Μια πόλη κάτω από την Αθήνα
Τα πολεμικά καταφύγια της πρωτεύουσας καταγράφει ο συγγραφέας - ερευνητής Κωνσταντίνος Κυρίμης
Μια πόλη κάτω από την πόλη. Οχι οι διάσημες κατακόμβες της Ρώμης ή του Παρισιού, όχι η υπόγεια πόλη του Εδιμβούργου, του Μόντρεαλ ή της Σαγκάης, ούτε τα τούνελ κάτω από το Πόρτλαντ του Ορεγκον, αλλά ένα δίκτυο χιλιάδων υπόγειων χώρων που κρύβεται διάσπαρτο κάτω από την Αθήνα, συχνά σε κοινή θέα. Οι διαβάτες περνούν βιαστικά από πάνω τους, χωρίς να υποψιάζονται πως το μεταλλικό καπάκι ενός φρεατίου που μόλις πάτησαν αποτελεί μια από τις πύλες ενός αχανούς ιστού, που εδώ και δεκαετίες μένει σφραγισμένος μέσα στη σιωπή και τη λήθη. Ο λόγος γίνεται για τα αντιαεροπορικά καταφύγια που θεμελίωσε το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά κατά την περίοδο 1936-1940, τα οποία καταγράφει μεθοδικά εδώ και πάνω από μια δεκαετία ο συγγραφέας - ερευνητής Κωνσταντίνος Κυρίμης. Στην κουβέντα που κάναμε μαζί του έγινε ο οδηγός μας σε μια νοερή επίσκεψη στην υπόγεια Αθήνα και σε μια συναρπαστική, άγνωστη αστική ιστορία με πολυσχιδές ενδιαφέρον.
– Πώς ξεκίνησε για εσάς αυτή η περιπέτεια;
– Eχοντας επισκεφθεί τυχαία προ 12ετίας ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο στον Πειραιά, μου γεννήθηκε το ενδιαφέρον να μάθω αν υπάρχουν κι άλλα, καθώς και αν μπορώ να τα επισκεφθώ. Στην πορεία είδα πως όχι μόνο υπήρχαν πολλά παρόμοια καταφύγια από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και πως αυτά έπαιξαν μείζονα ρόλο στην κοινωνία της εποχής. Το βιβλιογραφικό κενό που ανακάλυψα πως υπήρχε θεώρησα πως αποτελούσε ένα είδος ιστορικής αδικίας και έτσι αποφάσισα να συνεχίσω την έρευνα και να γράψω μια σειρά βιβλίων πάνω στο θέμα, προς όφελος και της ιστορικής μας μνήμης αλλά και των μελλοντικών ερευνητών.
– Ποια ήταν τα πρώτα συμπεράσματα και ποια τα πρώτα σημαντικά βήματα της έρευνάς σας; – Αρχικά με συνεπήρε η καθαρά αισθητική αξία των χώρων αυτών, το πόσο ατμοσφαιρικοί ήταν και πόσο γοητευτικές εικόνες και εμπειρίες μπορούσαν να προσφέρουν. Eπειτα είδα πως υπάρχει και ένας άλλος άξονας ενδιαφέροντος, ο κατασκευαστικός, καταλαβαίνοντας πως δεν αρκούσε να φτιάξεις ένα υπόγειο και να το βαφτίσεις «πολεμικό καταφύγιο», αλλά πως εκείνο όφειλε να ακολουθήσει μια σειρά από αυστηρές προδιαγραφές. Κυρίως, όμως, είδα πως η όλη υπόθεση περιείχε και μια πολύ σημαντική κοινωνική διάσταση, είτε αυτό σήμαινε τον αντίκτυπο των καταφυγίων στην ψυχολογία των πολιτών είτε την εκπαίδευση που όφειλαν αυτοί να αποκτήσουν για να τα χρησιμοποιήσουν
Είναι πολύ γοητευτικό το γεγονός πως ενώ βρίσκονται σε τόσο κεντρικά σημεία, καταφέρνουν να κρατούν κρυφό το εσωτερικό τους αποτύπωμα.
Λίγα μέτρα από την πλατεία Συντάγματος, στην οδό Καραγεώργη Σερβίας και στην οδό Βουλής, υπάρχουν καταφύγια με εμβαδόν 400 τ.μ. και 200 τ.μ. αντίστοιχα.
είτε την παραφιλολογία, τους αστικούς μύθους και τα πάθη που αυτά ενέπνεαν.
– Ενα πεδίο μελέτης, λοιπόν, με ποικίλες προεκτάσεις.
– Ακριβώς, και αυτό το κατάλαβα καλά όταν βγήκε το πρώτο μου βιβλίο, επειδή έτσι εντόπισα το αναγνωστικό μου κοινό, ανάμεσα στο οποίο συνυπήρχαν οι λάτρεις της στρατιωτικής ιστορίας, οι «αστικοί εξερευνητές», οι αρχιτέκτονες ή οι λαογράφοι. Μια πανσπερμία από κοινά, δηλαδή, που το καθένα προσέγγιζε το θέμα από τη δική του αφετηρία.
– Τι είδους δυσκολίες αντιμετωπίσατε κάνοντας την επιτόπια έρευνα;
– H πιο μεγάλη δυσκολία ήταν ο ίδιος ο εντοπισμός των χώρων. Κάποιοι αναφέρονταν σε αρχεία, για κάποιους άλλους με πληροφόρησαν οι αναγνώστες μου, για αρκετούς έμαθα ρωτώντας και, στην περίπτωση ακόμη περισσότερων, έπεφτα σε αδιέξοδο. Μια άλλη δυσκολία ήταν ο εντοπισμός του υπεύθυνου του κάθε χώρου και η προσπάθεια να τον πείσεις να τον επισκεφθείς. H συνεργασία που ξεκίνησα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού ήταν ο καταλύτης που μου άνοιξε πολλές πόρτες, κυριολεκτικές και μεταφορικές, είτε αυτό σημαίνει την πρόσβαση σε χώρους που ως ιδιώτης δεν θα μπορούσα ποτέ να πάω είτε τη χρήση πολύτιμου αρχειακού υλικού. Οταν λοιπόν αποκτούσα την πολυπόθητη πρόσβαση, ενίοτε προέκυπτε μια σειρά από επιτόπιους κινδύνους, όπως π.χ. οι κακές συνθήκες υγιεινής. Χαρακτηριστικό είναι πως κάποιες φορές έφυγα από τέτοιες επισκέψεις με βρογχίτιδα. Επιπλέον, αρκετοί χώροι ήταν πλημμυρισμένοι, ενώ άλλοι είχαν προβλήματα στατικότητας. Υπήρχαν και οι φορές που βρήκα στο διάβα μου ίχνη από παραβατικά άτομα τα οποία, ευτυχώς, δεν συνάντησα, καθότι τέτοιες τυχαίες συναντήσεις σε υπόγειους και «κρυφούς» χώρους είναι πάντοτε δυνητικά επικίνδυνες. Γι' αυτό και ποτέ δεν κάνω αυτές τις εξορμήσεις μόνος μου – πάντα είμαστε τουλάχιστον δύο άτομα μαζί.