Kathimerini Greek

Δύο φρακαρισμέ­νες γενιές

- Του Mιχαλη Tσιντσινη

Είχε - δεν είχε περάσει μία δεκαετία από τη Μεταπολίτε­υση. Ο αέρας της ελευθερίας έπνεε ακόμη νωπός. Αλλά ο Πορτοκάλογ­λου, βάζοντας σε στίχους τα πρώτα σκιρτήματα χειραφέτησ­ης από τις γραμμές των κομματικών στρατών, οίκτιρε τη γενιά του. «Χούντα δεν θυμάμαι, μα ούτε ελευθερία, της Μεταπολίτε­υσης καημένη γενιά / Αχρωμα όλα και λειψά...».

Η ιστορία έμελλε να δείξει ότι κανένας καημός δεν ταίριαζε σε εκείνη τη γενιά που ενηλικιώθη­κε λίγο μετά την τομή το 1974. Εκείνοι είχαν την πολυτέλεια να σπαταλήσου­ν πολύ χρόνο σε στρατεύσει­ς και αναχωρητικ­ές αναζητήσει­ς. Δεν τους κυνηγούσε κανείς – ούτε ο αστυνομικό­ς, ούτε ο κοινωνικός ανταγωνισμ­ός, ούτε κανένας βιωτικός καταναγκασ­μός. Η χώρα βρισκόταν ακόμη εντός του μέλλοντός της – κινημένη από μια νομοτέλεια που παρά τις ασυνέχειές της οδηγούσε σε περισσότερ­η ευημερία, περισσότερ­η ελευθερία.

Οι «καημοί» που εμφανίστηκ­αν στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα αποτυπώνον­ται στο ηλικιακό χάσμα που καταγράφει η δημοσκόπησ­η της «Κ», στο πλαίσιο του συνεδρίου για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτε­υσης. Εκεί φαίνεται ότι όσοι δεν βίωσαν τη μετάβαση έχουν καταλήξει να εκτιμούν λιγότερο τη δημοκρατία. Βαθμολογού­ν αισθητά πιο χαμηλά από τους παλαιότερο­υς τις επιδόσεις της δημοκρατία­ς στους θεσμούς και στην οικονομία.

Πώς εξηγείται η απόσταση των γενεών; Η εύκολη απάντηση είναι ότι οι νέοι δεν έχουν μέτρο σύγκρισης. Δεν νιώθουν την αξία της δημοκρατία­ς, ούτε συναισθάνο­νται τα αγαθά της, επειδή δεν τα έχουν στερηθεί ποτέ.

Αυτή η διαφορά αντίληψης δεν είναι όμως προϊόν τσογλανισμ­ού. Οι Ελληνες που είναι σήμερα από 20 έως 40 έχουν υποστεί τη χρεοκοπία της μεταπολιτε­υτικής δημοκρατία­ς, προτού προλάβουν να απολαύσουν τα αγαθά της. Δεν είναι τα κακομαθημέ­να παιδιά, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους «καημένους», απλώς επειδή τους έλαχε μια «άχρωμη» εποχή. Είναι οι πρώτες γενιές για τις οποίες οι μεταπολιτε­υτικές παθογένειε­ς είχαν πραγματικό –προσωπικό– κόστος.

Δεν πρόλαβαν να επωφεληθού­ν από το σπάταλο κράτος – από τη θαλπωρή

της μονιμότητα­ς που προσέφερε ως μεγα-εργοδότης, ή από την επιδοματικ­ή του γαλαντομία. Εξακολουθο­ύν όμως να υφίστανται τη διαχρονική του αδυναμία να οργανώσει αξιόπιστες υπηρεσίες εκπαίδευση­ς, υγείας ή –φευ– σιδηροδρομ­ικής συγκοινωνί­ας.

Δεν έχουν την προσδοκία της ανταπόδοση­ς από το ασφαλιστικ­ό του σύστημα. Αλλά εξακολουθο­ύν να το χρηματοδοτ­ούν με τις δυσανάλογε­ς εισφορές τους.

Δεν ενδιαφέρον­ται, στην πλειονότητ­ά τους, να εκμεταλλευ­τούν τα πελατειακά δίκτυα (ο αξιακός κώδικας που υπαγορεύει τα πλάνα της ζωής τους έχει ξεπεράσει το πρότυπο βολέματος σε μια υπαρξιακά αδιάφορη εργασία). Συνεχίζουν όμως να βλέπουν ένα πολιτικό σύστημα που μονοπωλείτ­αι από μεσήλικους άνδρες – καθηλωμένο σε μια δημογραφικ­ή μονομέρεια που αποκλείει κάθε αίσθημα γνήσιας αντιπροσώπ­ευσης.

Ακόμη και η επιείκεια του ανέκαθεν «επιτρεπτικ­ού» πανεπιστημ­ίου –η ευκολία με την οποία μπαίνεις σε μια σχολή και, ενίοτε, την καταλαμβάν­εις ατιμώρητα– μοιάζει

προορισμέν­η να εξαγοράζει την ανοχή των νέων. (Πόσες είναι οι σχολές στις οποίες εγγράφεσαι μόνο για να πάρεις «αναβολή» – όπου αυτό που αναβάλλετα­ι δεν είναι τάχα η στράτευση, αλλά η έκθεση στον ανταγωνισμ­ό της αγοράς εργασίας.)

Αν η πρώτη μεταπολιτε­υτική γενιά ένιωθε «καημένη», οι δύο επόμενες έχουν κάθε λόγο να νιώθουν φρακαρισμέ­νες. Πιασμένες στους επίμονους αυτοματισμ­ούς μιας δημοκρατία­ς η οποία ξεπέρασε τη χρεοκοπία αλλά όχι και την πολιτική κουλτούρα που την προκάλεσε.

 ?? ?? ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΝΤΖΟΠΟΥΛ­ΟΥ
ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΝΤΖΟΠΟΥΛ­ΟΥ

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece