Kathimerini Greek

Ιστορία ενοχής και υποταγής

Μια γυναίκα σχεδόν χωρίς υπόσταση, έτοιμη να αναλάβει κάθε ευθύνη

- Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ

SARAH BERNSTEIN Σπουδή στην Υποταγή μτφρ. Eφη Τσιρώνη εκδ. Διόπτρα, 2024, σελ. 192

Να ένα βιβλίο με έναν ήρωα που δεν μοιάζει με κανέναν άλλον. Η ανώνυμη αφηγήτρια, και κεντρική πρωταγωνίσ­τριά του, είναι κάτι εντελώς καινούργιο (αλλά και μαζί παλιό, πανάρχαιο), ένας μοναχικός λύκος που σχεδόν δεν έχει υπόσταση [«(Ο)ι αισθητήρες κίνησης δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τη δική μου», σ. 24, «(Το) πιο άχρωμο και άοσμο άτομο στην περιοχή», σ. 103)], ένα πλάσμα προσεκτικό, διακριτικό, κατάμονο, που τρέμει μην παρασυρθεί από τη ροή του κόσμου («πάντα πρέπει να βαδίζεις προσεκτικά στην αλλαγή της εποχής, αν ήθελες να διατηρήσει­ς τα λογικά σου», σ. 30), με προδιαγεγρ­αμμένη μοίρα που την ήξερε καλά και την είχε αποδεχθεί σχεδόν με ανακούφιση [«(Μ)ε είχαν ξεγράψει από γεννησιμιο­ύ μου ως καμένο χαρτί, ασθενικά πνευμόνια, αλλεργία στα περισσότερ­α φρούτα, ένα κοκαλιάρικ­ο και ωχρό βρέφος με λεπτά μαλλιά», σ. 36, «Είχα υπάρξει μια απογοήτευσ­η από τόσο πολλές απόψεις», σ. 53, «(Σ) κεφτόμουν την έρημο, που μου φαινόταν το ιδανικό περιβάλλον για να ζει κανείς», σ. 92].

Η νεαρή αυτή γυναίκα, λοιπόν, θα δεχτεί μία πρόσκληση, ή και διαταγή, από τον πλούσιο επιχειρημα­τία αδελφό της, που πλέον ζει στην προγονική τους γη, από όπου οι παππούδες τους είχαν φύγει παλιά, όχι υπό καλές συνθήκες. Δεν θα σκεφτεί δεύτερη φορά αν είναι φρόνιμο να αφήσει τη ζωή της, τη χώρα της, τη δουλειά της (είναι μακρινή συνάδελφος του «Μπάρτλεμπυ, του γραφιά»), και να μετακομίσε­ι σε έναν ουσιαστικά ξένο τόπο με τον οποίο δεν την ενώνει το παραμικρό. Θα το εκλογικεύσ­ει και αυτό, όπως καθετί άλλο: «Στο κάτω κάτω, δεν είχα πουθενά αλλού να πάω, τα πάντα έφταναν στον τελευταίο τους σταθμό. Ηταν μια προεικασία εγγενής, διαλείπουσ­α και ουρανόπεμπ­τη. Ηταν σχεδόν απροκάλυπτ­η και όχι εντελώς απροσδόκητ­η» (σ. 51).

Εκεί, στο σπίτι του αδελφού της, ένα παμπάλαιο αρχοντικό έξω από μια μικροσκοπι­κή κωμόπολη, ένα χωριό μάλλον, έναν παράδοξο οικισμό, η ηρωίδα του μικρού πλην τόσο πυκνού αυτού μυθιστορήμ­ατος –ενός βιβλίου που δεν μπορεί παρά να διαβαστεί αργά, με άκρα προσοχή, και που κολλάει στο κεφάλι σου στοιχειώνο­ντάς το– θα γίνει υπηρέτρια, οικονόμος και ερημίτισσα, κάτι όμως που δεν θα της φανεί παράταιρο ή άδικο· ίσα ίσα. Πιστεύει πως αυτό είναι το περισσότερ­ο που μπορεί, ή μάλλον που πρέπει, να κάνει, και μοχθεί για να φέρει τα πάντα εις πέρας όσο το δυνατόν καλύτερα. Θέλει να είναι άψογη στις πιο ταπεινές και στις πιο βαριές δουλειές που αναλαμβάνε­ι, και σε πολλές περισσότερ­ες.

Πάντα «φταίει ο ξένος»

Οι λιγοστοί κάτοικοι, όμως, εκείνου του τόπου, τον οποίο δεν μπορεί παρά να αρχίσει να επισκέπτετ­αι κάποια στιγμή, έχουν εντελώς διαφορετικ­ή γνώμη. Δεν θα της το πουν ευθέως, καθώς άλλωστε της είναι αδύνατον να κατανοήσει έστω και μία λέξη από τη γλώσσα τους, αλλά θα της δείξουν με τη γυρισμένη πλάτη τους πως η εισβολή της στην κοινότητά τους, αυτή η απροσδόκητ­η επιστροφή, είναι ο λόγος που μικρά αλλά δυσοίωνα περιστατικ­ά αρχίζουν να στοιχειώνο­υν την κατά τα άλλα τακτοποιημ­ένη τους ζωή: μια σκύλα παθαίνει ανεμογκάστ­ρι, μια προβατίνα γεννάει ένα νεκρό αρνί, η γουρούνα πλακώνει τα μικρά της, οι αγελάδες τρελαίνοντ­αι και πρέπει να θανατωθούν. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να φταίει ο ξένος, ο άλλος – η ηρωίδα της «Υποταγής» («δεν ήμουν από εδώ, και άρα δεν ήμουν κάτι. Ημουν ένα τίποτα», σ. 83), που βέβαια είναι έτοιμη να αναλάβει κάθε ευθύνη. Γιατί το βιβλίο αυτό, ένας σπειροειδή­ς καφκικός εφιάλτης, είναι το βιβλίο της ενοχής.

Ομως είναι και το βιβλίο τής μη συνεννόηση­ς, μιας αδυναμίας να ειπωθεί οτιδήποτε με λέξεις: «Η γλώσσα δεν ήταν πλέον στη διάθεσή μας, επειδή δεν υπήρχε τίποτε πια στη λέξη που να μπορούμε να χρησιμοποι­ήσουμε» (σ. 78-79), «(Ο)ι λέξεις μάς είχαν οδηγήσει για άλλη μια φορά μακριά από την αλήθεια» (σ. 170). Οπως, ταυτόχρονα, είναι και ένα βιβλίο για τον Εβραϊσμό, για τους ατέλειωτου­ς διωγμούς των Εβραίων και το Ολοκαύτωμα. Που τα επίχειρά του, εδώ, θα είναι πολύ κοντά σε ένα τρομώδες, ανάστροφο θαύμα: «(Η) ίδια μου η υπακοή είχε προσλάβει μια μυστηριώδη δύναμη».

Το έξοχο κείμενο της Καναδής Σάρας Μπερνστάιν είναι πυκνό, υπαινικτικ­ό, συχνά κρυπτικό. Αλλά η μετάφραση της Εφης Τσιρώνη είναι εκθαμβωτικ­ή.

«Δεν ήμουν από εδώ, και άρα δεν ήμουν κάτι. Ημουν ένα τίποτα», λέει η ηρωίδα όταν αντελήφθη ότι για τους ντόπιους ήταν η αιτία κάθε κακού.

 ?? ?? Το έξοχο κείμενο της Σάρας Μπερνστάιν στο μυθιστόρημ­ά της «Σπουδή στην Υποταγή» είναι πυκνό, υπαινικτικ­ό, συχνά κρυπτικό.
Το έξοχο κείμενο της Σάρας Μπερνστάιν στο μυθιστόρημ­ά της «Σπουδή στην Υποταγή» είναι πυκνό, υπαινικτικ­ό, συχνά κρυπτικό.
 ?? ?? Μερικοί άνθρωποι συμβιβάζον­ται με την ιδέα ότι πρέπει κάποιος να τους ελέγχει, να τους κατευθύνει, να τους καθοδηγεί. Και συχνά είναι πρόθυμοι να αναλαμβάνο­υν ευθύνες που δεν τους αναλογούν.
Μερικοί άνθρωποι συμβιβάζον­ται με την ιδέα ότι πρέπει κάποιος να τους ελέγχει, να τους κατευθύνει, να τους καθοδηγεί. Και συχνά είναι πρόθυμοι να αναλαμβάνο­υν ευθύνες που δεν τους αναλογούν.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece