«Οποιος μπορεί να πληρώσει, χτίζει»
Οσον αφορά την πρόθεση του υπουργείου Περιβάλλοντος να επιτρέψει σε όσους αγόρασαν αγροτεμάχια σε εκτός σχεδίου περιοχές τα τελευταία πέντε χρόνια να τα οικοδομήσουν, με μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση την αρτιότητα, η κοσμήτορας της σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Ρένα Κλαμπατσέα, εκτιμά ότι φανερώνει μια βαθύτερη αντίληψη. «Είναι μια ρύθμιση που έρχεται από το παρελθόν. Το μόνο που κάνει είναι να επιβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει κανένα όραμα, παρά μόνο μια εμπορική διαδικασία. Μια διαδικασία που αντιστρατεύεται τον ορθολογικό σχεδιασμό, πόσο μάλλον έναν δίκαιο σχεδιασμό. Η θέσπιση ενός τέλους για τις οικοδομικές άδειες που θα εκδίδονται σε εκτός σχεδίου περιοχές, το οποίο θα αποκαλείται “περιβαλλοντικό ισοζύγιο”, αποδεικνύει πως το όφελος του ενός ατόμου τίθεται υψηλότερα από το όφελος του συνόλου, με κύριο κριτήριο την οικονομική δυνατότητα. Αρα ο σκοπός μας δεν είναι να προστατεύσουμε την ύπαιθρο, το τοπίο, το περιβάλλον, την κληρονομιά μας, αλλά να δημιουργήσουμε δύο ταχύτητες, εκείνους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να συνεχίζουν να καταστρέφουν και εκείνους που δεν την έχουν».
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο γενικός γραμματέας Χωρικού Σχεδιασμού, Ευθύμης Μπακογιάννης, έκανε αναφορά στην ανάγκη περιορισμού της εκτός σχεδίου δόμησης, μιλώντας την προηγούμενη Τρίτη στην ημερίδα της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού με θέμα «Τουρισμός και βιωσιμότητα».
«Με στόχο την ικανοποίηση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτήν, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας, την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, τη διασφάλιση της καλής ποιότητας ζωής, της υγείας και της ασφάλειας όλων των πολιτών, ο πολεοδομικός σχεδιασμός οφείλει να ευθυγραμμιστεί προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις: στην οικονομία στη χρήση του φυσικού πόρου που λέγεται έδαφος, μέσω του περιορισμού των οικιστικών επεκτάσεων, της εφαρμογής του προτύπου της συμπαγούς πόλης, της προώθησης οργανωμένων οικιστικών και παραγωγικών
υποδοχέων και της επανάχρησης εγκαταλελειμμένων κτιρίων και υποδομών. Και τον περιορισμό της δόμησης στην εκτός σχεδίου πόλεων, οικισμών και οργανωμένων υποδοχέων, σύμφωνα με τις σαφείς επιταγές του γενικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού, που εγκρίθηκε από το 2008», ανέφερε. Η προφανής διαφορά ανάμεσα στα λόγια... και τα έργα του υπουργείου Περιβάλλοντος οφείλεται στο γεγονός ότι το υπουργείο παρουσιάζει τις επίμαχες ρυθμίσεις ως περιορίζουσες την εκτός σχεδίου δόμηση. Γεγονός αληθές, όχι σε σχέση με τον νόμο που είναι σαφής από το 2003 για τις προϋποθέσεις της εκτός σχεδίου, αλλά με την ερμηνεία που έδιναν επί χρόνια ανενόχλητες οι πολεοδομίες και «κόπηκε» πολλάκις από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Μια άλλη οπτική έδωσε στην ίδια ημερίδα ο δήμαρχος Σαντορίνης, Νίκος Ζώρζος. «Την τελευταία πενταετία χτίστηκαν 500.000 τετραγωνικά στο νησί, τα περισσότερα σε εκτός σχεδίου περιοχές. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των οικισμών έχουν πλέον αλλοιωθεί. Αν παραμένει ακόμη ελκυστική, είναι γιατί έχει δυνατό τοπίο, που “καταπίνει” τις ασχήμιες σε κάποιο βαθμό. Είναι ανάγκη να βάλουμε ένα στοπ: στην εκτός σχεδίου δόμηση, στη δημιουργία νέων κλινών, στις στρατηγικές τουριστικές επενδύσεις. Η Σαντορίνη δεν αντέχει άλλο. Η κοινωνία της είναι πιο ώριμη από ποτέ να δεχθεί περιορισμούς για την προστασία του νησιού».