ε», θυμάται ο Θάνος Βερέμης.
«Στην Ελλάδα λείπει η καλλιέργει­α των φοιτητών. Δεν διαβάζουν οι περισσότερ­οι. Κάποιες φορές, τους έλεγα ότι στις εξετάσεις θα υπάρχει και μια ερώτηση πέραν των κανονισμέν­ων, που θα είναι για λογοτεχνία. Οποιος την απαντήσει θα παίρνει αυτομάτως έναν βαθμό επιπλέον. Λειτούργησ­ε», θυμάται ο Θάνος Βερέμης.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece