«Δουλειά που τιμωρεί το σώμα»
Τέσσερα χιλιόμετρα οδήγησης ανηφορικά προς το βουνό και 295 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, φτάνουμε στους Δρακαίους και συναντάμε έναν ακόμα εν ενεργεία Σαμιώτη παραδοσιακό ναυπηγό, τον Γιώργο Κιάσσο. Η φιλοξενία, το χαμόγελο και το πάθος για την τέχνη του, ζεσταίνουν την καρδιά. Λίγο πριν από την είσοδο του οικισμού, η μικρή ναυπηγοεπισκευαστική του μονάδα μοιάζει ουρανοκατέβατη, λες και τα καΐκια... σκαρφάλωσαν στο βουνό. Και όμως, να τος ο μάστορας, να το και το σκάφος που μόλις έχει τελειώσει. Στέκεται εντυπωσιακό στον εξωτερικό χώρο του ναυπηγείου, στην είσοδο του χωριού – ενός χωριού που είναι ξεκομμένο από τον έξω κόσμο, με δεδομένο πως ο δρόμος που το ενώνει με την κωμόπολη του Καρλοβάσου, το κοντινότερο αστικό κέντρο, περνάει μέσα από το βουνό και είναι 48 χιλιόμετρα απόσταση.
Ο μάστορας μας εξηγεί πως τα έσοδα από κάθε σκαρί που έχει φτιάξει μέσα στα χρόνια που δουλεύει, τα έχει ρίξει στον εξοπλισμό του, στην
προσπάθειά του να έχει στοκ από όσα χρειάζεται για να είναι αυτόνομος. Δεν ήταν λίγες και οι φορές που αναγκάστηκε να οδηγήσει ώς το Καρλόβασι για να πάρει ένα εξάρτημα για την επισκευή ενός κινητήρα. Εχει αναγκαστεί, λόγω απομόνωσης, να γίνει και μηχανικός, αλλά και «ξυλάς» και να προμηθεύεται με ίδιες δυνάμεις την ξυλεία του.
Τα εργαλεία γι' αυτόν είναι πράγματα ιερά. «Εχω τρέλα με αυτά», ομολογεί, «και ιδίως με τα σκεπάρνια. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πια τεχνίτες να τα φτιάξουν όπως πρέπει. Είδα ένα φτιαγμένο στην Τουρκία, αλλά δεν μου άρεσε. Εμοιαζε ατσούμπαλο!» λέει γελώντας με την καρδιά του. Εμαθε και αυτός την τέχνη στον όρμο του Αγίου Ισιδώρου, από τον θείο του, τον αδελφό της μητέρας του, και στη συνέχεια δίπλα στον Γιώργο Ψιλοπάτη, τον «Μαστρο-Γιώργη», μία από τις θρυλικές μορφές της τοπικής ξυλοναυπηγικής. Θυμάται με ευγνωμοσύνη πόσο δοτικός ήταν μαζί του, μεταδίδοντας τη γνώση απλόχερα σε μια εποχή
που οι παλιότεροι είχαν την τάση να είναι κρυψίνοες, φοβούμενοι ίσως πως οι ανταγωνιστές τους θα τους «κλέψουν» τις ιδέες. Ηθελε και ο ίδιος να ανοίξει το μαγαζί του εκεί, δίπλα στο νερό – «κακά τα ψέματα, τα ναυπηγεία καλό είναι να βρίσκονται κοντά στη θάλασσα», όπως μας λέει, «αλλά δεν βρήκα διαθέσιμο χώρο, και έτσι ήρθα εδώ, όπου ο πεθερός μου είχε αυτό το χωράφι. Ηταν περί τα μέσα του '90 όταν ξεκίνησα. Είχε πολλή δουλειά τότε».
Ο Γιώργος Κιάσσος δουλεύει μόνος του, χωρίς βοηθό. Δεν θυμάται ακριβώς, αλλά, όπως μας πληροφορεί, πρέπει να έχει βγάλει στο ναυπηγείο του κάπου 80 με 100 σκαριά τα τελευταία 30 χρόνια – κατά μέσον όρο τρία τον χρόνο. «Παλαιότερα έβγαζα με ευκολία και μεγάλα σκάφη – τώρα που πενηντάρισα, έχω αρχίσει να βαραίνω», μας λέει. «Η δουλειά αυτή το τιμωρεί το σώμα. Δεν θα με πείραζε καθόλου να έχω έναν νεαρότερο βοηθό. Ισως λοιπόν η νέα σχολή μαθητείας να βγάλει κάνα τέτοιο παιδί – αυτό θα είναι πολύτιμο».