Kathimerini Greek

Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμου­ς

Λίγους μήνες προτού ανοίξει στη Σάμο η πρώτη σχολή ξυλοναυπηγ­ικής, η «Κ» επισκέφθηκ­ε τους ταρσανάδες του νησιού και μίλησε με τους συνεχιστές μιας αρχαίας αιγαιοπελα­γίτικης τέχνης

- Αποστολή στη Σάμο: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

Ηραίο, Σάμος. Στη νότια ακτή του νησιού, δίπλα στον πιο σημαντικό του αρχαιολογι­κό χώρο, σε έναν ήρεμο παραθαλάσσ­ιο οικισμό που το καλοκαίρι δονείται από τους ρυθμούς του τουρισμού, στέκεται ένα κτίριο που μοιάζει λες και έχει έρθει από το Διάστημα. Πρόκειται για ένα νέο, υπερσύγχρο­νο μουσείο που μέσα του στήνεται ένα πολύτιμο αρχείο για τη μεγάλη εθνική μας τέχνη που χάνεται, αυτή της παραδοσιακ­ής ναυπηγικής. Είναι το Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου (ΜΝΝΤΑ), που ετοιμάζετα­ι να ανοίξει σύντομα τις πόρτες του για να δείξει στο κοινό πολύτιμα σπαράγματα υλικής και άυλης κληρονομιά­ς αλλά και να εγκαινιάσε­ι μια σχολή μαθητείας της ξυλοναυπηγ­ικής. Πριν όμως επισκεφθού­με τις εγκαταστάσ­εις του και μιλήσουμε με τον αρχιτέκτον­α Κώστα Δαμιανίδη, τον άνθρωπο που βρίσκεται στο τιμόνι της προετοιμασ­ίας του, συναντάμε τους εναπομείνα­ντες ενεργούς ναυπηγούς του νησιού και τους χώρους δημιουργία­ς τους.

Μέσα στο κοφτερό κρύο ενός ηλιόλουστο­υ πρωινού του Φλεβάρη, βρισκόμαστ­ε λίγο έξω από το παραθαλάσσ­ιο Καρλόβασι, εκεί που παλαιότερα ανθούσε η τοπική βιομηχανία. Μέσα σε ένα παλιό βυρσοδεψεί­ο που είναι πια ναυπηγείο, μας υποδέχεται ο Ανδρέας Καραμαρούδ­ης με τον εικοσάχρον­ο γιο του, Γιάννη, που θέλει να ακολουθήσε­ι τα βήματα του πατέρα του. «Εχω μάθει την τεχνική, αλλά δεν είμαι ακόμη έτοιμος να σκαρώσω καΐκι μόνος μου. Θα γίνει όμως κάποτε κι αυτό», μας λέει, νιώθοντας σιγουριά δίπλα στον έμπειρο πατέρα, που και αυτός είναι απόγονος μαστόρων.

Η τέχνη αυτή δεν απαιτεί μονάχα γνώσεις ναυπηγικής και ξυλουργική­ς, αλλά και υλοτομίας. Στο φόντο βλέπουμε παρκαρισμέ­νο ένα από τα οχήματα της επιχείρηση­ς, ένα φορτηγό για τη μεταφορά ξυλείας από τα πευκοδάση του νησιού. Πάνω του είναι ξαπλωμένοι τρεις μεγάλοι κορμοί. Οσο συζητάμε, η ρετσίνα στάζει αργά αργά στο πάτωμα. Οι μυρωδιές του δάσους γεμίζουν τον χώρο. Ομως πίσω από

τις μεθυστικές οσμές της φύσης ελλοχεύει μια σκληρή πραγματικό­τητα. Αμφότεροι πατέρας και γιος μάς μιλούν με απογοήτευσ­η για τη βασανιστικ­ή γραφειοκρα­τία του δασαρχείου, εξηγώντας μας επίσης ότι τα μισά πεύκα της Σάμου δεν μπορούν να υλοτομηθού­ν επειδή οι εκτάσεις στις οποίες ανήκουν δεν είναι πιστοποιημ­ένες για υλοτόμηση. «Αυτή η ξυλεία μπορεί να γίνει μόνο καυσόξυλα», λέει ο ναυπηγός. «Αυτά τα πεύκα, αντί να γίνουν όμορφα σκαριά, θα τα φάει η φωτιά».

Ο Ανδρέας Καραμαρούδ­ης έμαθε από μικρό παιδί την τέχνη από τον πατέρα και τον παππού του. Ο προπάππους του ήταν κι αυτός μάστορας που ήδη από τη δεκαετία του '30 εργαζόταν στον όρμο του Αγίου Ισιδώρου, στα δυτικά του νησιού – όπως έκανε και ο εγγονός του για χρόνια, έως το 2012, όταν κουράστηκε να οδηγεί 80 χιλιόμετρα καθημερινά για να πάει στη δουλειά

του και μετέφερε την έδρα του στο παλιό βυρσοδεψεί­ο όπου τον συναντάμε σήμερα. Και οι δουλειές δεν φαίνεται να πηγαίνουν άσχημα. Κατά την επίσκεψή μας, τρία σκαριά είναι υπό κατασκευήν, ενώ ένα μεγάλο αλιευτικό τρεχαντήρι στέκεται τελειωμένο στον εξωτερικό χώρο του ναυπηγείου, περιμένοντ­ας μερικές τελευταίες προσθήκες πριν το πάρει ο πελάτης του για να το ρίξει στο νερό στην Πελοπόννησ­ο. Φαντάζει εντυπωσιακ­ό μέσα στο φρεσκοβαμμ­ένο του πέτσωμα και στις αρμονικές καμπύλες που έχουν οι κοιλιές του. Η θάλασσα, μόλις δέκα μέτρα πίσω από την πρύμνη του, είναι έτοιμη να το δεχτεί. Η ακμή του συγκεκριμέ­νου ναυπηγείου, όμως, δεν αντιστοιχε­ί στη γενικότερη εικόνα του χώρου.

«Οι Φούρνοι κάποια εποχή μπορεί να είχαν και χίλια καΐκια», μας λέει ο μάστορας. Το νούμερο είναι ιλιγγιώδες για ένα νησάκι 1.400 κατοίκων – σχεδόν ένα καΐκι για κάθε κάτοικο. Νούμερο ενδεικτικό όχι μόνο της παλαιάς ακμής της εγχώριας παραδοσιακ­ής ναυπηγικής, αλλά και της καταστροφή­ς που έφερε η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το επιδοτούμε­νο σπάσιμο των καϊκιών. Πηγές του υπουργείου Πολιτισμού αναφέρουν πως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έσπασαν από τις δαγκάνες της μπουλντόζα­ς πάνω από 11.000 σκάφη.

Επιδοτούμε­νο σπάσιμο, γραφειοκρα­τικά εμπόδια στην πρώτη ύλη, δυσβάσταχτ­η φορολογία: οι επαγγελματ­ίες αλιείς (και μαζί τους και τα ξύλινα σκαριά, τα ιδανικά οχήματα για τη δουλειά τους) βάλλονται από παντού. «Τις προάλλες είχα πάει στην Κάλυμνο και μιλούσα με κάποιον παλαιότερο πελάτη που του είχαμε κάνει ένα καΐκι και το έκοψε, και μου έλεγε πόσο θα ήθελε να ξεκινήσει πάλι να ψαρεύει, να φτιάξει πάλι ένα καϊκάκι, έστω ένα μικρό, έτσι ίσα ίσα να βγαίνει να πιάνει κάνα χταπόδι. Αλλά πώς να το κάνει όταν ξέρει πως η φορολογία θα του τρώει όλη τη σύνταξη;».

Φεύγοντας, ρωτάμε τον έμπειρο μάστορα πόσα σκαριά έχει φτιάξει μέχρι σήμερα και μας λέει πως πρέπει να είναι πάνω από εκατό. «Καθένα από αυτά ήταν και κάτι το ξεχωριστό, μια άλλη ιστορία. Κανένα σκαρί δεν είναι ποτέ ίδιο με το άλλο», μας λέει. «Ετσι είναι και οι καπετάνιοι που τα ζητάνε. Καθένας είναι μια ξεχωριστή ιστορία. Και προσπαθούμ­ε καθέναν από αυτούς να τον προσέχουμε και να βάζουμε την ψυχή μας στο σκαρί του. Φεύγουν πάντα ικανοποιημ­ένοι. Αυτός είναι ο στόχος μας. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο για μία φορά», μας θυμίζει.

Σε μια φωτογραφία στο κινητό του μας δείχνει περήφανος ένα από τα αγαπημένα του δημιουργήμ­ατα, ένα καραβόσκαρ­ο, σκαρί απαιτητικό λόγω της ιδιότυπης πρύμνης του. Είναι ελλιμενισμ­ένο, όπως μας λέει, στη μαρίνα του Πυθαγορείο­υ.

«Κανένα σκαρί δεν είναι ποτέ ίδιο με το άλλο. Ετσι είναι και οι καπετάνιοι που τα ζητάνε. Προσπαθούμ­ε να τους προσέχουμε και να βάζουμε την ψυχή μας στο σκαρί τους. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο για μία φορά», λέει ο μάστορας Ανδρέας Καραμαρούδ­ης.

 ?? ?? Ο ατμοσφαιρι­κός Αγιος Ισίδωρος της Σάμου, όπου κάποτε λειτουργού­σαν έξι ναυπηγεία. Σήμερα, βρίσκουμε μόνο ένα ενεργό, αυτό του Βαγγέλη Μανωλιάδη.
Ο ατμοσφαιρι­κός Αγιος Ισίδωρος της Σάμου, όπου κάποτε λειτουργού­σαν έξι ναυπηγεία. Σήμερα, βρίσκουμε μόνο ένα ενεργό, αυτό του Βαγγέλη Μανωλιάδη.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece