Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους
Λίγους μήνες προτού ανοίξει στη Σάμο η πρώτη σχολή ξυλοναυπηγικής, η «Κ» επισκέφθηκε τους ταρσανάδες του νησιού και μίλησε με τους συνεχιστές μιας αρχαίας αιγαιοπελαγίτικης τέχνης
Ηραίο, Σάμος. Στη νότια ακτή του νησιού, δίπλα στον πιο σημαντικό του αρχαιολογικό χώρο, σε έναν ήρεμο παραθαλάσσιο οικισμό που το καλοκαίρι δονείται από τους ρυθμούς του τουρισμού, στέκεται ένα κτίριο που μοιάζει λες και έχει έρθει από το Διάστημα. Πρόκειται για ένα νέο, υπερσύγχρονο μουσείο που μέσα του στήνεται ένα πολύτιμο αρχείο για τη μεγάλη εθνική μας τέχνη που χάνεται, αυτή της παραδοσιακής ναυπηγικής. Είναι το Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου (ΜΝΝΤΑ), που ετοιμάζεται να ανοίξει σύντομα τις πόρτες του για να δείξει στο κοινό πολύτιμα σπαράγματα υλικής και άυλης κληρονομιάς αλλά και να εγκαινιάσει μια σχολή μαθητείας της ξυλοναυπηγικής. Πριν όμως επισκεφθούμε τις εγκαταστάσεις του και μιλήσουμε με τον αρχιτέκτονα Κώστα Δαμιανίδη, τον άνθρωπο που βρίσκεται στο τιμόνι της προετοιμασίας του, συναντάμε τους εναπομείναντες ενεργούς ναυπηγούς του νησιού και τους χώρους δημιουργίας τους.
Μέσα στο κοφτερό κρύο ενός ηλιόλουστου πρωινού του Φλεβάρη, βρισκόμαστε λίγο έξω από το παραθαλάσσιο Καρλόβασι, εκεί που παλαιότερα ανθούσε η τοπική βιομηχανία. Μέσα σε ένα παλιό βυρσοδεψείο που είναι πια ναυπηγείο, μας υποδέχεται ο Ανδρέας Καραμαρούδης με τον εικοσάχρονο γιο του, Γιάννη, που θέλει να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του. «Εχω μάθει την τεχνική, αλλά δεν είμαι ακόμη έτοιμος να σκαρώσω καΐκι μόνος μου. Θα γίνει όμως κάποτε κι αυτό», μας λέει, νιώθοντας σιγουριά δίπλα στον έμπειρο πατέρα, που και αυτός είναι απόγονος μαστόρων.
Η τέχνη αυτή δεν απαιτεί μονάχα γνώσεις ναυπηγικής και ξυλουργικής, αλλά και υλοτομίας. Στο φόντο βλέπουμε παρκαρισμένο ένα από τα οχήματα της επιχείρησης, ένα φορτηγό για τη μεταφορά ξυλείας από τα πευκοδάση του νησιού. Πάνω του είναι ξαπλωμένοι τρεις μεγάλοι κορμοί. Οσο συζητάμε, η ρετσίνα στάζει αργά αργά στο πάτωμα. Οι μυρωδιές του δάσους γεμίζουν τον χώρο. Ομως πίσω από
τις μεθυστικές οσμές της φύσης ελλοχεύει μια σκληρή πραγματικότητα. Αμφότεροι πατέρας και γιος μάς μιλούν με απογοήτευση για τη βασανιστική γραφειοκρατία του δασαρχείου, εξηγώντας μας επίσης ότι τα μισά πεύκα της Σάμου δεν μπορούν να υλοτομηθούν επειδή οι εκτάσεις στις οποίες ανήκουν δεν είναι πιστοποιημένες για υλοτόμηση. «Αυτή η ξυλεία μπορεί να γίνει μόνο καυσόξυλα», λέει ο ναυπηγός. «Αυτά τα πεύκα, αντί να γίνουν όμορφα σκαριά, θα τα φάει η φωτιά».
Ο Ανδρέας Καραμαρούδης έμαθε από μικρό παιδί την τέχνη από τον πατέρα και τον παππού του. Ο προπάππους του ήταν κι αυτός μάστορας που ήδη από τη δεκαετία του '30 εργαζόταν στον όρμο του Αγίου Ισιδώρου, στα δυτικά του νησιού – όπως έκανε και ο εγγονός του για χρόνια, έως το 2012, όταν κουράστηκε να οδηγεί 80 χιλιόμετρα καθημερινά για να πάει στη δουλειά
του και μετέφερε την έδρα του στο παλιό βυρσοδεψείο όπου τον συναντάμε σήμερα. Και οι δουλειές δεν φαίνεται να πηγαίνουν άσχημα. Κατά την επίσκεψή μας, τρία σκαριά είναι υπό κατασκευήν, ενώ ένα μεγάλο αλιευτικό τρεχαντήρι στέκεται τελειωμένο στον εξωτερικό χώρο του ναυπηγείου, περιμένοντας μερικές τελευταίες προσθήκες πριν το πάρει ο πελάτης του για να το ρίξει στο νερό στην Πελοπόννησο. Φαντάζει εντυπωσιακό μέσα στο φρεσκοβαμμένο του πέτσωμα και στις αρμονικές καμπύλες που έχουν οι κοιλιές του. Η θάλασσα, μόλις δέκα μέτρα πίσω από την πρύμνη του, είναι έτοιμη να το δεχτεί. Η ακμή του συγκεκριμένου ναυπηγείου, όμως, δεν αντιστοιχεί στη γενικότερη εικόνα του χώρου.
«Οι Φούρνοι κάποια εποχή μπορεί να είχαν και χίλια καΐκια», μας λέει ο μάστορας. Το νούμερο είναι ιλιγγιώδες για ένα νησάκι 1.400 κατοίκων – σχεδόν ένα καΐκι για κάθε κάτοικο. Νούμερο ενδεικτικό όχι μόνο της παλαιάς ακμής της εγχώριας παραδοσιακής ναυπηγικής, αλλά και της καταστροφής που έφερε η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το επιδοτούμενο σπάσιμο των καϊκιών. Πηγές του υπουργείου Πολιτισμού αναφέρουν πως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έσπασαν από τις δαγκάνες της μπουλντόζας πάνω από 11.000 σκάφη.
Επιδοτούμενο σπάσιμο, γραφειοκρατικά εμπόδια στην πρώτη ύλη, δυσβάσταχτη φορολογία: οι επαγγελματίες αλιείς (και μαζί τους και τα ξύλινα σκαριά, τα ιδανικά οχήματα για τη δουλειά τους) βάλλονται από παντού. «Τις προάλλες είχα πάει στην Κάλυμνο και μιλούσα με κάποιον παλαιότερο πελάτη που του είχαμε κάνει ένα καΐκι και το έκοψε, και μου έλεγε πόσο θα ήθελε να ξεκινήσει πάλι να ψαρεύει, να φτιάξει πάλι ένα καϊκάκι, έστω ένα μικρό, έτσι ίσα ίσα να βγαίνει να πιάνει κάνα χταπόδι. Αλλά πώς να το κάνει όταν ξέρει πως η φορολογία θα του τρώει όλη τη σύνταξη;».
Φεύγοντας, ρωτάμε τον έμπειρο μάστορα πόσα σκαριά έχει φτιάξει μέχρι σήμερα και μας λέει πως πρέπει να είναι πάνω από εκατό. «Καθένα από αυτά ήταν και κάτι το ξεχωριστό, μια άλλη ιστορία. Κανένα σκαρί δεν είναι ποτέ ίδιο με το άλλο», μας λέει. «Ετσι είναι και οι καπετάνιοι που τα ζητάνε. Καθένας είναι μια ξεχωριστή ιστορία. Και προσπαθούμε καθέναν από αυτούς να τον προσέχουμε και να βάζουμε την ψυχή μας στο σκαρί του. Φεύγουν πάντα ικανοποιημένοι. Αυτός είναι ο στόχος μας. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο για μία φορά», μας θυμίζει.
Σε μια φωτογραφία στο κινητό του μας δείχνει περήφανος ένα από τα αγαπημένα του δημιουργήματα, ένα καραβόσκαρο, σκαρί απαιτητικό λόγω της ιδιότυπης πρύμνης του. Είναι ελλιμενισμένο, όπως μας λέει, στη μαρίνα του Πυθαγορείου.
«Κανένα σκαρί δεν είναι ποτέ ίδιο με το άλλο. Ετσι είναι και οι καπετάνιοι που τα ζητάνε. Προσπαθούμε να τους προσέχουμε και να βάζουμε την ψυχή μας στο σκαρί τους. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο για μία φορά», λέει ο μάστορας Ανδρέας Καραμαρούδης.