Πολιτική οικονομικού λαϊκισμού
Το πρώτο έτος μιας αντιφατικής διακυβέρνησης που σε βάθος χρόνου επέτεινε τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας
Το οργανωτικό πλαίσιο του κειμένου αυτού είναι ένα έτος – το πρώτο έτος κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Αυτό περιορίζει το οπτικό πεδίο, καθώς αφήνει λίγο χώρο για τις δομικές αλλαγές που συμπληρώθηκαν τα επόμενα χρόνια μέχρι την πρώτη κρίση του 1985. Ομως ήδη το 1982 έχουμε τις απαρχές αμφισημιών και αντιφατικών ρευμάτων σκέψης και πολιτικής, που σημάδεψαν τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης.
Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και ο σχηματισμός κυβέρνησης τον Νοέμβριο του 1981 σήμαινε διαφορετικά πράγματα για διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας. Για πολλούς, συνυφάνθηκε με αντιφατικές προσδοκίες για αποτελεσματικότερη διαχείριση της οικονομίας, που είχε περιέλθει σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, ληξιπρόθεσμο κοινωνικό εκσυγχρονισμό, αλλά και προάσπιση «κεκτημένων» τα οποία θεωρούσαν ότι απειλούσε η ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Στο σύνθημα της «Αλλαγής» ο καθένας έδινε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά το τρόπον τινά επίσημο ιδεολογικό στίγμα που καθόριζε ο χαρισματικός Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σαφώς αντιδυτικό και ασαφώς «σοσιαλιστικό», και τοποθετούσε την Ελλάδα στον χώρο της παγκόσμιας περιφέρειας την οποία εκμεταλλεύονται οι μητροπόλεις.
Αύξηση ελάχιστου μισθού 40% και ΑΤΑ
Το πλέον πολυσυζητημένο χαρακτηριστικό της δεκαετίας του '80 ήταν η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, που οδήγησε σε ελλείμματα και δύσκολα διαχειρίσιμη συσσώρευση δυσβάστακτων χρεών. Ανταποκρινόταν στο πρότυπο του μακροοικονομικού λαϊκισμού.
Οι κριτικοί επισήμαναν ότι μια χώρα με συνεχή τεράστια ελλείμματα συσσωρεύει χρέη και θα αντιμετωπίσει, αργά ή γρήγορα, προβλήματα δανεισμού.
Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ μόλις σχηματίσθηκε επέτεινε την πολιτική ελλειμμάτων που ήδη είχε αρχίσει από την προκάτοχό της το 1981, αυξάνοντας τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις στο Δημόσιο, την απασχόληση στο Δημόσιο και καλύπτοντας τα διευρυμένα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης, των δημοσίων επιχειρήσεων και τις νέες υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ τα φορολογικά έσοδα υστερούσαν σε σχέση με αυτές. Ο ελάχιστος μισθός αυξήθηκε κατά 40%! Οι δαπάνες άμβλυναν τις κοινωνικές ανισότητες – προσωρινά. Η πολιτική αυτή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση ότι οι νέες δαπάνες θα παρέσυραν προς τα επάνω την παραγωγή σε συνδυασμό, πάντως, με μια πολιτική προγραμματισμένης αντιμετώπισης των «διαρθρωτικών προβλημάτων» της ελληνικής οικονομίας μέσω επεκτεινόμενης κρατικής παρέμβασης. Ετσι, μεσο- ή μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη θα επέτρεπε την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.
Η πολιτική εκείνη όμως παρέβλεπε τις αρνητικές επιπτώσεις
στις ιδιωτικές επενδύσεις, την αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου και των κομματικών στελεχών, το γεγονός ότι η Ελλάδα μόλις είχε ενταχθεί στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (το 1981) και, επομένως, άνοιγε την αγορά της στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Αναπόφευκτα, οι εισοδηματικές αυξήσεις οδήγησαν σε ενίσχυση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών αντί της εγχώριας παραγωγής. Γενικά, ακόμη και προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης όπως ο Απόστολος Λάζαρης αναγνώρισαν αργότερα ότι οι πάσης φύσεως εισοδηματικές αυξήσεις ήταν συνολικά λαθεμένη επιλογή (Βλ. Γιάννης Βούλγαρης «Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990», Θεμέλιο, 2001, 173-4).
Το 1983, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να υποτιμήσει τη δραχμή και το 1985 να εφαρμόσει ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα έναντι έκτακτης βοήθειας από την Ε.Ε.
Ενα ενδιαφέρον μέτρο γενικής οικονομικής πολιτικής του 1982 ήταν η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή (ΑΤΑ). Οπως είχε αναγγείλει στις προγραμματικές δηλώσεις της η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, «η προσαρμογή θα ήταν πλήρης για εισοδήματα μέχρις ενός επιπέδου ανεκτής διαβίωσης», πέρα από το οποίο θα κλιμακωνόταν σε χαμηλότερα επίπεδα (βλ. Πρακτικά της Βουλής, 22 Νοεμβρίου 1981). Ο κύριος στόχος της ήταν να αποκαθιστά συνεχώς την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων που χανόταν λόγω του πληθωρισμού. Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή επικρίθηκε έντονα με το σκεπτικό ότι θα επιτάχυνε τον πληθωρισμό γιατί θα προκαλούσε ένα σπιράλ μισθών-τιμών και θα δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην παραγωγική βάση της χώρας. Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή θα διορθωθεί δύο χρόνια αργότερα με κάποιους ντροπαλούς ετεροχρονισμούς των μισθολογικών αυξήσεων, μεταθέτοντας την καταβολή τους κατά ένα τετράμηνο.
Χαρακτηριστικό της δεκαετίας του '80 ήταν η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, που οδήγησε σε ελλείμματα και συσσώρευση δυσβάστακτων χρεών.
Οι μεγάλες αυξήσεις των εισοδημάτων οδήγησαν σε ενίσχυση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών αντί της εγχώριας παραγωγής.