«Ζήτηση υπάρχει. Χέρια δεν υπάρχουν»
Η τέχνη που χάνεται και το στοίχημα της συνύπαρξης του Μουσείου Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου και της σχολής
Σαράντα χιλιόμετρα προς τα δυτικά, κάτω από τη σκιά του Κέρκη, του δεύτερου ψηλότερου βουνού στο Αιγαίο βρίσκεται ο Αγιος Ισίδωρος. Πρόκειται για έναν από τους πλέον εμβληματικούς ναυπηγικούς τόπους της χώρας, χαρακτηρισμένος το 2007 από το υπουργείο Πολιτισμού ως προστατευόμενος ιστορικός τόπος. Κάποτε λειτουργούσαν εκεί έξι ναυπηγεία και υπήρχαν μόνιμοι κάτοικοι – υπήρχε μέχρι και καφενείο. Σήμερα όμως τα παρατημένα κτίσματα στέκονται εκεί σαν φαντάσματα, θυμίζοντας κινηματογραφικό σκηνικό. Ο τόπος έχει ακόμα ζωή λόγω ενός 35χρονου ναυπηγού, του Βαγγέλη Μανωλιάδη, γιου του αείμνηστου Γιάννη Μανωλιάδη, ενός από τους πιο γνωστούς μαστόρους της Σάμου, που έφυγε πριν από λίγο καιρό από τη ζωή.
Στον Αγιο Ισίδωρο, το κατάφυτο βουνό κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου λες και παρακολουθεί κάθε σου κίνηση. Ολα δίνουν την αίσθηση πως είσαι στην άκρη της γης, σε έναν τόπο φορτωμένο αγιότητα και ιστορία. Ομως για τον νέο ναυπηγό που είναι εδώ από μικρό παιδί, μαθαίνοντας δίπλα στον πατέρα του, όλα αυτά μοιάζουν καθημερινά, φυσιολογικά. Το μόνο στο οποίο εστιάζει είναι τα σκαριά του, η δουλειά του. Ενα από αυτά στέκεται ολοκληρωμένο, με την πλώρη του να κοιτάζει τον όρμο, λες και ανυπομονεί να πέσει στη θάλασσα. Ενας ακόμα μάστορας, ο Κυριάκος Κοζώνης, τον ακολουθεί κατά πόδας στο έργο του. Κινούνται συντονισμένα, με κινήσεις αργές αλλά σταθερές. Είναι λες και ακολουθούν το ρητό του αρχαίου σοφού από τον τόπο του, το «σπεύδε βραδέως» του Πυθαγόρα. Και όμως, η παραγωγικότητα και η εργατικότητα του Βαγγέλη Μανωλιάδη χτυπάει κόκκινο. Δουλεύοντας παράλληλα δύο και τρία σκαριά, μπορεί να βγάλει έως και πέντε σκαριά τον χρόνο. Οπως και το ναυπηγείο Καραμαρούδη, και αυτό εδώ έχει δουλειά. Τότε τι φταίει και η τέχνη είναι σε μαρασμό; «Δεν υπάρχουν μάστορες. Ζήτηση υπάρχει – χέρια δεν υπάρχουν». Αυτή είναι η κοινή απάντηση που παίρνουμε από όλους τους ναυπηγούς.
«Το θεωρούν παιδί τους»
Το επόμενο πρωί συναντάμε στο Καρλόβασι τον Γιάννη Κοντάρα, έναν από τους πιο έμπειρους μάστορες του νησιού, ειδικό στις επιδιορθώσεις. Συζητώντας για τη νέα σχολή μαθητείας στο Ηραίο, μας λέει πως αποτελεί μια ελπίδα, αλλά τονίζει πως είτε μιλάμε για τον ναυπηγό, είτε για τον καπετάνιο, τα ξύλινα σκαριά είναι γι' αυτούς που έχουν μεράκι να τα περιποιούνται – «να τα χαϊδεύουν», όπως χαρακτηριστικά λέει. «Μακάρι το εγχείρημα που γίνεται στο Ηραίο να δώσει στα παιδιά ένα κουράγιο, να ανάψει μια σπίθα μέσα τους και να καταλάβουν πόσο όμορφο είναι να
δημιουργείς ένα παραδοσιακό σκάφος», συνεχίζει. «Το σκαρί, όταν το ρίξεις στο νερό λικνίζεται, είναι λες και έχει ψυχή, σαν να 'ναι ένα πράγμα ζωντανό. Ξέρω ψαράδες που είναι τόσο πολύ δεμένοι με το καΐκι τους, που το θεωρούν παιδί τους. Πιο καλά αγαπούν αυτό, παρά το ίδιο τους το σπίτι».
Η τελευταία στάση στην αποστολή μας είναι το Ηραίο. Εκεί, ο Κώστας Δαμιανίδης, επιστημονικός υπεύθυνος του νέου μουσείου, μας ανοίγει τις πόρτες και μας προσφέρει μια συνοπτική περιήγηση στα εκθέματα και στις εγκαταστάσεις του. Πάνω από το κεφάλι μας, στο λόμπι του μουσείου, κρέμονται δύο σκαριά, ένα για το αλμυρό και ένα για το γλυκό νερό, μια υδραίικη παπαδιά και μια κουρίτα. Στον εξωτερικό χώρο του μουσείου, λίγα μόνο μέτρα δίπλα από την ακτογραμμή, μια εγκατάσταση με σκαλωσιές αναμένει μια σειρά ιστορικά σκάφη-εκθέματα,
«Δεν μπορεί σήμερα που υπάρχουν σχολές ακόμα και για να μάθεις να εκτρέφεις σαλιγκάρια, να μην υπάρχει σχολή για να μάθεις να φτιάχνεις ξύλινα σκάφη», λέει ο ναυπηγός Κωνσταντίνος Χωριανόπουλος.
δεκατρία στο σύνολό τους, που έχει διασώσει ή ανακατασκευάσει τα τελευταία χρόνια η ερευνητική ομάδα του μουσείου.
Κατά την περιήγηση στον χώρο, από κάποια επίπεδη οθόνη, ακούγεται μια συριανή λαλιά. Είναι ο Γιώργος Μαυρίκος, θρυλικός μάστορας του Ταρσανά της Ερμούπολης, που μοιάζει λες και έχει για λίγα δευτερόλεπτα ζωντανέψει. Και αυτό δεν είναι κάτι που οφείλεται στο βίντεο που προβάλλεται, αλλά στον ίδιο τον χώρο, που δείχνει πως έχει τη δύναμη να ξυπνά ξεχασμένες αλλά βαρύτιμες μνήμες. Μαζί με τους Μαυρίκους, φαντάζεται κανείς να ζωντανεύουν κι άλλοι σπουδαίοι ναυπηγοί της Σύρας, όπως ο Ιωάννης Ζώρζος, ο λεγόμενος «Φουσκής», ενώ σε κάποια άλλη οθόνη στη διπλανή αίθουσα, εμφανίζεται ένας ακόμη θρύλος της Σάμου, ο Στέλιος Ψιλοπάτης. Παραπέρα, ρέπλικες και ανακατασκευές από τμήματα βυζαντινών σκαφών μαρτυρούν πως αυτοί οι άνθρωποι κρατούσαν στα χέρια τους μια αιγαιοπελαγίτικη παράδοση αιώνων. Και ένα επίπεδο πιο κάτω, βλέπουμε τον χώρο της σχολής μαθητείας, εξοπλισμένη με όσα χρειάζονται για να ναυπηγηθεί ένα παραδοσιακό σκάφος.
Oπως μας λέει ο Κώστας Δαμιανίδης, «το μεγαλύτερο
στοίχημα που θέλουμε να κερδίσουμε στο μουσείο είναι η παράλληλη και συμπληρωματική λειτουργία του μαζί με τη σχολή. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν υπάρχει στην Ελλάδα – είναι κιόλας σπάνιο ακόμα και στο εξωτερικό. Το ότι η ζωή του μουσείου θα μπλέκεται με τη ζωή της σχολής είναι μια ιδέα που δίνει νέα διάσταση τόσο στη μουσειακή εμπειρία όσο και στο πλαίσιο της εκπαίδευσης νέων ανθρώπων στην τέχνη. Είναι μια προσέγγιση που στηρίζεται ενεργά από την αρμόδια διεύθυνση του υπ. Πολιτισμού και την προχωράμε μαζί, βήμα βήμα, μαζί με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και τον Δήμο Ανατολικής Σάμου. Η βιωσιμότητα τόσο του μουσείου όσο και της σχολής θα εξαρτηθεί πολύ από την αγαστή συγκατοίκησή τους».
«Πρόκειται για ένα θεματικό τεχνικό μουσείο που αποτελεί έργο του Δήμου Ανατολικής Σάμου και χρηματοδοτείται από
το επιχειρησιακό πρόγραμμα “Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία 2014-2020”», λέει στην «Κ» ο δήμαρχος Ανατολικής Σάμου Πάρης Παπαγεωργίου. «Η μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη του έχει εγκριθεί από το υπουργείο Πολιτισμού». Στόχος είναι, όπως λέει ο δήμαρχος, το μουσείο και η σχολή να ανοίξουν κατά την εκπαιδευτική χρονιά 2024-2025, στο πλαίσιο προγράμματος που χρηματοδοτείται από το ΥΠΠΟ.
Η σχολή προβλέπεται να προσφέρει δύο έτη σπουδών και ένα επιπλέον έτος μαθητείας δίπλα σε κάποιον έμπειρο μάστορα, σε κάποιο ναυπηγείο οπουδήποτε στη χώρα.
Οπως λέει χαρακτηριστικά ένας ακόμα Σαμιώτης ναυπηγός, ο σαραντάχρονος Κωνσταντίνος Χωριανόπουλος που δουλεύει με έδρα την Πάτμο, όπου ναυπήγησε πέρυσι στις εγκαταστάσεις της Patmos Marine το τσερνικοπέραμα «Μεταμόρφωση», ένα από τα σκαριά-εκθέματα του μουσείου, «δεν μπορεί σήμερα που υπάρχουν σχολές ακόμα και για να μάθεις να εκτρέφεις σαλιγκάρια, να μην υπάρχει σχολή για να να μάθεις να φτιάχνεις ξύλινα σκάφη. Η ξυλοναυπηγική δεν πρέπει να είναι τσιφλίκι κανενός, για να την πουλάει μαύρο χαβιάρι. Η γνώση της πρέπει να
είναι ελεύθερη».
Από την πλευρά του ο Κώστας Δαμιανίδης δηλώνει πως δεν τρέφει αυταπάτες: «Ξέρω πως από τους 15 μαθητευόμενους κάθε χρονιάς, θα βγουν στη δουλειά ένας ή δύο. Αλλά, με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα και δύο άνθρωποι κάθε χρόνο να γίνονται επαγγελματίες καραβομαραγκοί, αυτό θα δώσει μια μεγάλη ανάσα ζωής στον χώρο». Η αισιοδοξία του στηρίζεται και πάνω στις νέες τάσεις που εμπνέονται από την απειλή της κλιματικής αλλαγής: «Η ξυλοναυπηγική, ανάμεσα στα διάφορα οφέλη της, συμβάλλει και στη σωστή διαχείριση των δασών, εφόσον αυτά πρέπει να υλοτομούνται με τον σωστό τρόπο για να μπορούν να επιβιώσουν, αλλά και για να προστατεύονται από τη φωτιά. Επιπλέον, ένα ξύλινο σκάφος έχει μια διάρκεια ζωής περίπου όσο και το πλαστικό, αλλά η ανακύκλωσή του είναι φιλική προς το περιβάλλον. Ενα πλαστικό σκάφος έχει υλικά που δεν ανακυκλώνονται – ακόμα και η καύση του είναι δηλητηριώδης. Θα έπρεπε λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, η παραγωγή των ξύλινων σκαφών να υποστηρίζεται και θεσμικά. Και, φυσικά, υπάρχει η προφανής παραδοχή πως το ξύλινο σκάφος είναι ένα πολύτιμο στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς που θα έπρεπε να διασώσουμε στις θάλασσές μας. Διαχρονικά, τα καΐκια ήταν πάντα κάτι το πολύ ελκυστικό, ακόμα και για τον τουρισμό που τόσο μας απασχολεί – μόνο και μόνο για την εικόνα των ίδιων των τοπίων μας. Τα ξύλινα σκάφη μας είναι ένα στοιχείο ποιότητας του δομημένου και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος των νησιών».
Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει να πάρουν δύναμη οι ναυπηγοί και τα ναυπηγεία; O Κώστας Δαμιανίδης μας λέει πράγματα αυτονόητα: «Να δοθούν κίνητρα. Θα μπορούσε να υπάρχει οικονομική υποστήριξη για την κατασκευή ενός ξύλινου σκαριού. Δίνονται επιδοτήσεις για να κάνει κανείς χίλια δυο άλλα πράγματα, αλλά όχι γι' αυτό. Παλαιότερα υπήρχαν κίνητρα και για τους ψαράδες, αλλά σήμερα το μόνο που υπάρχει είναι η γνωστή επιδότηση για το βάρβαρο σπάσιμο των σκαριών. Χρειαζόμαστε μια άλλη κατεύθυνση, και πολλοί έχουν αρχίσει να το συνειδητοποιούν αυτό. Το πρόβλημα είναι πως αυτές οι κινήσεις πρέπει να συντονιστούν ανάμεσα σε πολλά διαφορετικά υπουργεία και κρατικούς φορείς. Μπορεί το υπουργείο Πολιτισμού να θέλει πολύ να κάνει τέτοιες κινήσεις, αλλά πρέπει να πείσει και το υπουργείο Οικονομικών, και το Ναυτιλίας, και το Τουρισμού, το Γεωργίας, κ.ο.κ. Το βέβαιο είναι πως πλέον υπάρχουν άνθρωποι σε καίριες και υψηλές θέσεις, που ακούν αυτές τις φωνές, και καταλαβαίνουν πως το ζήτημα πρέπει πια να πάρει τον δρόμο του».
«Ακόμα και δύο άνθρωποι κάθε χρόνο να γίνονται επαγγελματίες καραβομαραγκοί, αυτό θα δώσει μια μεγάλη ανάσα ζωής στον χώρο», σημειώνει ο Κώστας Δαμιανίδης, επιστημονικός υπεύθυνος του νέου μουσείου.