Νέα συλλογικά όργανα, αλλά χωρίς πόρους και ουσιαστικές αρμοδιότητες
Με τον ίδιο νόμο (1235/82) δημιουργούνται τα νομαρχιακά συμβούλια που αποτελούνται από εκπροσώπους των τοπικών παραγωγικών και επαγγελματικών οργανώσεων με πρόεδρο τον/τη νομάρχη. Επρόκειτο για μια μορφή κρατικού κορπορατισμού σε τοπικό επίπεδο. Τα νομαρχιακά συμβούλια είχαν μόνον γνωμοδοτική ικανότητα για τις υποθέσεις της νομαρχίας. Κατ' εξαίρεσιν ο νόμος τους έδωσε αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατανομή του περιφερειακού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Η ρύθμιση αυτή ήταν τολμηρή, καθόσον τους έδινε τη δυνατότητα να ασκήσουν σημαντική εξουσία ως συλλογικό όργανο. Μάλιστα, στο σχέδιο νόμου, ο θεσμός χαρακτηρίστηκε «μεταβατικός», ως προπομπός της δημιουργίας δεύτερου βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ωστόσο, τα νομαρχιακά συμβούλια δεν άσκησαν ποτέ ουσιαστική επιρροή στη διαδικασία κατανομής κονδυλίων. Ούτε απέκτησαν αυτονομία από τον/τη νομάρχη και τις υπηρεσίες των νομαρχιών και των νομαρχιακών ταμείων, οι εισηγήσεις των οποίων καθόριζαν την κατανομή του περιφερειακού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με βάση τις επιλογές της κυβέρνησης για κάθε περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τα ίδια τα μέλη των νομαρχιακών συμβουλίων έβλεπαν τον ρόλο τους περισσότερο ως ομάδα πίεσης παρά ως θεσμό τοπικής εξουσίας. Εντούτοις, η δημιουργία τους ήταν ένα πρώτο βήμα προς τον δεύτερο βαθμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης που υλοποιήθηκε μετέπειτα με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (Ν. 2218/94 και Ν. 2240/94) και αργότερα με τη θεσμοθέτηση της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης (Ν. 3852/2010, πρόγραμμα «Καλλικράτης»).
Η διεύρυνση της τοπικής δημοκρατίας και η λαϊκή συμμετοχή ήταν επίσης προτεραιότητες της τότε κυβέρνησης. Ετσι, με τον Ν. 1270/82 δημιουργούνται τα πρώτα όργανα δημοτικής και κοινοτικής αποκέντρωσης. Στους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης θεσμοθετούνται τα διαμερισματικά συμβούλια, τα οποία εκλέγονταν ανά διετία. Στους υπόλοιπους δήμους ο νόμος έδινε τη δυνατότητα, αφού χωριστούν σε συνοικίες, να εκλέξουν συνοικιακά συμβούλια. Για τις κοινότητες όπου υπήρχαν απομακρυσμένοι οικισμοί υιοθετήθηκε ο θεσμός των παρέδρων. Οι πάρεδροι, οι οποίοι εκλέγονταν από τους κατοίκους των οικισμών, όφειλαν να συγκαλέσουν γενική συνέλευση των κατοίκων τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ενώ συμμετείχαν στα κοινοτικά συμβούλια χωρίς δικαίωμα ψήφου, με σκοπό να μεταφέρουν τα προβλήματα και τις ανάγκες των περιοχών τους. Οι θεσμοί δημοτικής αποκέντρωσης δεν κατάφεραν να ενεργοποιήσουν επαρκώς τις τοπικές κοινωνίες. Το γεγονός ότι στερούνταν πόρων και αρμοδιοτήτων ναρκοθετούσε εκ των προτέρων τη δυνατότητά τους να ασχοληθούν αποτελεσματικά με τα προβλήματα της γειτονιάς και να προκαλέσουν το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή των πολιτών. Εντούτοις, υπήρξαν οι προπομποί πολλών νεότερων και περισσότερο αποτελεσματικών μορφών δημοτικής αποκέντρωσης.
Εν κατακλείδι, ο απολογισμός του 1982 έχει κατά τη γνώμη μου θετικά στοιχεία ως προς τον εκσυγχρονισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Είναι θετικός αφενός διότι περιορίστηκαν δραστικά οι έλεγχοι των νομαρχών στην ουσία των αποφάσεων των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων και αφετέρου διότι δοκιμάστηκαν, σε πρώιμη μορφή, οι θεσμοί δημοτικής αποκέντρωσης και θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά συλλογικά όργανα σε επίπεδο νομού. Τα πιο δραστικά θεσμικά μέτρα υπέρ της αποκέντρωσης ήλθαν από το 1984 και μετά με αλλεπάλληλες ρυθμίσεις μεταφοράς αρμοδιοτήτων, αυτοτελών πόρων, με τις διαδοχικές προσπάθειες συγχώνευσης των ΟΤΑ με τα προγράμματα «Καποδίστριας» και «Καλλικράτης» και ιδίως με τη δημιουργία νομαρχιακής και μετέπειτα περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Παρά ταύτα, η σημερινή Ελλάδα χαρακτηρίζεται ακόμη χώρα συγκεντρωτική: πολλές ρυθμίσεις υπέρ της αυτοδιοίκησης παραμένουν ανεφάρμοστες, ενώ οι περισσότεροι τομείς δημόσιας πολιτικής ελέγχονται ρυθμιστικά ή/και χρηματοδοτικά από την κεντρική εξουσία. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την αποκέντρωση και την εμβάθυνση της αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με την αρχή της εγγύτητας που κατοχυρώνεται στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας, πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί.